Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΓΕΡΟ ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ

                                                       La Pedicura - Walter Bondy - 1909


Ο χώρος φωτιζόταν μονάχα από μια μικρή απλίκα που βρισκόταν πάνω από το κρεβάτι και έριχνε ένα, πρασινωπό σαν μούχλα, φως μέσα στο δωμάτιο.
Ο βιαστικός πελάτης κάθισε στην καρέκλα και έβγαλε τα παπούτσια του. Δικαιολογήθηκε πως τον είχαν πεθάνει οι κάλοι του. Μετά έβγαλε το καπέλο που φορούσε και το ολόλευκο μαντήλι που φύλαγε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Στη συνέχεια χτένισε με επιμέλεια το λευκό μουστάκι του με μια μικρή χτενούλα που έβγαλε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Την παρακάλεσε για ένα ποτήρι νερό. Ήταν ώρα, λέει, να πάρει τα χάπια για την καρδιά του.
Η κοπέλα τού πρόσφερε ένα καθαρό ποτήρι και του έδειξε την κανάτα στο κομοδίνο που ήταν γεμάτη.
Τον ρώτησε αν αισθάνεται καλά και μήπως ήθελε να φωνάξει τη μαντάμ. Φοβήθηκε. Το μόνο που της έλειπε απόψε ήταν να πεθάνει το χούφταλο στην αγκαλιά της και να την τρέχουν.
Το αποφάσισε. Το πρωί θα ξεσήκωνε και τις άλλες και θα έβαζαν βέτο στην αφεντικίνα τους για το όριο ηλικίας των ανδρών που δεχόταν στο σπίτι. Δουλειά τους ήταν να τους εξυπηρετούν όλους μα κάπου έπρεπε να σταματήσει το κακό με τους ηλικιωμένους σαλιάρηδες που ερχόταν με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο χέρι ανάμεσα στα σκέλια τους για να προσποιηθούν τους άντρες. Ανενεργή από χρόνια ήταν η χειροβομβίδα μέσα στο παντελόνι τους.
Όσο τους φανταζόταν να φιλάνε και να αγκαλιάζουν τα εγγόνια τους με τα ίδια τρεμάμενα και αηδιαστικά χέρια που πασπάτευαν το κορμί της τής ερχόταν αναγούλα.
Ετούτος απόψε έδειχνε χειρότερος από τους άλλους γιατί φαινόταν πολύ γέρος και πάρα πολύ φλύαρος.
Αφού ξαναβρήκε την αναπνοή του και έπαψε να γκρινιάζει πως το σπίτι δεν είχε ασανσέρ, έβγαλε το σακάκι του και ήρθε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού.
Είχε πληρώσει καλά και δεν μπορούσε να τον διώξει στο εικοσάλεπτο. Δυο ώρες φλυαρούσε ακατάπαυστα για τις ένδοξες κατακτήσεις των νιάτων του και για τα παροιμιώδη τσιλιμπουρδίσματά του ως παντρεμένος.
Τα παραμύθια που της έλεγε με την όλο νοσταλγία φωνή του τη νανούριζαν και κόντεψε πολλές φορές ν' αποκοιμηθεί.
Κατά διαστήματα πεταγόταν και έκανε τάχα πως τον άκουγε με προσοχή και όταν επιτέλους τους χτύπησε την πόρτα η μαντάμ, ο γέρο δον ζουάν της έβαλε στο χέρι ένα πάκο χαρτονομίσματα επειδή ήταν, λέει, τόσο καλή και ευγενική ακροάτρια.
Όσο μετρούσε το ανέλπιστο δώρο αναθεώρησε. Το πρωί δεν θα έκανε παράπονα στη μαντάμ για τους σιχαμένους γέρους που της έστελνε στο δωμάτιό της.

Μαρία Φουσταλιεράκη 3-12-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...