Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

ΣΗΚΩ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ


Έλα πιάσε μου το χέρι. Πάμε παιδί μου, πάμε να φύγουμε από δω.
Πάμε εκεί που δεν υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς για τα καλά παιδάκια.
Σιχάθηκα να καταπίνω τους κανόνες τους μαζί με τη γνώμη μου για να μην πληγώνω εγωισμούς.
Έλα, πάμε να φύγουμε σου λέω. Εδώ που ζούμε, δε σε μεγάλωσα όπως σου άξιζε.
Από νήπιο, σ' ανάγκασα να ξεχάσεις πως είσαι ακόμα παιδί και σε υποχρέωνα να δίνεις το χεράκι στους μεγάλους, όμως έτσι έπρεπε να κάνουν τα καλά παιδιά.
Όχι, δε θέλω να είσαι πια το καλό παιδί. Όχι έτσι όπως εννούν αυτοί την καλοσύνη.
Δε θέλω να κάνεις χειραψία με ανθρώπους που το χέρι τους μυρίζει φρέσκο αίμα.
Δε θέλω όταν μεγαλώσεις να καταπίνεις κι συ αμάσητους τους κανόνες μαζί με τη γνώμη σου για να μη στιγματιστείς.
Όλους τους βαρέθηκα, για το καλό σου. Όλους τους σιχάθηκα για την υποκρισία και τα φαρμακερά λόγια.
Πάμε να φύγουμε από δω παιδί μου σε παρακαλώ, όσο είναι ακόμα καιρός.
Να φύγουμε τώρα που είσαι ακόμα μικρό γιατί άμα μεγαλώσεις θα πάψεις να με υπολογίζεις.
Μακριά θα πάμε όταν φύγουμε από δω. Θα σου βρω ένα μέρος που να ' χει κούνιες. Δε σου τις έμαθα τις κούνιες παιδί μου, ούτε στις τσουλήθρες σε πήγα και στις τραμπάλες. Δεν σου έδειξα τα λουλούδια, τα δέντρα και τα ψάρια που κολυμπούν στα ποτάμια. Τη φύση τη γνώρισες μόνο από εικόνες και βίντεο πειρατικά.
Ήταν τεράστιο το λάθος μου, το παραδέχομαι. Δεν έπρεπε να σ' αφήσω να πιστεύεις πως στέρεψαν τα ποτάμια του κόσμου και πως λουλούδια υπάρχουν μόνο εικονικά.
Συγχώρεσέ με που σου στέρησα την αλήθεια παιδί μου.
Έλα, δώσε μου το χέρι και πάμε να φύγουμε, μακριά από δω. Μακριά απ' τα καυσαέρια, την τεχνολογία και τον πανικό τους
Εγώ θα σου δείξω τη ζωή αλλιώς. Δεν είναι ζωή παιδί μου αυτή που σε προορίζουν να ζήσεις. Μια παρωδία είναι. Μια κακόγουστη φάρσα για να γελάνε με την ψυχή τους όσοι γεννήθηκαν χωρίς ψυχή.
Δε σου έμαθαν όλες τις αλήθειες στο σχολείο παιδί μου. Δεν είναι όλοι άνθρωποι αυτοί που περπατάνε δίπλα σου με δύο πόδια.
Πάμε να φύγουμε παιδί μου τώρα. Σήκω. Θα φύγουμε νύχτα, δε θα μας καταλάβει κανείς. Θα περπατήσουμε όμως πολύ, να είσαι προετοιμασμένο, φόρεσε γερά παπούτσια.
Θα περπατήσουμε και ως την άκρη του κόσμου αν χρειαστεί, αρκεί να βρούμε το μέρος που ψάχνω.
Δε μπορεί, θα υπάρχει ένα κομμάτι παράδεισου από χώμα ακόμα στη γη.
Αν υπάρχει, σου ορκίζομαι πως θα το βρω για χάρη σου, για να στο δείξω, κι ας πεθάνω εκεί μπροστά σου την ίδια στιγμή.
Σήκω παιδί μου σε εκλιπαρώ. Αποσυνδέσου από τη μητρική πλακέτα του υπολογιστή σου και πάμε να φύγουμε τρέχοντας.
Σε όλη τη διαδρομή θα σου ζητάω γονατιστή συγγνώμη που σε γέννησα και θα κλαίω για τη χαμένη σου αθωότητα, αυτή που σου 'κλεψε ο τάχα πολιτισμός τους σαν ανταμοιβή που γεννήθηκες με ασφάλεια σε αποστειρωμένο εργαστήριο.
Μαζί θα τη βρούμε την παιδική ηλικία που σου κλέψανε.
Στο υπόσχομαι παιδί μου και μόνο όταν δω τα μάτια σου να λάμπουν, θα εξιλεωθώ.


Μαρία φουσταλιεράκη 27-8-2017

Σ’ ΕΝΑ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Περπατούσα και συναντούσα ανθρώπους που αγαπούσα παλιά, μα τώρα τρόμαζα να τους αναγνωρίσω.
Τα πρόσωπά τους ήταν αλλιώτικα, είχαν γίνει σκυθρωπά και σαν κάτι να είχε σκιάσει το χαμόγελό τους.
Εγώ όταν τους έβλεπα, σταματούσα με χαρά να τους μιλήσω, αλλά αυτοί με προσπερνούσαν, σαν να είχαν κάτι μαζί μου ή σαν να μη με αναγνώριζαν.

Ως το βράδυ δεν κατάφερα να μου απαντήσει κανείς όταν του μιλούσα. Με προσπερνούσαν αδιάφορα ακόμα και κάποιοι καρδιακοί φίλοι όπου είχαμε αποκοιμηθεί κλαμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σε κάποιες παλιές μας δυσκολίες.

Συνέχισα να τριγυρίζω στους δρόμους, κοιτάζοντας με απορία γύρω μου.
Δε μπορούσα να καταλάβω πώς είχε αλλάξει έτσι ξαφνικά ο κόσμος που ήξερα μέχρι χθες.
Βαρέθηκα να περπατάω και σταμάτησα, αν και δεν ένιωθα καθόλου κούραση.
Διάλεξα ένα παγκάκι για να καθίσω, μπροστά από τη θάλασσα. Λαχτάρησα να δω τον ήλιο να ξημερώνει μέσα της.

Τίποτα δεν είχα φάει και δεν είχα πιεί όλη μέρα, αλλά δεν ένιωθα ούτε πείνα, ούτε δίψα. Θαρρείς και έπαψε να έχει ανάγκες ο οργανισμός μου.
Καθόμουν και κοιτούσα στο βάθος τον ορίζοντα, ήταν ακόμα νύχτα, αλλά δε θ' αργούσε να ξημερώσει. Ήδη είχε αρχίσει να χαράζει δειλά - δειλά.

Απ' τη θάλασσα ξεπρόβαλε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Ήταν ψηλός, είχε εμβληματική κορμοστασιά και παρατήρησα πως τα ρούχα του δεν έσταζαν νερά, αλλά δε μου φάνηκε καθόλου παράξενο εκείνη τη στιγμή.
Ήρθε προς το μέρος μου και κάθισε δίπλα μου στο παγκάκι. Τον κοίταξα. Ήταν απ' αυτούς τους υπερήλικες που έχουν απροσδιόριστη ηλικία και μυρίζουν σοφία.

Ήταν βέβαια ακόμα αρκετά σκοτεινά, ήταν και οι λάμπες του δρόμου σβηστές και δε μπόρεσα να διακρίνω με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του, όμως έμοιαζε πολύ με το δικό μου παππού, τον πεθαμένο.
Πήρα το βλέμμα μου από πάνω του και συνεχίσαμε για ώρα να κοιτάζουμε αμίλητοι τη θάλασσα.

Όταν φάνηκε ο ήλιος, εκείνος σηκώθηκε και δείχνοντας τη θάλασσα μου είπε μ' ένα νεύμα, πάμε.


Μαρία Φουσταλιεράκη 26-8-2017

ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΕΝΑΣ ΣΟΦΟΣ


Στις ερωτικές απογοητεύσεις, ένας σοφός του είχε πει,

να καταπίνει αμάσητη την ψυχή του την ώρα που πονάει πιο πολύ.

Μόνο έτσι, του 'χε πει, γεμίζει κάπως το αβάσταχτο κενό 

του ματαιωμένου έρωτα.

Την ώρα που την έβαζε στο στόμα, έκλεισε σφιχτά τα μάτια

και προσευχήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του'

δήλωνε άθεος ως τότε.

Έτρεμε μην τη δει σκαλωμένη, εκεί στο κενό, ανάμεσα στα δόντια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 24-8-2017

ΟΤΑΝ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ


Μπράβο.

Βρήκες το τέλειο άλλοθι για να μη φαίνεται πως οι σχέσεις σε

τρομοκρατούν.

Στρώνεις τα διπλά κρεβάτια μ' ερωτευμένα σεντόνια πριν κάνεις

έρωτα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 23-8-2017

ΜΙΑ ΕΥΑ


Ξημέρωσε, λιάστηκε η φύση γύρω απ' τον οικισμό.

Το αεράκι φτιάχνει ρυτίδες στην επιφάνεια της θάλασσας.

Έρημη η παραλία τούτη την ώρα.

Οι λουόμενοι ακόμα ονειρεύονται.

Τ' αδέσποτα γατιά νιαουρίζουν έξω απ 'τις πόρτες.

Μια σημαία πειρατική εμφανίζεται. Δυο κομμάτια ύφασμα.

Ένα μαύρο κι ένα άσπρο, δίχως νεκροκεφαλές.

Πιο κει, όχι μακριά απ' τη σημαία, ένα αγουροξυπνημένο κορμί 

ανατριχιάζει από την επαφή με το δροσερό νερό 

και δυο κατάλευκα πισινά, παρέα με δυο γυμνά στήθη, 

ερωτοτροπούν με την αλμύρα του καλοκαιριού.


Μαρία Φουσταλιεράκη 21-8-2017

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ


Όταν έχω κουραστεί να είμαι για μέρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι και μ’ έχουν εξαντλήσει πνευματικά οι ήρωές μου, δε συμβαίνει συχνά ομολογουμένως, κλείνω αποφασιστικά τα τετράδιά μου, κουμπώνω τα καπάκια στα στυλό και ετοιμάζομαι να βγω έξω.

Ντύνομαι ιδιαιτέρως κομψά, χτενίζω επιμελώς τη χωρίστρα μου και ποτέ δεν ξεχνώ να φορέσω άρωμα στο αρρενωπό μου στέρνο.
Από χρόνια, έχω διαλέξει ένα άρωμα, που άκουσα πως ταιριάζει σε δεινούς άνδρες-κυνηγούς, σ’ αυτούς δηλαδή που καμιά γυναίκα δεν τους έχεις ποτέ αντισταθεί.
Έπειτα γυαλίζω τα παπούτσια μου, βεβαιώνομαι πως έχω αρκετά χρήματα στο πορτοφόλι, κλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου και νιώθω έτοιμος να γνωρίσω καινούργιες γυναίκες για να εμπνευστώ νέες περιπέτειες.

Αναζητώ απεγνωσμένα ηρωίδες. Όπως απεγνωσμένα αναζητώ λέξεις πρόθυμες για αποπλάνηση την ώρα που γράφω τα μυθιστορήματά μου.

Όταν εντοπίζω τις κατάλληλες παρέες με γυναίκες, ειδικά σε καταγώγια͘ εκεί κρύβονται πάντα οι θησαυροί, με περισσό θάρρος στέκομαι όρθιος δίπλα τους, πίνω το ποτό μου και καπνίζω την πίπα μου.
Σχεδόν τις ακουμπάω με θράσος, τους  μιλάω αόριστα με στόμφο, κολακεύω αδιάφορα την ευστροφία τους και ενίοτε θαυμάζω προκλητικά τα καλλίγραμμα πόδια ή τα μπούστα τους, αν έχουν.
Μόλις τους κεντρίσω ομαδικά το ενδιαφέρον και δω τα χείλη τους να βάφονται από ερωτικό πόθο, τους κάνω νόημα να φύγουμε, και εκείνες πειθήνια μ’ ακολουθούν, σε άλλα βάθη, σκοτεινότερα.

Πάντα επιλέγω το πιο παράξενο και σκοτεινό θηλυκό, κι ας μην έχει τα πιο καλλίγραμμα πόδια, και την ονομάζω, της μιας βραδιάς αγαπημένη.

Εκεί, μόλις βγαίνουμε έξω απ’ το καταγώγιο, της δένω τα μάτια, για να καταλάβει απ’ την αρχή τί σημαίνει η λέξη υποταγή στον άνδρα-κυνηγό και ερεθίζομαι όταν ακούω την καρδιά της να χτυπά δυνατά.

Οι υπόλοιπες, κοιτούν η  μια την άλλη απορημένες και μέσα τους σίγουρα δυσανασχετούν, μα δεν τολμούν να το εκφράσουν. Δεν υπάρχει ταπεινωτικότερο για μια γυναίκα απ’ το να μην τη διαλέγουν για αγαπημένη.

Απομακρύνομαι απ’ το καταγώγιο και όλες συνεχίζουν να μ’ ακολουθούν.

Μετά από μερικά βήματα σταματώ και σ’ αυτές που έχουν τα μάτια ανοιχτά και που δεν τις διάλεξα γι’ αγαπημένες μου, την ώρα που δεν το περιμένουν, τις θωπεύω πρόστυχα στα μπούστα και στα πισινά τους.
Είναι κατά κάποιο τρόπο μια εξιλέωση που τις κακοκάρδισα.

Την αγαπημένη μου όμως, ποτέ δεν τη στεναχωρώ και ποτέ δεν την αγγίζω χυδαία, τουναντίον, όταν δεν κοιτούν οι φίλες της, για να μη ζηλέψουν, της δίνω ένα εμπνευσμένο φιλί στα χείλη.


Μαρία Φουσταλιεράκη 26-8-2017

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Μ’ ΕΝΑ ΣΑΚΟ ΕΦΥΓΕΣ


Πήρες το σάκο που φύλαγες κάτω από το κρεβάτι. Έριξες μέσα βιαστικά τις κουρασμένες προσδοκίες, τα ξεφτισμένα σου όνειρα και τις πρόωρα γερασμένες αναμονές και έφυγες. Ήθελες να προλάβεις να γυρίσεις όλο τον κόσμο πριν μαραθείς.
Τράβηξες τις άγκυρες απ’ το βυθό σου και παραμάσχαλα τις πήρες͘  τώρα που είχες ακόμα αντοχές να τις κουβαλήσεις.

Πρώτη στάση το νησί.  Να δεις τους τάφους των προγόνων σου͘  ν’ αφήσεις φρέσκα λουλούδια πλάι στ’ αγριόχορτα.
Βρήκες ένα άδειο τάφο παραδίπλα. Έσκαψες με τα χέρια το χώμα. Έθαψες την άγκυρα βαθιά͘ να σε περιμένει.

Τα πανιά σου φούσκωσες και συνέχισες να ταξιδεύεις. Πέρασαν είκοσι χρόνια.
Γύρισες όλο τον κόσμο. Παντού, βρήκες ίδιους τους ανθρώπους. Παντού είχαν τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες προσδοκίες, τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπο. Μονάχα διαφορετικές αποχρώσεις είχαν.

Τα πανιά σου κουρελιάστηκαν απ’ τους αέρηδες. Τα παπούτσια σου φαγώθηκαν απ’ τους δρόμους. Έκατσες κάτω στο χώμα όταν απόκαμες.
Εκεί, σ’ ένα χωριουδάκι, στην άκρη του κόσμου, βρήκες μια ελιά να ξαποστάσεις. Ακούμπησες το κουρασμένο κορμί με συγκίνηση στον κορμό της. Οι ρίζες δάκρυσαν.
Κάτω απ’ την άγκυρα που έθαψες πίσω στην πατρίδα, είχε φυτρώσει μια ελιά.

Χρόνια τώρα σε περιμένει, να ξεκουράσεις το κουρασμένο κορμί σου κάτω απ’ τον ίσκιο της. 


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-8-2017

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ


Όταν φτάσουμε σε μια ηλικία, και δεν έχει να κάνει με το αριθμητικό της πρόσημο, αλλά με το βαθμό αυτογνωσίας, λογικά έχουμε κατασταλάξει σ’ αυτά που χρειαζόμαστε, σ’ αυτά που θέλουμε και σ’ αυτά που μας κάνουν χαρούμενους. Με απλά λόγια, έχουμε καταφέρει να ζούμε τη ζωή που θέλουμε.
Για να γίνει αυτό, χρειάστηκε να διαλέξουμε για να περπατήσουμε σε ένα δρόμο που δεν ήταν καθόλου εύκολος. Η προσωπική διαδρομή μας, πέρασε μέσα από δύσβατα και σκοτεινά μονοπάτια και μέσα από ατέλειωτες νύχτες μοναξιάς.
Χρειάστηκε να ειπωθούν πολλά «όχι» σε ανθρώπους που είχαν συνηθίσει, και θεωρούσαν πλέον δεδομένο το «ναι» μας, σε κάθε τους απαίτηση.
Πιστεύω πως τη στιγμή που ξεκινάμε να αρνούμαστε χάρες, βοήθεια και εκδουλεύσεις στους γύρω μας, αρχίζει η πραγματική ενηλικίωσή μας. Επίσης, τότε φανερώνονται οι πραγματικές προθέσεις και τα αληθινά αισθήματα που έχουν οι άλλοι για μας.
Αν έχουμε μια πληθώρα συγγενών, συναδέλφων και φίλων που μας περιστοιχίζουν, κυρίως επειδή είμαστε βολικοί και ποτέ δε συγκρουόμαστε μαζί τους ακόμα κι όταν νιώθουμε πως μας εκμεταλλεύονται, τότε φοβάμαι πως πρέπει ν’ αναθεωρήσουμε, να σταθούμε απέναντι από τον εαυτό μας και να τον ρωτήσουμε για ποιό λόγο επιτρέπει και κυρίως για ποιό λόγο ανέχεται μια κατάσταση που τον πιέζει, τον δυσαρεστεί και τον στεναχωρεί.
Δεν είναι καθόλου κακό να είμαστε αρεστοί, ούτε είναι κακό να λέμε ναι στις απαιτήσεις ανθρώπων που αγαπάμε, εκτιμάμε ή σεβόμαστε. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι υπέροχα ανθρώπινο και γεμάτο καλοσύνη να έχουμε ενσυναίσθηση.
Το πρόβλημα ξεκινά από την ώρα που αυτό το «ναι» χαροποιεί τους άλλους, αλλά φέρνει άγχος, δυστυχία και στεναχώρια σε μας.
Οι άνθρωποι, εύκολα συνηθίζουν και γρήγορα βολεύονται σε καταστάσεις που τους εξυπηρετούν. Με τις πρώτες αρνήσεις που θα τολμήσουμε να εκφράσουμε πιθανών ν’ αντιμετωπίσουμε τη δυσαρέσκειά τους, που αν είναι έντονη, μπορεί να ειπωθεί με τη γνωστή φράση “εσύ δεν ήσουν έτσι, άλλαξες πολύ, δε σε αναγνωρίζω πλέον” ή με κάποια παρόμοια.
Αν μια τέτοια αντίδρασή τους μας κάνει να αισθανθούμε άσχημα ή ακόμα και ντροπή, τότε έχουμε αρκετή δουλειά να κάνουμε ακόμα με τον εαυτό μας.
Αν όμως νιώσουμε όμορφα ή περήφανοι με μια τέτοια αντίδραση, πάει να πει πως οι κόποι μας έπιασαν τόπο. Θα πει πως βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Στο δρόμο, που μπορεί σε κάθε διασταύρωση να χάσαμε κι από ένα άνθρωπο που θεωρούσαμε μέχρι σήμερα δικό μας, αλλά τον φτιάξαμε εμείς έτσι ώστε να καλύπτει τα δικά μας όνειρα, τις δικές μας προσδοκίες, τις δικές μας ανάγκες και κυρίως τα δικά μας, ολόδικά μας λάθη.
Η ζωή είναι λίγη για να τη σπαταλάμε συνεχώς σε συμβιβασμούς και σε σκύψιμο του κεφαλιού για να είναι οι άλλοι, και όχι εμείς, ευτυχισμένοι. Μια φορά ζει κανείς.
Το λέει και η νεολαία, που έχει συνήθως δίκιο γιατί βλέπει με φρέσκια ματιά τον κόσμο γύρω της, you only live once, yolo!


Μαρία Φουσταλιεράκη 18-8-2017

ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ



Εξημερωμένους έρωτες ψάχνει όταν νυχτώνει
κόκκινα σημάδια στην πλάτη το πρωί αναζητά.

Όλη τη μαγεία που αρνήθηκα να ζήσω
όλα τα ερωτόλογα που ντράπηκα να πω
θα στοιχειώνουν το κορμί όσο γερνάει.

Δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω το γιατί,
μα έντονα ρίγη ερωτικά μου προκαλεί
η σκέψη των χεριών μες στα μαλλιά μου.

Είναι όμορφο να σκέφτεσαι κάποιον που σου θυμίζει καλοκαίρι.


Μαρία Φουσταλιεράκη 12-8-2017

ΚΟΡΗ ΜΙΑΣ ΞΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΓΥΡΕΥΕ ΤΩΡΑ ΠΟΙΑΝΗΣ


Ευτυχώς σήμερα δεν πονάει αβάσταχτα το κεφάλι μου. Χθες ή το πρωί, μπερδεύομαι και δύσκολα ξεχωρίζω το χρόνο, νομίζω πως πονούσε τόσο πολύ που ζήτησα παυσίπονο.
Απ’ το παράθυρο βλέπω ένα κήπο. Τα λουλούδια είναι ανθισμένα και τα λιγοστά δέντρα έχουν καρπούς. Για τα βλέπω, μάλλον δεν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, άρα κάθομαι στην καρέκλα.
Φοβάμαι πως πάλι με πήρε ο ύπνος καθισμένη.
Το βιβλίο που διάβαζα, αλλά δεν θυμάμαι καθόλου τί έλεγε και αν το διάβαζα πράγματι εγώ, κάθεται κλειστό πάνω στα πόδια μου.
Το μυαλό μου δε θυμάται τα παλιά, ούτε συγκρατεί καινούργια, αυτό μου φέρνει μεγάλη στεναχώρια τις φορές που το καταλαβαίνω.
Άλλες φορές ούτε ποια είμαι δε θυμάται το μυαλό μου. Αυτό εκτός από στεναχώρια, μου φέρνει και μεγάλη ντροπή.

Εκείνη η κοπέλα ξανάρθε πάλι. Μάλλον με επισκέπτεται συχνά.
Κάθε φορά μου λέει γελώντας: «Γεια, ήρθα να σου δώσω ένα φιλί!».
Δεν ξέρω ποια είναι. Καθόλου δεν την αναγνωρίζω, αλλά την αφήνω να με φιλάει στο μάγουλο και καμιά φορά στα χέρια.
Μετά μου λέει: «Μαμά, μια χαρά σε βρίσκω σήμερα, είσαι πολύ όμορφη, έλα να σου χτενίσω τα μαλλιά».

Μάλλον έχει μπερδέψει τα δωμάτια η καημένη. Εγώ δεν έχω κόρη. Ούτε γιους έχω, μα δεν της το λέω, μη ντραπεί που φιλάει μια άγνωστη γυναίκα που νομίζει για μητέρα της.
Όμως είναι πολύ συμπαθητική. Μου αρέσει πολύ το χαμόγελό της την ώρα που με χτενίζει.
Μερικές φορές κάτι μου θυμίζει αυτό το χαμόγελο, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν τη γνώρισα σήμερα ή την ξέρω από παλιά.
Καμιά φορά όταν ξυπνάω, τη βλέπω να κάθεται κοντά μου. Είναι προσηλωμένη στο βιβλίο που διαβάζει.
Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία. Και γω νομίζω πως τα αγαπώ. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που δεν της λέω πως μπαίνει σε λάθος δωμάτιο και φιλάει λάθος μητέρα κάθε φορά που έρχεται.
Και η φωνή της κάτι μου θυμίζει. Αναρωτιέμαι μήπως είναι στ’ αλήθεια κόρη μου όπως λέει, και εγώ είμαι αυτή που λέω ψέματα ότι δεν έχω παιδιά. Δεν ξέρω. Το κεφάλι μου πονάει πολύ όταν προσπαθώ να θυμηθώ και ζητάω να μου δώσουν παυσίπονο για να φύγει ο πόνος.

Πρέπει να είμαι πολύ γριά. Ακούγεται παράξενο, αλλά δε θυμάμαι πότε γέρασα, ούτε θυμάμαι πως ήμουν πριν γεράσω. Όταν παρατηρώ το χέρι μου, μου θυμίζει το χέρι της μαμάς μου, παρόλο που δεν τη θυμάμαι ούτε εκείνη.
Γιατί δεν έρχεται ποτέ να με επισκεφθεί η μαμά μου; Μπορεί να μη ζει πια η καημένη.
Μετά κοιτάζω και το άλλο χέρι και καταλαβαίνω πως είναι δικό μου και αυτό.
Σίγουρα η μαμά μου θα έχει πεθάνει, αφού εγώ είμαι πολύ γριά, εκείνη δε μπορεί να ζει ακόμα.
Μου ‘ρχεται να κλάψω όταν σκέφτομαι πεθαμένη τη μαμά μου.

Είμαι μόνη μου στο δωμάτιο και διψάω. Βλέπω ένα ποτήρι στο κομοδίνο, σκεπασμένο με χαρτί, αλλά μου είναι αδύνατον να σηκωθώ από την πολυθρόνα. Όσο και να προσπαθώ.
Τα πόδια μου δεν ακούνε που τους λέω τόση ώρα να σηκωθούν γιατί διψάω.
Πιάνω σφιχτά το ένα μου πόδι και προσπαθώ να το κάνω να κουνηθεί. Με το ζόρι. Καθόλου δε μ’ ακούει. Ούτε το άλλο μου πόδι μ’ ακούει που του λέω να κουνηθεί.

Μάλλον το μυαλό μου χάλασε και δε μπορεί να δώσει διαταγές στα πόδια μου.
Τα χέρια μου τα κουνάω κανονικά, αλλά κάθε μεγάλη κίνηση που κάνω, με κουράζει.
Όταν κουράζομαι πολύ, κλείνω τα μάτια. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν τα ξανανοίγω, βρίσκω ανθρώπους καμιά φορά στο δωμάτιο.

Τώρα είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Παράξενο. Εγώ θυμόμουν πως πριν κλείσω τα μάτια μου, καθόμουν στην καρέκλα , σ’ εκείνη που βλέπει στην πόρτα.
Ακόμα διψάω. Λέω δυνατά, νερό, και η κοπέλα με το χαμογελαστό πρόσωπο σηκώνεται και μου λέει: «Τι καλά! Ξύπνησες μητέρα, νιώθεις καλύτερα»;
«Να σηκωθώ, όλο ξαπλωμένη είμαι», της λέω.
Πάλι μπέρδεψε τα δωμάτια η καημενούλα, αλλά δε θα της πω ότι κάνει λάθος. Εγώ δεν έχω παιδιά. Δε θα τα θυμόμουν αν είχα;
Με βοήθησε πολύ τρυφερά να σηκωθώ. Με βοήθησε να φορέσω τη ρόμπα μου. Δική μου πρέπει να είναι αυτή η ρόμπα. Μ’ αρέσει το χρώμα της. Είναι απαλή και μυρίζει όμορφα. Μυρίζει καθαριότητα και αγάπη.
Μετά με βοήθησε να σηκωθώ και να καθίσω στην πολυθρόνα, σ’ αυτή που έχει ρόδες και βλέπει έξω στον κήπο.
«Θέλω να βγω έξω», λέω σ’ αυτήν που μ’ αποκαλεί συνέχεια μαμά και μου απαντά: «Ναι φυσικά, ο καιρός είναι θαυμάσιος, πάμε μια βόλτα στον κήπο μητέρα».
Είναι πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με τις ρόδες.
Μόλις βγαίνουμε απ’ το δωμάτιο κοντοστέκεται και με ρωτάει: «Θέλεις να συνεχίσουμε την ιστορία που σου άρεσε τόσο πολύ χθες;».
Ντράπηκα να της πω ότι δε θυμόμουν το χθες, ούτε την ιστορία που μου διάβασε.
Με το ηλικιωμένο μου χέρι, της έγνεψα όχι. Είναι τόσο ευγενική και χαμογελαστή, δεν αξίζει να τη στεναχωρήσω.

Πήγαμε έξω, ο κήπος ήταν χάρμα οφθαλμών. Εκείνη βολεύτηκε σε ένα παγκάκι κι εγώ έμεινα καθισμένη στην πολυθρόνα μου που είχε ρόδες. Πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με τις ρόδες.
Μετά από λίγο ρώτησε αν κρυώνω. Δεν ξέρω, της απάντησα αφού δεν ήξερα, αλλά το μετάνιωσα που άνοιξα το στόμα μου.
Τη στενοχώρησα άθελά μου. Το κατάλαβα γιατί το βλέμμα της σταμάτησε να χαμογελά, για λίγο, μα εγώ πρόλαβα και το είδα.

Άρχισα πάλι  να σκέφτομαι αν είναι πράγματι κόρη μου, όπως λέει. Αν όμως είναι κόρη μου, τότε εγώ, πρέπει να είμαι μια πολύ κακή μάνα που δε θυμάται το παιδί της.
Δεν το κάνω όμως επίτηδες. Τ’ ορκίζομαι. Δε θυμάμαι αν γέννησα παιδιά. Δε θυμάμαι ούτε πόσο χρονών είμαι, δε θυμάμαι ούτε ποια είμαι τις περισσότερες μέρες. Όμως ποτέ δε ρωτάω να μάθω.
Είναι ντροπή να μη θυμάσαι ποιος είσαι και να ρωτάς ξένους για να σου πουν.

Όταν ντρέπομαι, τα χέρια μου τρέμουν λιγάκι. Για να μην τα δει η χαμογελαστή γυναίκα, κόρη μιας ξένης γυναίκας, γύρευε τώρα ποιανής, τα έκρυψα μέσα στις φαρδιές τσέπες της ρόμπας μου.
Στη μία τσέπη είχε μέσα είχε ένα φάκελο. Τον έβγαλα έξω και γύρισα να ρωτήσω την κοπέλα αν ήταν δικός μου, μα δεν καθόταν στο παγκάκι δίπλα μου.
Ήταν παραδίπλα, όρθια, και μιλούσε πολύ σοβαρά με ένα κύριο που φορούσε άσπρη ρόμπα.
Θα ήταν αγένεια να τους διακόψω, γι’ αυτό άνοιξα το φάκελο και έβγαλα από μέσα κάτι χαρτιά και μερικές φωτογραφίες.
Σε όλες, ήταν μια γυναίκα, άγνωστη σε μένα. Σε μερικές ήταν αγκαλιά με ένα άνδρα και σε άλλες είχε στην αγκαλιά της ένα παιδί. Τις κοίταξα καλά όλες, μία - μία.
Μια φωτογραφία μου έκανε τη μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και την κοίταξα περισσότερη ώρα. Ήταν εκείνη η άγνωστη γυναίκα και κρατούσε ένα μικρό παιδί απ’ το χέρι. Ένα κοριτσάκι, που έτρωγε παγωτό και είχε λερώσει το προσωπάκι και τα ρούχα του. Η μαμά του πρέπει να ήταν. Το κοιτούσε και χαμογελούσε. Κι εκείνο της χαμογελούσε και έμοιαζε ευτυχισμένο τρώγοντας το παγωτό του. Πρέπει να ήταν καλή μαμά και να το αγαπούσε πολύ το παιδάκι της, γι’ αυτό δε θύμωσε μαζί του που λερώθηκε με το παγωτό.

Όσο κοιτούσα το κοριτσάκι της φωτογραφίας, ένιωθα ένα κόμπο να με πνίγει στο λαιμό. Αυτό το χαμόγελο, νομίζω πως κάτι μου θυμίζει, μα όσο και να προσπαθώ να θυμηθώ, δεν τα καταφέρνω.
Το μυαλό μου πρέπει να έχει χαλάσει για τα καλά. Πονάει αβάσταχτα πάλι το κεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά.  Για να φύγει ο πόνος, αποκοιμήθηκα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 20-8-2017 

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ KAIRLOV - ΠΕΜΗ ΓΚΑΝΑ - 2016 -ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ


Ξεκίνησα να διαβάζω το KAIRLOV, το πρώτο βιβλίο της Πέμη Γκανά, μιας πολλά υποσχόμενης και πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως, έχοντας στο μυαλό μου την επιείκεια, μα και τη δικαιοσύνη στην αξιολόγησή μου.
Ομολογώ πως με εξέπληξε πολύ ευχάριστα με την όμορφη γλώσσα που μεταχειρίζεται και τα πολύ σωστά ελληνικά.
Είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο, με ιδιαίτερη και αγωνιώδη πλοκή που σε αναγκάζει να το διαβάσεις απνευστί. Είναι γεμάτο υπέροχες περιγραφές τοπίων και με μια ιδιαίτερα οξυδερκή ανάλυση, φωτίζει την ψυχολογία των ηρώων. Οι περιγραφές διαρκούν τόσο, όσο για να κεντρίσουν τη φαντασία, χωρίς να είναι κουραστικές ή με περιττές λεπτομέρειες.

Η εξιστόρηση της ασυνήθιστη ζωής της ισχυρής οικογένειας των Καρλόφσκι ξεκινά σαν παραμύθι, με αφηγήτρια την κεντρική  και βασική ηρωίδα, Αναστασία Ιβάνοβνα Καρλόφσκι.
Λευκορωσία, 19ος αιώνας. Αυτοκρατορία, Αγία Πετρούπολη, τσάροι, τσαρίνες, δούκισσες, σαμοβάρια, αυστηρά εθιμοτυπικά πρωτόκολλα, μητρότητα, αγωνία, αγάπη, αυτοθυσία.

Απρόσμενη, πρωτότυπη και ευφάνταστη η ιστορία που ξετυλίγεται με μαεστρία και στην εξέλιξή της  θαυμάζουμε τις έξυπνες ανατροπές. Το δε τέλος είναι ακόμα εξυπνότερο μα και ευρηματικό, ιστορία μέσα σε ιστορία.

Σε όλο το βιβλίο συναντάμε καλοδουλεμένες κινηματογραφικές σκηνές. Η πλοκή της ιστορίας το βοηθάει να γίνει ένα άριστο φιλμ νουάρ εποχής. Εύκολα μπορώ να το φανταστώ σαν ακριβή κινηματογραφική ταινία ή θεατρικό έργο αλλοτινής εποχής.

Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας της, η συγγραφέας, έγραψε ένα τόσο καλό βιβλίο που δύσκολα φαντάζεται κανείς πως είναι το πρώτο της. Αυτόματα, έβαλε τον πήχη της καριέρας της πολύ ψηλά και αναμένουμε να μας εκπλήξει εξίσου ευχάριστα και με το δεύτερο βιβλίο της.


Μαρία Φουσταλιεράκη 11-8-2017

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


Οι ερωτευμένοι ζουν πιο έντονα την κάψα του καλοκαιριού
και ιδρώνουν περισσότερο απ' τους ανέραστους θνητούς.

Τη μέρα, λιώνουν από ζέστη.
Τη νύχτα, λιώνουν από έρωτα.

Συμπόνεσέ τους Αύγουστε την ώρα που λυγίζουν και χωρίζουν!


Μαρία Φουσταλιεράκη 10-8-2017

ΟΛΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΑΣΥΝΔΕΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ


Στην αρχή σε χαλαρώνει με το τάχα αδιάφορο βλέμμα και μετά σε καθηλώνει με επίμονο φλερτ.
Ένας επίμονος κυνηγός είναι ο έρωτας,
σε αναγκάζει να του χαρίσεις την αμέριστη προσοχή σου.
Έπειτα, σε παίρνει απ' το χέρι και σε οδηγεί σε μια απολαυστική πραγματικότητα.
Μακριά από το αυτιστικό περιβάλλον που έφτιαξες με κόπο και που στο τέλος πείστηκες πως του ανήκεις.
Είναι σκληρή η πραγματικότητα που σου μαθαίνει κάθε φορά ο έρωτας.
Η μηχανική υποστήριξη δεν είναι ζωή, προμελετημένο έγκλημα είναι, αν είσαι αλλεργικός στη ηδονή και στις αλλαγές.
Παρόλο που κάθε πρωτοχρονιά, προσμένεις ν' αλλάξει ο κόσμος γύρω σου.
Όλο το χρόνο εξαργυρώνεις με τέχνη τις χαμένες προσευχές.
Όταν προσευχόσουν παλιά, τότε που ένιωθες κλινικά νεκρός, σ' άκουγε άραγε κανείς;
Όταν συγκρίνεις το σήμερα με το χθες, όλα μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους και
η πραγματικότητα πολύ νοσηρή για να επιτρέψεις στην απόλαυση να κοιτάξει τις λεπτομέρειες του προσώπου σου.
Φοβάσαι μη δει το ξένο χρέος που με συγκατάβαση χρόνια τώρα κουβαλάς.
Σήμερα που ξύπνησες πραγματικά, έκανες θρύψαλα όλους τους καθρέφτες που βρέθηκαν στο δρόμο σου.
Σε όλους, τα μάτια σου είχαν τη λάμψη των ερωτευμένων.

Μαρία Φουσταλιεράκη 9-8-2017

Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΗ ΜΙΛΙΑ ΤΟΥ


Το διαμέρισμα δόθηκε σε μεσιτικό γραφείο για να πουληθεί. Οι νέοι ιδιοκτήτες το είδαν από φωτογραφίες και τους άρεσε. Ανέθεσαν όλη τη διαδικασία σε δικηγόρο και επιπλέον ζήτησαν να ανακατασκευαστεί, να επιδιορθωθεί, να βαφεί και να καθαριστεί επιμελώς μέχρι να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα. Οικονομική ευχέρεια υπήρχε και δεν τσιγκουνεύονταν σε τίποτα. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, που είχε τα κλειδιά απ' τους προηγούμενους ενοίκους, ανέλαβε επί ικανοποιητική αμοιβή φυσικά, ν' ασχοληθεί με την ανακαίνιση του διαμερίσματος του ρετιρέ που καταλάμβανε ολόκληρο τον τελευταίο όροφο.

Τα έπιπλα της οικογένειας θα ερχόταν νωρίτερα, με μεταφορική, και έπρεπε όλα να βρίσκονται στη θέση τους έτοιμα να τους περιμένουν. Ο διαχειριστής δεν ήξερε σχεδόν τίποτα περισσότερο για τους νέους ενοίκους πέρα από τα τυπικά. Κάτι μισόλογα εισέπραξε από το δικηγόρο, όταν από περιέργεια ρώτησε, πως πρόκειται για μια κάπως ιδιόρρυθμη και ευκατάστατη οικογένεια, που απέκτησε περιουσία από το εμπόριο πολύτιμων λίθων στην Αφρική και πως αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα έπειτα από τον τραγικό χαμό του μικρού και μοναδικού παιδιού τους.

Τα μαστόρια είχαν τελειώσει με τις επισκευές και τα μερεμέτια και ο μπογιατζής είχε βάψει όλο το διαμέρισμα με το δεύτερο χέρι. Αύριο - μεθαύριο έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσει το καθάρισμα γιατί σε μια βδομάδα περίπου περίμεναν τα έπιπλα και τα υπάρχοντα της οικογένειας.
Στην πολυκατοικία, οι ένοικοι είχαν ενοχληθεί έντονα από το θόρυβο και την πολυήμερη αναστάτωση λόγω των εργασιών. Το είχαν ξηλώσει στην κυριολεξία και το είχαν μετατρέψει σε γιαπί.

Δυο μέρες μετά που ξεκίνησε η ανακαίνιση και αφού τα συνεργεία εργάζονταν σχεδόν νυχθημερόν, παραπονέθηκαν έντονα στο διαχειριστή κι εκείνος μετέφερε τα δικαιολογημένα παράπονα του κόσμου, όπως είπε, στο δικηγόρο.

Ο δικηγόρος ήταν άψογος επαγγελματίας και βρήκε αμέσως την ιδανική λύση στο πρόβλημα που προέκυψε. Η οικογένεια του είχε καταστήσει σαφές πως ήθελε να ‘χει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με όσους ζούσαν στην πολυκατοικία και δεν την απασχολούσε πόσο θα της κόστιζε να έχει ομαλή γειτνίαση.
Για την αναστάτωση που προκλήθηκε, ο δικηγόρος έκανε μια δωρεά, τόσο γενναιόδωρη, ώστε αντικαταστάθηκε το ασανσέρ που είχε παλιώσει, βάφτηκε μέσα κι έξω ολόκληρη η πολυκατοικία, στον κήπο, που ξηλώθηκε και φτιάχτηκε απ' την αρχή, τοποθετήθηκε παιδική χαρά και μικρή πισίνα, και επιπλέον κοινόχρηστη,  πλήρως εξοπλισμένη ψησταριά και πέτρινα τραπέζια και καθίσματα. Αυτό που τους χαροποίησε όμως περισσότερο απ’ όλα ήταν το ενιαίο σκέπαστρο που κατασκευάστηκε στο πάρκινγκ για να προφυλάσσονται τα αυτοκίνητα από όλες τις καιρικές συνθήκες.

Οι ένοικοι ευχαριστήθηκαν και δεν παραπονέθηκαν ξανά. Τα παράπονα όμως έδωσαν τη θέση τους στην περιέργεια και το αυξημένο κουτσομπολιό. Περίμεναν με αγωνία να έρθουν τα έπιπλα της οικογένειας για να τα δουν και μετά να καταφθάσει και η ίδια η οικογένεια.
Στην έκτακτη γενική συνέλευση που έγινε ειδικά για τα ζητήματα του ρετιρέ, όλοι συμφώνησαν, το διαμέρισμα να καθαριστεί από την κυρα - Θοδώρα, μια νεότατη χήρα γυναίκα, με ένα παιδάκι, άρρωστο.

Η κυρα-Θοδώρα ήταν μακρινή συγγενής της γυναίκας του διαχειριστή και είχε αναλάβει να καθαρίζει την πολυκατοικία εδώ και ένα χρόνο περίπου. Ήταν ευγενική, καθαρή, τακτική, αξιοπρεπής και πάντα έφερνε μαζί το παιδί στη δουλειά, δεν είχε κανέναν άλλο εκτός από κείνη στον κόσμο για να  το φροντίσει.
Πολλοί από τους ενοίκους, εκτιμώντας τη σοβαρότητα και τη δουλειά της, της είχαν δώσει μεροκάματο να καθαρίζει τα σπίτια τους.
Δεν το μετάνιωσαν. Τα σπίτια τους έλαμπαν από νοικοκυροσύνη και το αγοράκι της ποτέ δεν έκανε θόρυβο ή ζημιά. Δεν τους δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα ως τώρα.
Όση ώρα η μαμά του καθάριζε, συγύριζε και μαγείρευε στα ξένα σπίτια, εκείνο καθόταν ήσυχο σε μια γωνιά στο πάτωμα και έπαιζε με τ' αυτοκινητάκια του. Με μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα ή μια μπανάνα στο ένα χέρι και στο άλλο τ' αυτοκινητάκια του, έπαιζε ήσυχα. Ήταν ένα πολύ καλόβολο εξάχρονο αγοράκι.
Ήταν πολύ ήσυχο για την ηλικία του και είχε ένα βλέμμα σοβαρό, σα μεγάλου ανθρώπου.

Το καημένο, είχε χάσει τη μιλιά του από όταν πέθανε ο πατέρας του. Οι γιατροί που το παρακολούθησαν αμέσως μετά την κηδεία, είπαν πως είναι ψυχολογικό, από το σοκ που υπέστη και συνέστησαν αγάπη και υπομονή στη μάνα.
Με τον καιρό θα το ξεπερνούσε και θα άρχιζε πάλι να μιλάει, της είχαν πει. Δεν είχε κάτι παθολογικό για να γιατρευτεί.

Όταν συνέβη το τραγικό περιστατικό, η κυρα - Θοδώρα βρισκόταν στη δουλειά και ο πατέρας του έσβησε την ώρα που έπαιζε μαζί του με τ' αυτοκινητάκια. Το παιδί ήταν τότε 3 χρόνων και ολότελα ανήμπορο να καλέσει σε βοήθεια. Οι περισσότεροι, είπαν πως δεν κατάλαβε καν τι συνέβη, αλλά έκαναν λάθος.
Κατάλαβε και παρακατάλαβε ο Γιαννάκης τι συνέβη.
Ο μπαμπάς του κοιμήθηκε εκεί στο χαλί που έπαιζαν γιατί κουράστηκε. Τα ξημερώματα είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά, ήταν νυχτοφύλακας.
Μόλις ο μπαμπάς του έγειρε να κοιμηθεί, αυτό έμεινε ξαπλωμένο και ήσυχο δίπλα του, με ένα αυτοκινητάκι στο χέρι. Είχε μάλιστα σκεπάσει το πτώμα για να μην κρυώνει, με την κουβερτούλα που έφερε απ' το δωμάτιό του.
Αργά το απόγευμα που επέστρεψε η μαμά του αποκαμωμένη απ’ την κούραση, βρήκε τον πατέρα άκαμπτο και χλωμό και το παιδί ήσυχο, μα κατουρημένο και κλαμένο.
(συνεχίζεται....)


Μαρία Φουσταλιεράκη 8-8-2-17

Ο ΤΑΚΗΣ ΜΟΥ


Το ημερολόγιο λέει πως είναι Αύγουστος, ποιας χρονιάς, καμία σημασία δεν έχει, αφού όλες οι χρονιές είναι ίδιες για μένα.
Ξύπνησα πριν το ξυπνητήρι, το βάζω ακόμα και τις Κυριακές, δε μ' αρέσει ν' αφήνω τη ζωή μου στην τύχη.
Κανονικά, ανοίγω τα μάτια μου πέντε λεπτά πριν αρχίσει το ρολόι να ξυπνά την οικογένειά μου, συνήθεια που την απέκτησα όταν ήταν ακόμα μωρά τα παιδιά μου, όμως σήμερα, η αφόρητη ζέστη μ' έκανε να σηκωθώ πριν καλά - καλά ξημερώσει.
Σηκώθηκα έχοντας την αίσθηση πως δεν καλοκοιμήθηκα. Όλη νύχτα στριφογύριζα από την άπνοια και τα αγχωτικά όνειρα.

Έφτιαξα δυνατό καφέ και βγήκα στο μπαλκόνι. Πότισα το βασιλικό απ' το νερό που προόριζα να πιω και βολεύτηκα στην ψάθινη πολυθρόνα.
Διψούσα, αλλά προτίμησα ο βασιλικός να πιεί το νερό μου αντί για μένα, τακτική που εφαρμόζω γενικότερα στη ζωή μου. Πρώτα οι άλλοι και μετά εγώ.
Ήπια την πρώτη γουλιά καφέ, άναψα τσιγάρο και παρατηρούσα τον ουρανό. Άρχιζε να ξημερώνει. Ήταν ακόμα νωρίς, θ 'αργούσαν να ξυπνήσουν τα παιδιά.
Σπάνια είχα τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου.
Μονάχα τα βράδια που έπεφτα για ύπνο τελευταία, θεωρητικά μπορούσα να κάνω κάτι για μένα. Πολλές φορές καθόμουν να δω μια ταινία στην τηλεόραση ή διάλεγα ένα καλό βιβλίο για να διαβάσω.
Την ταινία την έβλεπα το πολύ μέχρι τη μέση κι απ' το βιβλίο διάβαζα με το ζόρι ένα κεφάλαιο. Η κούραση πάντα νικούσε τις επιθυμίες μου.

Είχα συμβιβαστεί όμως. Δεν παραπονιόμουν. Η ζωή είχε σταθεί επιεικής μαζί μου σε σχέση με άλλες γυναίκες, που άκουγα πόσο απελπισμένες ένιωθαν.
Εγώ δεν ήμουν ευτυχισμένη, αλλά δεν ήμουν ούτε και δυστυχισμένη.
Ήπια τον καφέ μου μηχανικά και ούτε κατάλαβα πότε κάπνισα τρία τσιγάρα. Όταν σκέφτεσαι, σπάνια απολαμβάνεις αυτό που κάνεις εκείνη την ώρα. Το σώμα μπαίνει στον αυτόματο πιλότο και δε μπορεί τίποτα ν' απολαύσει.
Όπως στον έρωτα. Ακόμα και κείνη την ώρα, συνήθως σκέφτομαι τις υποχρεώσεις τις επόμενης μέρας ή κάποια σημαντική δουλειά που δεν πρέπει να ξεχάσω.

Τον αγαπάω τον Τάκη μου και παλιά μου άρεσε πολύ όταν κάναμε έρωτα. Παλιά, πριν έρθουν τόσες πολλές υποχρεώσεις και παιδιά στη ζωή μας.
Ποτέ δε του το' χω πει.. Φοβάμαι μη νιώσει πως τον απορρίπτω σαν εραστή. Είναι το τελευταίο που του χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Είναι τόσο αγχωμένος με τη δουλειά. Το μαγαζί δεν πάει καλά και το κρατάει ανοιχτό με νύχια και με δόντια εδώ και δύο χρόνια. Άσε που έρχεται πτώμα στην κούραση κάθε βράδυ.
Από τότε που αναγκάστηκε να μειώσει το προσωπικό, είναι περισσότερο υπάλληλος παρά αφεντικό.
Ο Τάκης μου ποτέ δε συζητάει τα προβλήματα της δουλειάς. Δεν του αρέσει να τα φέρνει στο σπίτι μας, αλλά βλέπω τη διάθεσή του και καταλαβαίνω.
Βλέπω τις στοίβες με τους απλήρωτους λογαριασμούς και τις τραπεζικές επιστολές πάνω στο γραφείο του και καταλαβαίνω. Δε ρωτάω όμως. Μια δυο φορές που τον ρώτησα, μάζεψε τα χαρτιά βιαστικά, σαν μαθητή που τον έπιασαν να κάνει αταξία και μου είπε να μην ανησυχώ. Ήταν δική του δουλειά αυτή, εμένα η δική είναι να φροντίζω το σπίτι και τα παιδιά μας, είπε

Έτσι ήταν από πάντα ο Τάκης μου. Άξιος σύζυγος, καλός κουβαλητής και θαυμάσιος πατέρας. Γι' αυτό τον αγάπησα και τον σεβάστηκα όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια.
Όταν γνωριστήκαμε τον ερωτεύτηκα παράφορα. Το ίδιο κι κείνος. Μέχρι ν' αρχίσουν τα οικονομικά προβλήματα προσπαθούσαμε να κρατάμε αναμμένη τη φλόγα του έρωτά μας και τα καταφέρναμε περίφημα με διάφορα τεχνάσματα.
Σήμερα, φοβάμαι πως η ερωτική μας φλόγα έχει σβήσει σχεδόν τελείως. Αναμενόμενο ήταν. Έτσι όπως ζούμε σήμερα στον αυτόματο πιλότο τις ζωές μας, πού να μείνει μυαλό για έρωτες και ρομάντζα.

Σηκώθηκα να κάνω και δεύτερο καφέ, δεν τον ευχαριστήθηκα πολύ τον πρώτο. Ο ήλιος καίει, θα λιώσουμε και σήμερα απ' τη ζέστη. Κατέβασα τις τέντες.
Τον καημένο τον Τάκη μου σκέφτομαι, που θα οδηγεί το φορτηγό. Έφυγε από χθες, πήγε στην επαρχία μια μεγάλη παραγγελία, για να γλυτώσει το μεροκάματο του οδηγού.
Τα περισσότερα δρομολόγια έτσι τα κανονίζει εδώ και καιρό. Ξεκινάει από Παρασκευή βράδυ για να είναι πίσω στο μαγαζί το αργότερο τη Δευτέρα, με το άνοιγμα.

Δεν περνάνε με τίποτα οι μέρες όταν λείπει. Ευτυχώς που ζω στον αυτόματο πιλότο και δε νιώθω πολλά.
Φροντίζω τα παιδιά, κάνω μηχανικά τις δουλειές και το βράδυ πέφτω ξερή για ύπνο απ' την κούραση.
Κάτι πρέπει να κάνουμε όμως με τον Τάκη μου για ν' αλλάξει αυτή η κατάσταση.
Είναι αμαρτία. Είμαστε ακόμα τόσο νέοι. Είναι άδικο να παραιτηθούμε απ' τη ζωή μας και να ζούμε μόνο για τις υποχρεώσεις μας.

Έσβησα θυμωμένη το τσιγάρο στο τασάκι. Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρευτήκαμε. Δεν είναι αυτή η ζωή που μας αξίζει. Δεν πάει άλλο. Θα μιλήσω στον Τάκη. Θα νευριάσει μαζί μου στην αρχή και θ' αρνηθεί, αλλά θα επιμείνω μέχρι να τον πείσω αυτή τη φορά.
Όταν κλείσει το μαγαζί, δε θα πάμε με τα παιδιά στο εξοχικό, όπως κάθε χρόνο.
Όχι. Θα στείλω τα παιδιά στη μητέρα μου και θα πάμε οι δυο μας διακοπές σε ένα όμορφο νησί.

Δέκα χρόνια το λέμε και πάντα το αναβάλουμε, πάντα οι υποχρεώσεις είναι πιο σημαντικές. Δε λέω πως δεν είναι, αλλά είναι σημαντικότερο να βρούμε ξανά τους εαυτούς μας.
Από τον τόσο αυτόματο πιλότο που βάλαμε στη ζωή μας, κοντεύουμε να γίνουμε ρομπότ.
Όχι. Θα πάμε διακοπές φέτος. Θα περπατάμε χέρι - χέρι στα σοκάκια, θα κάνουμε έρωτα κάθε βράδυ και θα ξενυχτάμε συζητώντας όπως κάναμε τα πρώτα χρόνια.

Δε θα μου φέρει αντίρρηση με τέτοια επιχειρήματα ο Τάκης μου. Κι αυτός έχει φτάσει στα όριά του. Να θυμηθώ να πάω ν' αγοράσω καινούρια μαύρα δαντελωτά εσώρουχα πριν γυρίσει. Θα ξετρελαθεί ο Τάκης μου μόλις τα δει.

Μαρία Φουσταλιεράκη 7-8-2-17

Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Πραγματικά ευτυχισμένη, υπήρξα μόνο μ’ αυτό τον άνθρωπο και δε δίσταζα να του τ’ ομολογώ συχνά. Ήμουν ευτυχισμένη και το δήλωνα σε όλους, εγώ, που δεν είχα εύκολες τις βαρύγδουπες λέξεις στο λεξιλόγιό μου.
Ποτέ δε συμβιβαζόμουν εύκολα και με δυσκολία έκανα παραχωρήσεις στις απαιτήσεις μου. Επίσης,  ήμουν αρκετά κακομαθημένη απ’ το κανάκεμα όλων, σχέσεων και οικογένειας.
Κανάκεμα, για μένα σήμαινε, έντονες εκδηλώσεις αγάπης και προσοχής, ώστε να νιώθω με έργα και με λόγια, πόσο ξεχωριστή με θεωρούσαν οι άνθρωποι που με αγαπούσαν.

Με τον Άρη ήμασταν πολύ ερωτευμένοι. Ήμασταν αυτό που λένε οι τρίτοι, το ιδανικό ζευγάρι. Είχαμε μια υπέροχη σχέση γεμάτη ειλικρίνεια και σεβασμό, με έντονο ερωτικό πάθος και με ελευθερία στις προσωπικές μας ανάγκες.
Εκείνος, είχε την ατυχία να μείνει πολύ νωρίς ορφανός από μητέρα και στο πρόσωπο της δικής μου, είχε αναπληρώσει και με το παραπάνω τη χαμένη αγάπη της δικής του μάνας.
Παρόλο που ήμασταν αρκετό καιρό μαζί, κανείς απ’ τους δυο μας δεν είχε σκεφτεί σοβαρά το γάμο, αν και δε μπορούσαμε να φανταστούμε τα γεράματά μας χώρια. 
Ήμασταν ακόμα τόσο νέοι, είχαμε μεγάλη όρεξη για τη ζωή και είχαμε όλο το χρόνο μπροστά μας για παντρειές και οικογένεια.
Εξάλλου, με τις υποχρεώσεις που είχαμε δημιουργήσει και τον ελάχιστο χρόνο που μας έμενε, ήταν δύσκολο ακόμα και να συζήσουμε για την ώρα.

Εγώ ήμουν μια πετυχημένη επιχειρηματίας στο χώρο του εμπορίου, και εκείνος, ένα λαμπρό και ανήσυχο μυαλό με διακρίσεις και μεταπτυχιακές σπουδές στο χώρο της ιατρικής έρευνας.
Όλα κυλούσαν τέλεια στη σχέση μας. Είχαμε διαμορφώσει έτσι τις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις, ώστε καταφέρναμε συχνά να κάνουμε μέχρι και ολιγοήμερες αποδράσεις στην Ελλάδα. 
Λατρεύαμε τα ταξίδια σε απομακρυσμένα χωριά ή σε νησάκια που δεν είχαν ακόμα εκσυγχρονιστεί στο βωμό του τουρισμού.

Όλα κυλούσαν τέλεια. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά και χωρίς να το συζητήσει προηγουμένως μαζί μου, ο Άρης δέχτηκε μια θέση που του προσέφεραν σε ένα σπουδαίο ερευνητικό κέντρο στην Αμερική. Μου το ανακοίνωσε μόλις δυο μέρες πριν φύγει.
Σάστισα, δεν ήξερα πώς να νιώσω και πως ν’ αντιδράσω. Στα χρόνια που ήμασταν ζευγάρι, όταν κάποιος απ’ τους δυο έπρεπε να πάρει μια σοβαρή προσωπική ή επαγγελματική απόφαση, πρώτα το συζητούσε με τον άλλον.

Με όση ψυχραιμία μπορούσα να έχω μετά από ένα τέτοιο αιφνιδιασμό του το θύμισα, αλλά  μου απάντησε ψυχρά, πως δεν το συζήτησε με κανέναν, γιατί ήταν μια απόφαση που έπρεπε να πάρει αμερόληπτος. Μου εξήγησε πως αυτή η πρόταση του εξασφάλιζε την εκπλήρωση του απόλυτο ονείρου του.
Σ’ αυτό το ερευνητικό κέντρο, έχοντας στη διάθεσή του όλα τα νεώτερα επιτεύγματα της τεχνολογίας, με σκληρή δουλειά και αφοσίωση, θα γινόταν ένας ερευνητής που μπορεί να έβρισκε θεραπείες για φοβερές αρρώστιες που αποδεκάτισαν εκατομμύρια ανθρώπους ως σήμερα. 
Τον πίστεψα. Ήξερα πως ήταν τεράστια ευκαιρία γι’ αυτόν και δε σκόπευα να μπω εμπόδιο στα όνειρά του. 
Καταλάβαινα απόλυτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, του είπα πως ήμουν πρόθυμη να τον ακολουθήσω. Πως θα μπορούσα ν’ αναπτύξω την επιχείρησή μου στο εξωτερικό και να έρχομαι στην Ελλάδα όσο συχνότερα μπορούσα για να επισκέπτομαι την οικογένειά μου.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά χωρίς να το σκεφτεί. Μου είπε πως λυπάται, αλλά πως η σχέση μας έπρεπε να τελειώσει. Δέχτηκε αυτή τη δουλειά με τον όρο πως δε θα είχε προσωπική ζωή για τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Θα εργαζόταν νυχθημερόν και θα κοιμόταν μέσα στο ερευνητικό κέντρο, σε ένα ευρύχωρο και επιπλωμένο διαμέρισμα που θα του παραχωρούσαν.

Δε μπορούσα ούτε να διανοηθώ πως θα χωρίζαμε, ήμουν πολύ ερωτευμένη. Όχι. Δε θα δεχόμουν τόσο εύκολα την απόφαση που πήρε. Όμως όσες αντιρρήσεις και να προέβαλα, όσες ιδέες και να πρότεινα για να μη χαθεί αυτή η σχέση, εκείνος, εξακολουθούσε να είναι ανένδοτος.
Για να καθησυχάσει την ταραχή μου, μου είπε, πως δεν είχε πάψει στιγμή να μ’ αγαπά, πως ήμουν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ονειρευτεί για σύντροφο, πως ταιριάζαμε απόλυτα, αλλά πως δυστυχώς έπρεπε να χωρίσουμε.
Εγώ κατά τη γνώμη του, έπρεπε να βρω κάποιον άλλο και να κάνω νέα όνειρα μαζί του, γιατί μου άξιζε να είμαι πραγματικά ευτυχισμένη, με κάποιον που θα κοιμάται κάθε βράδυ στην αγκαλιά μου.

Έφυγα απ’ το ραντεβού μας μουδιασμένη. Ήταν απόλυτος και ανυποχώρητος στην απόφασή του. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν και όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Έκλαιγα. Την επόμενη μέρα του τηλεφώνησα και του ζήτησα να συναντηθούμε ξανά για να συζητήσουμε. Αρνήθηκε λέγοντας πως είναι ανώφελο. Δε θα άλλαζε γνώμη. Θύμωσα και του έκλεισα το τηλέφωνο, αφού πρώτα τον κατηγόρησα πως δε μ’ αγάπησε ποτέ, αφού με τέτοια ευκολία θυσίαζε τη σχέση μας.
Του ξανατηλεφώνησα την επόμενη μέρα που θα έφευγε, ήθελα να πάω μαζί του στο αεροδρόμιο, μήπως έστω την τελευταία στιγμή κατάφερνα να με πάρει μαζί του. Αρνήθηκε.
Έφυγε και δε μ’ άφησε ούτε στο αεροδρόμιο να πάω να τον αποχαιρετήσω.

Έκανα παραπάνω από δύο χρόνια για να συνέλθω απ’ το σοκ του χωρισμού. Έχασα το κέφι, έχασα το γέλιο μου και τη διάθεσή για ζωή. Η οικογένειά μου ανησύχησε τόσο, ώστε με παρότρυναν να δω κάποιον ειδικό. Ο ψυχίατρος με βοήθησε να ξανασταθώ στα πόδια μου, αλλά ο πόνος δεν έφευγε από μέσα μου. Ανασκουμπώθηκα και στρώθηκα στη δουλειά. 
Η δουλειά με βοήθησε ίσως περισσότερο και από τον ειδικό. Δούλευα 12 ώρες κάθε μέρα, για να μη μου μένει χρόνος να τον σκέφτομαι. Το  βράδυ, έπεφτα ένα πτώμα στο κρεβάτι και από τη σωματική κούραση δεν είχα κουράγιο να κλάψω.
Η σκληρή δουλειά έπιασε τόπο. Στα επόμενα χρόνια, η επιχείρησή μου εκτινάχθηκε στα ύψη, και μάλιστα βγήκα με μεγάλη επιτυχία στις αγορές του εξωτερικού. Την Αμερική την απέφυγα, προτίμησα την ασφάλεια της Ευρώπης.

Όλο αυτό το διάστημα, προσπάθησα επανειλημμένως να έρθω σε επαφή με τον Άρη, αλλά δεν κατάφερα να εντοπίσω κανένα ίχνος του. Από την πρώτη στιγμή αναζήτησα την οικογένειά του, τον πατέρα και μια ξαδέρφη που γνώριζα, μα κανείς τους δεν ήταν πρόθυμος να με βοηθήσει, αν και τους εκλιπαρούσα κάθε φορά.

Σήμερα, 6 χρόνια μετά, ο πόνος μειώθηκε αισθητά, αλλά δεν έφυγε τελείως.
Δεν είμαι όμως μόνη. Έχω μια σχέση με το Βασίλη, ένα καλό και έντιμο άνθρωπο που αγαπώ και νοιάζομαι, αλλά ποτέ δεν ερωτεύτηκα. Ο Βασίλης, με την καλοσύνη, την αισιοδοξία και το χιούμορ του, ήταν η αιτία να ξαναχαμογελάσω. Από την πρώτη στιγμή του μίλησα για τον Άρη, και τη σχέση που είχα μαζί του. Κατάλαβα πως ζήλεψε, αλλά προς τιμή του, όχι μόνο δεν το έδειξε, αλλά προσφέρθηκε να με βοηθήσει αν ήθελα να τον αναζητήσει κι εκείνος. Είχε επαγγελματικές σχέσεις με την πρεσβεία μας στην Αμερική και για χάρη μου θα ζητούσε τη συνδρομή τους αν το ήθελα πραγματικά. 
Αρνήθηκα, μα εκτίμησα πολύ αυτή τη χειρονομία του. Ανέβηκε περισσότερο στην εκτίμησή μου και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αποφάσισα να προχωρήσω σε σχέση μαζί του.

Είμαστε ζευγάρι δύο χρόνια και ποτέ ως τώρα δε μου χάλασε χατίρι. Με κάθε τρόπο μου δείχνει πως με λατρεύει και με πιέζει με έξυπνο χιούμορ να παντρευτούμε. Εγώ, κάθε φορά του αρνιέμαι γελώντας. Δεν επιθυμώ ν’ αλλάξει η σχέση μας, μου αρκεί να βρισκόμαστε μερικές φορές το μήνα, όταν φυσικά οι υποχρεώσεις μου το επιτρέπουν. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να ζήσω μαζί του ή να κάνω οικογένεια και παιδιά. Δε με πιέζει, ευτυχώς, έχει μεγάλη κατανόηση και υπομονή, αλλά νιώθω άσχημα που δεν είμαι εντελώς ειλικρινής μαζί του. Για να μην τον πληγώσω, δεν του λέω πως δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του. Ακόμα είμαι ερωτευμένη με τον Άρη.
Ξέρω πως αν του πω το ναι και τον παντρευτώ, θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να με κάνει ευτυχισμένη. Η οικογένειά μου τον λατρεύει για τον τρόπο που μου φέρεται, αλλά εγώ διστάζω.
Θα’ θελα να μπορέσω να τον ερωτευτώ πρώτα, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται με εκβιασμό.
Παρακαλάω μέσα μου, με το χρόνο, η ανάμνηση του Άρη να φύγει ώστε να μπορέσω να ερωτευτώ το Βασίλη.

Σήμερα αν με ρωτήσει κάποιος, αν είμαι ευτυχισμένη, δε θα απαντήσω ναι με ευκολία. Βεβαίως είμαι πολύ ευχαριστημένη απ’ τη ζωή μου, περνάω όμορφα με το Βασίλη, η επαγγελματική μου ζωή είναι πετυχημένη, αλλά μου λείπει ο έρωτας που ζούσα με το Άρη. Ξέρω πως μου κάνει κακό να συγκρίνω τον Άρη με το Βασίλη, μα δε μπορώ να τον ξεπεράσω.
Αυτές τις σκέψεις δεν τις μοιράζομαι με κανέναν, φοβάμαι πως θα με πουν αχάριστη, και ίσως να έχουν δίκιο.

Τώρα πια δεν είμαι θυμωμένη, ούτε τον κατηγορώ που θυσίασε τη σχέση μας για να εκπληρώσει το όνειρο της ζωής του. Έκανε καλά που δέχτηκε αυτή τη θέση στην Αμερική. Η προσωπική ανάπτυξη του καθενός είναι πολύ σημαντική, και δε θα’ θελα εξ αιτίας μου, να στερηθεί η ανθρωπότητα ένα λαμπρό επιστήμονα. Είμαι σίγουρη πως θα ‘χει διαπρέψει ως σήμερα, και όποτε ακούω ή διαβάζω για νέα επιτεύγματα στο χώρο της ιατρικής, ψάχνω με αγωνία μήπως δω το όνομά του.


Στο τέλος υπέκυψα στις αλλεπάλληλες προτάσεις του Βασίλη και στα παρακάλια της οικογένειάς μου και παντρευτήκαμε. Κάναμε μια σεμνή τελετή πριν λίγες μέρες στο Δημαρχείο, με λίγους φίλους και συγγενείς, μα αρνήθηκα όσο και αν με πίεσε η μητέρα μου, να φορέσω νυφικό.
Διάλεξα όμως ένα όμορφο λευκό φόρεμα, για να της κάνω εν μέρει το χατίρι.

Σήμερα, όσο περιμέναμε στο αεροδρόμιο ν’ ανακοινωθεί η πτήση μας, ο Βασίλης μου έκανε δώρο-έκπληξη ένα πολυτελέστατο γαμήλιο ταξίδι στο Παρίσι, με την άκρη του ματιού μου είδα κάποιον που έμοιαζε  με τον Άρη. Ταράχτηκα πολύ, μα προσπάθησα να μην το δείξω στον άνδρα μου. Του είπα πως έπρεπε να πάω στην τουαλέτα να ελέγξω το μακιγιάζ μου και έτρεξα πίσω απ’ τον άγνωστο. Ήταν πράγματι ο Άρης. Αν και αρκετά γερασμένος και ταλαιπωρημένος στην όψη, δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον αναγνωρίσω. 
Αιφνιδιάστηκε κι κείνος όσο και γω. Με αγκάλιασε με θέρμη, με φίλησε στο μάγουλο και μου ευχήθηκε συγχαρητήρια και πως εύχεται να είμαι πραγματικά ευτυχισμένη στο γάμο μου. Τραβήχτηκα απότομα από την αγκαλιά του. Τον ρώτησα εμβρόντητη πώς γνώριζε ότι είχα παντρευτεί. Δεν είχε πολύ χρόνο να μου εξηγήσει, είχε ήδη ανακοινωθεί η πτήση του για Αμερική και έπρεπε να επιβιβαστεί αμέσως στην πύλη. 
Μου είπε ήρεμα και χαμηλόφωνα πως παρακολουθούσε από μακριά τη ζωή μου τόσα χρόνια και πως δεν είχε πάψει στιγμή να με σκέφτεται και να μ’ αγαπάει. Τον ρώτησα με πικρία αν ήταν ευτυχισμένος και αν ακόμα εργάζεται στο ερευνητικό κέντρο. Χαμήλωσε τα μάτια και μου ζήτησε συγγνώμη γιατί αναγκάστηκε τότε να μου πει ψέματα. Ερευνητικό κέντρο και πρόταση για την Αμερική δεν υπήρξε ποτέ, όμως ήταν ο μόνος λόγος που θα δεχόμουν, χωρίς πολλές αντιρρήσεις, να χωρίσουμε. Ήξερε πως τον αγαπούσα πολύ και πως ποτέ δε θα στεκόμουν εμπόδιο στα όνειρά του.

Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Μου ζήτησε να χωρίσουμε, γιατί από καιρό ήταν πολύ άρρωστος και γνώριζε πως η αρρώστια του μπορεί να τον σκότωνε σύντομα. Με αγαπούσε τόσο πολύ, ώστε προτίμησε να τον μισήσω παρά να πονέσω με το χαμό του.
Στην Αμερική πήγαινε και πηγαίνει ακόμα τακτικά. Από τότε, παίρνει μέρος σε πειραματικές θεραπείες, στις οποίες ως εκ θαύματος, ο οργανισμός του ανταποκρίνεται θετικά. 
Με λυπημένο χαμόγελο μου αποκάλυψε πως είναι ιατρικό θαύμα το ότι ζει ως σήμερα.
Όλη αυτή την  ώρα που μιλούσε, τον άκουγα αμίλητη. Μόλις πήγα ν’ ανοίξω το στόμα μου, στα μεγάφωνα ακούστηκε η τελευταία αναγγελία της πτήσης του. Σηκώθηκε βιαστικά, με αγκάλιασε σφιχτά, μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και πάλι έφυγε μακριά μου.

Ένιωθα πως στην αίθουσα αναμονής δεν υπήρχε αρκετό οξυγόνο, νόμιζα πως θα λιποθυμήσω. Με δυσκολία στεκόμουν όρθια στα πόδια μου και τρεκλίζοντας κατευθύνθηκα στις τουαλέτες για να πλύνω το πρόσωπό μου. Εκεί μέσα ξέσπασα σε κλάματα.

Μόλις συνήλθα λιγάκι, πήγα να βρω το Βασίλη. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να του τα πω όλα, αλλά δεν το έκανα. Ήξερα πως αν του μιλούσα θα του κατέστρεφα το γαμήλιο ταξίδι και ήταν απέναντί μου πολύ καλός, δεν το άξιζε. Είδε τα κλαμένα μάτια μου και με ρώτησε αναστατωμένος τι μου συνέβη στην τουαλέτα. Προφασίστηκα πως μου προκάλεσαν αλλεργική αντίδραση τα μαντηλάκια ντεμακιγιάζ που αγόρασα το πρωί. Με πίστεψε. Δεν είχε λόγο να μη με πιστέψει. Η σχέση μας ως τώρα βασιζόταν στην ειλικρίνεια και την εντιμότητα. Μάλιστα εξοργίστηκε και μου ζήτησε αν ήθελα να προβούμε σε μήνυση εναντίον του κατασκευαστή.
Τον καθησύχασα πως μέχρι να φτάσουμε στο Παρίσι, θα έχει συνέλθει εντελώς το πρόσωπό μου.

Στις 3 ώρες και 15 λεπτά που διήρκησε η πτήση μας, προσποιήθηκα πως κοιμόμουν. Ήταν απόλυτη ανάγκη να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Ήταν ανάγκη να καθησυχάσω την καρδιά μου που χτυπούσε ακόμα σαν τρελή για τον Άρη.
Έπρεπε να σκεφτώ τι θα έκανα μόλις θα τελείωνε το γαμήλιο ταξίδι μου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 5-8-2017