Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΕΝΑΣ ΧΥΔΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

                                                        Untitled by Thomas Woodruff

Προτιμούσε να πιστεύουν γι' αυτόν πως ήταν αντικοινωνικός, παράξενος, ακόμα και μισάνθρωπος παρά να ξέρουν την αλήθεια.
Ζούσε απομονωμένος στο σπίτι του και έβγαινε μόνο για τα απαραίτητα: ψώνια, δοσοληψίες με υπηρεσίες, μια σύντομη βόλτα στο βουνό.
Βγήκε νωρίς στη σύνταξη, από ανάγκη, όχι από επιλογή. Δεν γινόταν διαφορετικά.
Από όταν αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή δεν είχε παρευρεθεί σε καμία εκδήλωση των πρώην συναδέλφων, έσκιζε τα προσκλητήρια γάμου όταν πάντρευαν τα παιδιά τους οι παλιοί γνώριμοι και δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα σε χρονιάρες μέρες ή την μέρα της γιορτής του.
Ο κόσμος άρχισε να πιστεύει πως ήταν αναίσθητος ή ακόμα και άκαρδος, έλεγαν πως η ανθρωπιά του έκανε φτερά από όταν βγήκε στην σύνταξη και πως τη θέση της πήρε μια παράξενη και σκοτεινή απομόνωση.
Συχνά πυκνά αυτοί που θυμόταν ακόμα την ύπαρξή του έλεγαν πως ίσως γερνούσε και παραξένευε χρόνο με το χρόνο αλλά και πως άλλαξε πολύ από τότε που έκαναν παρέα, πως δεν τον θυμόταν έτσι άξεστο και άλλα τέτοια κουβέντιαζαν πίσω από την πλάτη του.
Στον ίδιο, κατάματα, δεν τολμούσαν να πουν κάτι, άλλωστε με κανέναν δεν είχε κρατήσει τόσο στενές επαφές.
Οι συγγενείς, πρώτου βαθμού δεν είχε, τον ξέχασαν κι αυτοί με τον καιρό και τα χρόνια περνούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά.
Η κατοικία του βρισκόταν σε μία από τις ελάχιστες εκτάσεις της πόλης που δεν κατάφεραν να γίνουν οικόπεδο και είχε μετατρέψει το κτήμα του σε παράδεισο δέντρων, λουλουδιών και μυριστικών. Ένα μυρωδάτο και πολύχρωμο μωσαϊκό που θα το ζήλευε ακόμα κι ένας επαγγελματίας διακοσμητής εξωτερικών χώρων.
Μέσα στο σπίτι υπήρχαν βιβλιοθήκες, παλιά ξύλινα έπιπλα και χοντροί τοίχοι που άφηναν τους θορύβους του πολιτισμού έξω απ' αυτό.
Η τεχνολογία έλειπε παντελώς από όλα τα δωμάτια.
Ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε καν τηλέφωνο δεν υπήρχε πουθενά μέσα στο σπίτι. Καμία χυδαία εισβολή της κοινωνίας που αρεσκόταν να κοιτά μέσα από ξένες κλειδαρότρυπες
Μέρα νύχτα στο σπίτι ακουγόταν μουσική, τις περισσότερες φορές κλασσική.
Δεν ήταν από πάντα μισάνθρωπος, ούτε είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό του να ζει ολομόναχος και απομονωμένος.
Κάποτε ήταν κι αυτός ένας φυσιολογικός σύγχρονος άνθρωπος, όσο φυσιολογικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που ζει σε μια ταραγμένη και θορυβώδη μεγαλούπολη.
Ένα πρωί ξύπνησε και αποφάσισε πως αυτός ο κόσμος ήταν πολύ χυδαίος και πως δεν μπορούσε άλλο να τον ανεχτεί. Ζήτησε, τηλεφωνικά, άδεια άνευ αποδοχών και την επόμενη κι όλας μέρα ξεκίνησε τις απαραίτητες διαδικασίες για να βγει πρόωρα στη σύνταξη.
Έκτοτε αποσύρθηκε στο σπίτι του. Η έγνοια του από δω και πέρα ήταν τα ζιζάνια στον κήπο και οι ήρωες των βιβλίων που τον συντρόφευαν.
Είχε γράψει και εκείνος ένα μυθιστόρημα. Το ένα και μοναδικό χειρόγραφο το είχε παραδώσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του με την παράκληση να το εκδόσει είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στο βιβλίο μιλούσε για έναν άνδρα που διαγνώστηκε με μία πολύ σπάνια αρρώστια η οποία σταδιακά οδηγούσε στην τρέλα ή ακόμα και την αυτοκτονία.
Το παράξενο ήταν πως δεν είχε κανένα σωματικό σύμπτωμα αυτή η ύπουλη ασθένεια
ή κάποιο εμφανές χαρακτηριστικό.
Ο ασθενής νοσούσε καθημερινά σε συναισθηματικό επίπεδο και όταν οι κρίσεις ήταν έντονες γινόταν και αβάστακτα επώδυνες.
Το παράξενο αυτό αυτοάνοσο καθιστούσε τον ασθενή ευάλωτο στον πόνο των ανθρώπων. Για την ακρίβεια γινόταν μια ανθρώπινη χοάνη που ρουφούσε σαν μαγνήτης τον ψυχικό πόνο όποιου ανθρώπου στεκόταν απέναντι και τον κοιτούσε στα μάτια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-12-2018

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΤΟΛΕΣ

                                                                                    Andrey Remnev


Οι άνθρωποι με τις στολές μόλις είχαν φύγει από το δωμάτιο. Έμεινα εγώ, μόνη, να κοιτάζω το ταλαιπωρημένο μου κορμί από ψηλά. Μου φαινόταν παράξενο που δεν πονούσα πια. Ο βόμβος των μηχανημάτων είχε σωπάσει. Τις ελάχιστες στιγμές που ο πόνος καταλάγιαζε στα σωθικά μου, ο οξύς τους ήχος με ενοχλούσε. Κόντευε να με τρελάνει μερικές φορές.
Ήρθε η ίδια νοσοκόμα που μου σκούπισε στο τέλος το στόμα. Στάθηκε στην πόρτα και με ένα νεύμα έδειξε προς το μέρος μου.
Η ηρεμία πριν την τρικυμία. Είχε έρθει η οικογένειά μου. Με διστακτικά βήματα πλησίασε ο γιος μου στο κρεβάτι. Βουβός. Κοίταξε αμίλητος το άψυχο κορμί και ύστερα χάιδεψε ελαφρά το μάγουλό μου. Βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Το ήξερα καλά το παιδί μου. Τα χαρακτηριστικά τού προσώπου του ήταν αλλοιωμένα. Πονούσε πολύ. Έσφιγγε τα χείλη του και κρατούσε συνέχεια σε κλειστή γροθιά τα χέρια του. Αυτό σήμαινε πως ήταν θυμωμένος.
Εγώ, κολλημένη ανάσκελα στο ταβάνι, παρακολουθούσα τα πάντα χωρίς να νιώθω τίποτα. Ίσως όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, να πεθαίνουν και τα συναισθήματα μαζί τους. Δεν ξέρω. Ξέρω όμως σίγουρα πως ο γιος μου ήταν θυμωμένος με μένα. Πιθανόν το σοκ που υπέστη όταν του τηλεφώνησαν από τη μονάδα εντατικής για να του αναγγείλουν πως τελείωσα, να ήταν ισχυρότερο από το θυμό επειδή τον άφησα μόνο του στη ζωή.
Τις τελευταίες εβδομάδες αρνούνταν να πιστέψει πως το τέλος ερχόταν και μάλιστα καλπάζοντας. Αντιθέτως, πίστευε πως θα ζούσα, αν όχι πολλά χρόνια ακόμα, έστω μερικούς μήνες.
Έκλεινε τ' αυτιά όταν όλοι γύρω του τον προετοίμαζαν για το αντίθετο. Ούτε και εγώ πρόλαβα να μιλήσω στο παιδί μου για το τέλος, να τον προετοιμάσω πως έρχεται σύντομα. Η αρρώστια με βρήκε νέα, απροετοίμαστη και άοπλη από άποψη χρόνου.
Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο η κόρη μου. Κοίταξε πρώτα το σώμα μου και μετά τον αδερφό της που στεκόταν σαν στήλη άλατος μπροστά μου. Τον αγκάλιασε σφιχτά από πίσω και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. Εκείνος, θαρρείς και ξύπνησε απότομα από βαθύ λήθαργο, την αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει.
Κλάψε, του έλεγε, καθώς τον χάιδευε τρυφερά στην πλάτη. Με το ένα χέρι παρηγορούσε τον αδερφό της και με το άλλο, όσο έφτανε, χάιδευε τα μαλλιά μου. Επιτέλους έπαψες να πονάς, έλεγε τρυφερά, με ερεθισμένα μάτια. Σίγουρα είχε κλάψει. Το ξέρω καλά το παιδί μου. Είχε κλάψει νωρίτερα για να είναι δυνατή τώρα που έπρεπε να στηρίξει τον αδερφό της.
Δεν έμεινα παραπάνω στο δωμάτιο. Είχα κάνει το χρέος μου. Πέταξα ανάλαφρη μακριά ξέροντας πως τα παιδιά μου θα τα κατάφερναν μια χαρά χωρίς εμένα. Μια ολόκληρη ζωή τα εκπαίδευα, ως όφειλα, γι' αυτή τη συγκεκριμένη άχαρη στιγμή.

Μαρία Φουσταλιεράκη 8-12-2018

ΓΕΡΟ ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ

                                                       La Pedicura - Walter Bondy - 1909


Ο χώρος φωτιζόταν μονάχα από μια μικρή απλίκα που βρισκόταν πάνω από το κρεβάτι και έριχνε ένα, πρασινωπό σαν μούχλα, φως μέσα στο δωμάτιο.
Ο βιαστικός πελάτης κάθισε στην καρέκλα και έβγαλε τα παπούτσια του. Δικαιολογήθηκε πως τον είχαν πεθάνει οι κάλοι του. Μετά έβγαλε το καπέλο που φορούσε και το ολόλευκο μαντήλι που φύλαγε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Στη συνέχεια χτένισε με επιμέλεια το λευκό μουστάκι του με μια μικρή χτενούλα που έβγαλε από τη δεξιά τσέπη του σακακιού του. Την παρακάλεσε για ένα ποτήρι νερό. Ήταν ώρα, λέει, να πάρει τα χάπια για την καρδιά του.
Η κοπέλα τού πρόσφερε ένα καθαρό ποτήρι και του έδειξε την κανάτα στο κομοδίνο που ήταν γεμάτη.
Τον ρώτησε αν αισθάνεται καλά και μήπως ήθελε να φωνάξει τη μαντάμ. Φοβήθηκε. Το μόνο που της έλειπε απόψε ήταν να πεθάνει το χούφταλο στην αγκαλιά της και να την τρέχουν.
Το αποφάσισε. Το πρωί θα ξεσήκωνε και τις άλλες και θα έβαζαν βέτο στην αφεντικίνα τους για το όριο ηλικίας των ανδρών που δεχόταν στο σπίτι. Δουλειά τους ήταν να τους εξυπηρετούν όλους μα κάπου έπρεπε να σταματήσει το κακό με τους ηλικιωμένους σαλιάρηδες που ερχόταν με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο χέρι ανάμεσα στα σκέλια τους για να προσποιηθούν τους άντρες. Ανενεργή από χρόνια ήταν η χειροβομβίδα μέσα στο παντελόνι τους.
Όσο τους φανταζόταν να φιλάνε και να αγκαλιάζουν τα εγγόνια τους με τα ίδια τρεμάμενα και αηδιαστικά χέρια που πασπάτευαν το κορμί της τής ερχόταν αναγούλα.
Ετούτος απόψε έδειχνε χειρότερος από τους άλλους γιατί φαινόταν πολύ γέρος και πάρα πολύ φλύαρος.
Αφού ξαναβρήκε την αναπνοή του και έπαψε να γκρινιάζει πως το σπίτι δεν είχε ασανσέρ, έβγαλε το σακάκι του και ήρθε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού.
Είχε πληρώσει καλά και δεν μπορούσε να τον διώξει στο εικοσάλεπτο. Δυο ώρες φλυαρούσε ακατάπαυστα για τις ένδοξες κατακτήσεις των νιάτων του και για τα παροιμιώδη τσιλιμπουρδίσματά του ως παντρεμένος.
Τα παραμύθια που της έλεγε με την όλο νοσταλγία φωνή του τη νανούριζαν και κόντεψε πολλές φορές ν' αποκοιμηθεί.
Κατά διαστήματα πεταγόταν και έκανε τάχα πως τον άκουγε με προσοχή και όταν επιτέλους τους χτύπησε την πόρτα η μαντάμ, ο γέρο δον ζουάν της έβαλε στο χέρι ένα πάκο χαρτονομίσματα επειδή ήταν, λέει, τόσο καλή και ευγενική ακροάτρια.
Όσο μετρούσε το ανέλπιστο δώρο αναθεώρησε. Το πρωί δεν θα έκανε παράπονα στη μαντάμ για τους σιχαμένους γέρους που της έστελνε στο δωμάτιό της.

Μαρία Φουσταλιεράκη 3-12-2018

ΠΤΗΣΕΙΣ

                                                              Otar Imerlishvili, flight


Είχε κι αυτή την ιδιοτροπία να φοράει χειμώνα καλοκαίρι ξυπόλυτος τα παπούτσια του.
Σε όσους το παρατηρούσαν έλεγε πως του άρεσαν οι χάρτες που δημιουργούσαν οι ρωγμές της σόλας στις γυμνές πατούσες του.
Μια φορά που 'χε χιονίσει παντού, ακόμα κι ως την άκρη της αυλής, τον ρώτησα αν κρύωναν ποτέ τα δάχτυλά του.
Μονάχα το μικρό μου, απάντησε σκεπτικός.
Πάντα κρυώνει το μικρό μου δαχτυλάκι όταν χιονίζει, συμπλήρωσε με σιγουριά, μα θέλει να γίνει κάποτε εξερευνητής και δεν το παραδέχεται φωναχτά σε ξένους.

Μαρία Φουσταλιεράκη 2-12-2018

ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΡΕΣΕΝΤΟ

                                                       Πίνακας: Catrin Welz-Stein


Η ζωή είναι ένα ατέλειωτο ερωτικό κρεσέντο.
Λικνιζόμαστε και μεγαλώνουμε.
Χορεύουμε και ωριμάζουμε.
Κάθε ώρα.
Συνεχώς.
Αποκτάμε την πολύτιμη σοφία.
Με μια ωρίμαση
χωρίς αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες.
Με μια σοφία σεμνή.
Αθόρυβη.
Ατσαλάκωτη.
Ανολοκλήρωτη.
Χάρη στο σμίξιμο και στη σύλληψη μιας ιδέας.
Χάρη στον ήλιο που ζεσταίνει και ανθίζει τους ανθρώπους.
Και χάρη στο φεγγάρι.
Που παρηγορεί τα γυμνά κορμιά.
Που τα φωτίζει ώσπου να γίνουν ναοί προσκυνητών.
Εκεί όπου ξυπόλητοι και ασκεπείς γιορτάζουμε,
οι θνητοί, την ανάμνηση της γέννησής μας.


Μαρία Φουσταλιεράκη 27-11-2018

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

Η ΡΟΥΤΙΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

                                        Princesses oubliées ou inconnues by Rebecca Dautremer


Με το ζόρι κουβαλούσε το κορμί του ως το σπίτι. Μισούσε τόσο πολύ τις καθημερινές. Μια επαναλαμβανόμενη κουραστική και αδιάφορη ρουτίνα ήταν όλες οι μέρες του: ξυπνούσε στις 5:30 το πρωί, έτρωγε μια φέτα σκέτο ψωμί, έπινε ένα δυνατό ρόφημα με ζάχαρη και έφευγε να πάει στη δουλειά του.
Στη στάση συναντούσε πάντα τους ίδιους ανθρώπους, το λεωφορείο περνούσε πάντα την ίδια ώρα το πρωί και πάντοτε την ίδια ώρα το βράδυ.
Αν κρατούσε ημερολόγιο κάθε σελίδα θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Τις καθημερινές, όχι τις Κυριακές. Γιατί τις Κυριακές ζούσε αλλιώς. Δεν έβαζε ξυπνητήρι, ξυπνούσε ό,τι ώρα ήθελε, έτρωγε μεσημεριανό στη θέση του πρωινού και έπινε σκέτο καφέ αντί για δυνατό και γλυκό τσάι.
Κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα δεν ξεμύτιζε καθόλου από το σπίτι και άκουγε δυνατά κλασσική μουσική ως αργά τη νύχτα.
Κάθε δεύτερη Κυριακή όμως, στις 19:00 το απόγευμα έφτανε έγκαιρα στη στάση για να επιβιβαστεί στο λεωφορείο που θα τον οδηγούσε στην πιο πολυσύχναστη πλατεία της πόλης.
Εκεί, πουλούσε όλους τους πίνακες που είχε φτιάξει την προηγούμενη Κυριακή και έπειτα επέστρεφε ικανοποιημένος στο σπίτι του, περασμένα μεσάνυχτα, με το τελευταίο δρομολόγιο. Οι άνθρωποι αρχικά άκουγαν με δυσπιστία αλλά μετά με τεράστια έκπληξη πως μπορούσαν να δώσουν όσα χρήματα ήθελαν - ή και καθόλου αν δεν τους περίσσευαν - προκειμένου ν' αποκτήσουν τους θαυμάσιους πίνακες αυτού του ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη.
Όταν πέθανε ο ζωγράφος, οι τυχεροί συγγενείς κληρονόμησαν εκατοντάδες μικρά και δεκάδες μεγαλύτερα έργα.
Ευτυχώς οι ευγνώμονες κληρονόμοι προστάτεψαν τη μνήμη του ευεργέτη τους: Ποτέ κανείς δεν έμαθε πως ο εκκεντρικός ζωγράφος που ζούσε απομονωμένος και που ήταν αφιερωμένος ψυχή τε και σώματι στην τέχνη του, και που τα έργα του δημοπρατήθηκαν σε εξωφρενικές τιμές, μετά το θάνατό του, ήταν ένας άνθρωπος που έτρεμε τη συναναστροφή με τον κόσμο γιατί δεν ήθελε να αποκαλυφθεί ποτέ το πάθος του.
Την ώρα που ζωγράφιζε φορούσε γυναικεία ρούχα.
Πέθανε μια Κυριακή πρωί φορώντας ένα καλοραμμένο κόκκινο ταγιέρ, ασορτί παπούτσια και ένα ασημογκρί μεταξωτό φουλάρι. Στον τελειωμένο πίνακα στο καβαλέτο βρισκόταν η πρώτη και η τελευταία προσωπογραφία του καλλιτέχνη σε προχωρημένη ηλικία. Μόλις είχε στεγνώσει η υπογραφή του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 20-11-2018

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Ο ΙΑΚΩΒΟΣ

                                                                  Renè Magritte - Memoria (1948)


Πάλι βρέθηκε με μια μεγαλόπρεπη και ντροπιαστική στύση μα συνέχισε να σαπουνίζει τα μεριά της όπως έκανε αδιαμαρτύρητα κάθε βδομάδα.
Τα χέρια του δούλευαν μεθοδικά, γρήγορα και επιδέξια. Μπορούσε ακόμη και με λιγοστό φως να την σαπουνίσει, το σφουγγάρι είχε γίνει προέκταση του χεριού του, αναγνώριζε κάθε πτυχή, κάθε ζάρα, κάθε εξόγκωμα και κάθε βαθούλωμα στο γέρικο κορμί.
Ο Θεός θα με κάψει, σκεφτόταν, και πίεζε με τον αγκώνα το όργανό του να μετακινηθεί μέσα στο ασφυκτικό παντελόνι.
Χρόνια τώρα ένιωθε ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος πάνω στη γη κι ας μην διέπραξε ποτέ καμιά απ' τις αμαρτίες που του έκαιγαν το μυαλό.
Όμως δεν έφταιγε εκείνος. Δεν το ήθελε που το κορμί αντιδρούσε ερήμην του σαν πρόστυχος ηδονοβλεψίας.
Όταν συνέβαινε αυτό, τέλειωνε με βιαστικές και επιδέξιες κινήσεις τη δουλειά του ενώ δεν επέτρεπε στα μάτια του να σταθούν για πολλή ώρα στα σακουλιασμένα στήθη, στα χαλαρωμένα πισινά και στο γερασμένο αιδοίο. Τα προσπερνούσε όλα βιαστικά και σαπούνιζε τα επίμαχα σημεία με ταραχή και επίπονη ευχαρίστηση ανάμεσα στα πόδια του.
Πολλές φορές η ευχαρίστηση ήταν τόσο έντονα πιεστική που μ' ένα ακούσιο σπασμό λέρωνε το εσώρουχό του.
Τότε, ένιωθε διπλά και τριπλά αμαρτωλός και προσευχόταν γονυπετής για συγχώρεση κάθε βράδυ ώσπου να ξανάρθει η μέρα για το μπάνιο της κατάκοιτης μάνας.
Άσπρα έγιναν τα μαλλιά του Ιάκωβου και άλλη γυναίκα πέρα από τη μάνα του δεν είχε δει γυμνή.
Λίγο η αναβλητικότητα, λίγο η αναποφασιστικότητα , μα περισσότερο απ' όλα η ντροπή για το ανάπηρο ποδάρι που κουβαλούσε εκ γενετής, τον έφτασαν να γεράσει δίχως ν' αγγίξει ούτε το χέρι κοριτσιού. Ο Ιάκωβος ήταν ακόμα παρθένος.

Μαρία Φουσταλιεράκη 15-11-2018

Η ΜΠΕΛΑΝΤΟΝΑ

                                                            Untitled by Afarin Sajedi


Θλίβομαι που στο κορμί ρέουν οι χυμοί με δυσκολία.

Λυπάμαι που στέγνωσε η ηδονή και γίναν πιο σκληρά τα κύτταρα 
στα δάχτυλά μου.

Πόσο θρηνώ που η μπελαντόνα άθικτη σκονίζεται μέσα στο ντουλάπι.


 Μαρία Φουσταλιεράκη 11-11-2018

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ

                                                         Ling Jian, Brain and Heart


Έχω γνωρίσει και καλύτερους εραστές, του είπε ανάβοντας το τσιγάρο της φανερά εκνευρισμένη.
Εκείνος ικέτευε με το βλέμμα μια αποδοχή. Ήταν πολύ ερωτευμένος.
Αυτό ήταν που την κολάκεψε εξ αρχής και τον προσκάλεσε στο κρεβάτι της: η εξομολογητική επιμονή του.
Λυπάμαι που δεν κατάφερα να σε ικανοποιήσω όπως σου αξίζει, της είπε, και άρχισε να ντύνεται ενώ ήταν ακόμα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι.
Εκείνη το είχε ήδη μετανιώσει.
Ήξερε καλά πως η επιμονή και η λύπηση δεν είναι λόγοι για να κάνεις έρωτα με κάποιον, μα ας όψεται που ήταν μουδιασμένη ακόμα η καρδιά της.
Συννέφιασε για μια στιγμή όταν τον κοίταξε. Δυο μέτρα παλικάρι και είχε γίνει ένα κουβάρι από τη ντροπή του.
Πότε έγινα τόσο σκύλα, αναρωτήθηκε από μέσα της, αλλά δεν είπε κάτι φωναχτά για να γλυκάνει την απότομη συμπεριφορά της.
Αντίθετα, επιστράτευσε ένα ακόμα σκληρότερο βλέμμα και του είπε να κλείσει καλά την πόρτα φεύγοντας.
Κάθε φορά η ίδια ιστορία.
Κάθε φορά ξεντυνόταν με την προσδοκία να ζήσει την ίδια μαγεία που ένιωθε μ' εκείνον και κάθε φορά μετά ντυνόταν βιαστική και φουρκισμένη γιατί καμία ηδονή δεν έμοιαζε με τη δική του.
Κανονικά θα 'πρεπε να τον μισεί που την είχε καταστρέψει και να του κάνει μήνυση για αποπλάνηση αιδοίου.

Μαρία Φουσταλιεράκη 10-11-2018

ΑΠΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΣ Ο ΦΟΒΟΣ


                                                                Daria Petrilli


Δεν ήξερα από την αρχή πως ζούσα τη ζωή έχοντας άγνοια κινδύνου. Μεγαλώνοντας τ' ανακάλυψα μαζί με πολλά άλλα. Τότε, όμως, μου φαινόταν απόλυτα φυσικό να είμαι άφοβη, να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου χωρίς να δειλιάζω και να νιώθω ίση δίπλα στ' αγόρια όταν παίζαμε μπάλα στο διάλειμμα.
Σχεδόν τίποτα δεν με τρόμαζε όταν ήμουν παιδί εκτός από τη μάνα μου. Αυτήν την έτρεμα.
Μέχρι να γίνω αρκετά μεγάλη ώστε να μπορώ να ζήσω μόνη μου, καθημερινά ένιωθα πως περπατάω σε τεντωμένο σχοινί και αγωνιούσα μην βρεθώ λιώμα στο απέραντο κενό.
Μπορεί μέσα στο σπίτι ο λόγος της μάνας να ήταν νόμος μαζί με τα απαραίτητα άρθρα του: όσο θα ζεις κάτω από τη δική μου στέγη θα κάνεις ό,τι λέω εγώ, και να λες ευχαριστώ που δεν σε σταματάω απ' το σχολείο για να σε βάλω σε βιοτεχνία, άμα δεν σ' αρέσει εδώ να πας στον πατέρα σου, και άλλα τέτοια χαριτωμένα που έλεγαν πολλοί γονείς όταν γίνονταν από σπόντα γονείς και δεν ήξεραν την τύφλα τους από διαπαιδαγώγηση, από υπευθυνότητα και από ανατροφή παιδιών.
Θα' θελα ώρες ώρες να γυρίσω το χρόνο πίσω, όχι για πολύ, για μια στιγμή μονάχα, για να μπορέσω να πω στη μάνα που τόσο πολύ φοβόμουν, πως είναι τέχνη ν' αναστήσεις ένα παιδί. Μια μοναδική τέχνη που βασίζεται στην αγάπη, στην καλοσύνη, στις γνώσεις και την κατανόηση και όχι στο ξύλο, στον φόβο και στο "γιατί έτσι το λέω εγώ".
Ο φόβος, θα ήθελα να της πω κοιτώντας την στα μάτια, ποτέ δεν είναι καλός σύμβουλος για τα παιδιά και ειδικά όταν αυτά βρίσκονται στην εφηβεία δεν είναι καθόλου καλός καθοδηγητής.
Η ιδιοσυγκρασία μου δεν ήταν συμβατή με βίαια σωματικά και ψυχολογικά ξεσπάσματα, ούτε με φωνές και απειλές. Εγώ πάντα ήμουν παιδί του λόγου και της συζήτησης.
Θυμάμαι πως δεν με ενοχλούσαν τόσο οι περιορισμοί της ελευθερίας μου ή που έπρεπε να συμμετέχω στα έσοδα της οικογένειας δουλεύοντας, ούτε καν με ενοχλούσε που δεν είχα την πολυτέλεια να νοιάζεται κάποιος έμπρακτα για μένα και για το μέλλον μου, τα είχα συνηθίσει όλα αυτά, όσο με πλήγωνε η αυταρχική και χωρίς στοργή, απέναντί μου, συμπεριφορά της.
Όλα τα χρόνια ζούσα φαινομενικά σύμφωνα με τις απαγορεύσεις του σπιτιού, μα παράλληλα και με τεράστιο ρίσκο να με πιάσει στα πράσα η μάνα και να με κάνει τόπι στο ξύλο, όταν έκανα σκασιαρχείο τα βράδια πηδώντας απ' το μπαλκόνι και γυρνούσα στις μύτες των ποδιών τα ξημερώματα. Πόσο έτρεμα κάθε φορά μην γκρεμοτσακιστώ και πέσω γιατί μετά θα με σκότωνε και από πάνω η μάνα μου. Το πίστευα πραγματικά.
Δύσκολα χρόνια ήταν τα παιδικά μου, μονίμως είχα την αίσθηση πως τρέχω σε τεντωμένο σχοινί με δεμένα μάτια και πως φορούσα κατάσαρκα στο λιγνό κορμί μου τις ασφυκτικές απαγορεύσεις των "γιατί το λέω εγώ".
Δεν ήταν καλός σύμβουλος ο τόσος φόβος που είχα στη μάνα, ειδικά εκεί γύρω στα δεκαοχτώ που έμεινα έγκυος και δεν τόλμησα να το πω σε κανέναν παρά μόνο στο αγόρι μου.
Δεν είναι έμπιστος φίλος ο φόβος όταν έχεις μόνο αυτόν και δεν διανοείσαι να πεις στην μάνα πόσο αφόρητα πονάει να αιμορραγείς δυο βδομάδες, στα κρυφά, και παράλληλα να σπουδάζεις κανονικά το πρωί, να εργάζεσαι κανονικά τ' απόγευμα και να δείχνεις κανονική όλη την ώρα γιατί κατεβάζεις με τις χούφτες τα παυσίπονα για να μην λιποθυμήσεις από τον πόνο.
Κανείς, ούτε καν οι αδερφές που κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο, δεν κατάλαβαν πως έμεινα έγκυος αλλά απέβαλα ευτυχώς νωρίς.

Μαρία Φουσταλιεράκη 1-11-2018

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΙΝ – ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ – ΛΙΒΑΝΗΣ – 2018



Η άποψή μου – Το σπίτι του Κάιν, Μάριος Καρακατσάνης, εκδόσεις Λιβάνη, 2018

Το καινούργιο βιβλίο του, κατά πολύ ωριμότερου συγγραφικά, Μάριου Καρακατσάνη πραγματεύεται ένα θέμα τολμηρό και ευαίσθητο συνάμα, ένα θέμα ταμπού για την κοινωνία και θέτει προβληματισμούς για την ύπαρξη του Θεού και τη σχέση του με τα κατασκευάσματά του.
Κατά τις γραφές, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ως ένα τέλειο και αψεγάδιαστο πλάσμα. Ο Θεός έφτιαξε το κατασκεύασμά του με τόση αγάπη, ώστε του χάρισε την απόλυτη ελευθερία να διαχειρίζεται, χωρίς άνωθεν παρεμβάσεις, τον εαυτό του.
Πριν το ξεπροβοδίσει το προίκισε με συναισθήματα, με ορθολογιστική σκέψη, με την ικανότητα ν’ αγαπά αλλά και να μισεί εξίσου παθιασμένα, με το δικαίωμα να κάνει μικρά και μεγάλα λάθη, να μπορεί να διαπράττει αμαρτίες, αλλά και να δακρύζει μετανοώντας αληθινά για τις λανθασμένες αποφάσεις του.
Ο συγγραφέας, ζηλεύοντας την παντοδυναμία του θεού, δανείζεται για μια στιγμή το ρόλο του και κατασκευάζει έναν εξαίσιο και με εντυπωσιακά σφιχτοδεμένη πλοκή μύθο, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα υπαρξιακά, εκκλησιαστικά και φιλοσοφικά, και παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι για γερά νεύρα, στο κέντρο του κέντρου του σύμπαντος, σε ένα ταξίδι ίσια στον πυρήνα της αόρατης ύπαρξης.
Ο Κάιν είναι το δημιούργημα που αποφάσισε να διαπράξει την πρώτη φρικτή αμαρτία, αλλά είναι συγχρόνως και ένας οποιοσδήποτε θνητός, ένας από εμάς δηλαδή, που διαπράττει την αμαρτία από επιλογή – επειδή απλά μπορεί να το κάνει -.
Αμαρτίες δεν είναι και τα κάθε λογής παιχνίδια εξουσίας που έχουν για έπαθλο το κορμί και την ψυχή του χαμένου;
Παντού στον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι με υπέρμετρη πίστη στον εαυτό τους που όμως, την ίδια ώρα, χάνουν την πίστη στον αδύναμο συνάνθρωπο γιατί ο δυνατός και ο αδύναμος μοιράζονται πιθανόν την ίδια αντανάκλαση στον καθρέφτη, γιατί ο δυνατός και ο αδύναμος είναι πιθανόν η μία και μοναδική όψη ενός νομίσματος. Ακριβώς όπως συμβαίνει με το θύμα και τον θύτη του, που ανταλλάσουν αστραπιαία όψη, ρόλο και ρότα στη ζωή.
Οι αμαρτίες μπορεί όμως απλώς να εφευρέθηκαν για να θυμίζουν καθημερινά στον αδύναμο την οφειλή της ύπαρξής του στον πανίσχυρο δημιουργό έτσι ώστε να μην διανοηθεί να αμφισβητήσει την τελειότητα της αρχικής κατασκευής.
Όσο η θνητότητα είναι το απειλητικό σημείωμα κατά της ζωής, τόσο η βεβήλωση στον έρωτα θα γίνεται σαν ανίερη αντίδραση.
Τότε, μετά τη διάπραξη της απόλυτης αμαρτίας, τα συναισθήματα ξεχειλίζουν από τα έγκατα της ύπαρξης και τρέχουν σαν ιερά ποτάμια και αλίμονο σ' εκείνον που θ' αποπειραθεί να κατασκευάσει φράγματα για ν’ ανακόψει τα ορμητικά νερά. Αλίμονο και στις αδίστακτες δυνάμεις που θα προσπαθήσουν να βεβηλώσουν τις φρέσκιες κοίτες των ποταμών. Η αντίσταση θα είναι ο μονόδρομος και η μόνη φυσική επιλογή.
Οι εκλεκτοί που αντιστέκονται θα κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν και θα πληρώσουν κάθε αντίτιμο προκειμένου να ακουστεί η φωνή τους δυνατά.
Τα νήματα της ανθρωπότητας προσπαθούν ν’ αρπάξουν αυτοί που κουβαλούν στις αγέραστες πλάτες τους το προπατορικό αμάρτημα. Επιστρατεύουν άβουλες μαριονέτες που έχουν διαπράξει την αμαρτία της σαρκικής αγάπης και τους μετατρέπουν σε ποντίκια των εργαστηρίων που εργάζονται πυρετωδώς πάνω σε μοχθηρά σχέδια.
Το σπίτι του Κάιν δεν αφορά την κοινή πάλη του καλού με το κακό.
Αφορά την πάλη του ανθρώπου με τα φθαρτά υλικά της κατασκευής του. Αυτά τα λαμπρά αλλά και ταυτόχρονα σκάρτα υλικά από τα οποία είμαστε όλοι οι άνθρωποι κατασκευασμένοι.

Tip
Κάπου μέσα στο βιβλίο υπάρχει μια μικρή έκπληξη για τους πιστούς αναγνώστες του συγγραφέα.

Υγ. Στην παρουσίαση που έγινε χθες στην Αθήνα ειπώθηκε πως ίσως προκαλέσει αντιδράσεις σε βαθιά θρησκευόμενους ή συντηρητικούς στις απόψεις τους ανθρώπους.
Οφείλω να πω ότι εμένα καθόλου δεν με σόκαραν κάποιες, ομολογουμένως, σκληρές περιγραφές, ούτε με αναστάτωσαν οι απόψεις των ηρώων για το Θεό και τη θρησκεία γενικότερα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-11-2018

ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

                                                         René Magritte


Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν γίνεται να έρθετε, της είπε τηλεφωνικά και μετά ψέλλισε κάτι ανόητες δικαιολογίες για την ουρά στην τράπεζα, μα την πρόδωσε η φωνή της όσο μιλούσε.
Είχε ένα σχεδόν αόρατο γρέζι στο βάθος του λαιμού που παλλόταν συνεχώς. Ένα μικροσκοπικό αγκάθι, ένα υπόλειμμα ψαριού που πήγε και σφηνώθηκε δίπλα στις φωνητικές χορδές.
Τα λόγια της μάνας έκρυβαν έναν ύπουλο εκνευρισμό για το παρόν και μια σαπισμένη απογοήτευση για το παρελθόν, τόσο παλιά, που την έσερνε σαν μπάλα κατάδικου στο δεξί της πόδι. Σ' εκείνο το πόδι που δυο φορές όταν ήταν μικρή, της επιτέθηκαν σκυλιά και την άρπαξαν λίγο πιο κάτω από τη γάμπα.
Τα έτρεμε τα σκυλιά από τότε και έπρεπε να περάσουν πολλά πολλά χρόνια και να γεννηθεί η δυνατή αγάπη για το χρήμα για να δεχτεί να φιλοξενήσει ένα ζεστό καλοκαίρι, για λίγες μόνο εβδομάδες, έναν μαλλιαρό μα καλόκαρδο γίγαντα. Επί υψηλή αμοιβή φυσικά, ανάλογη με την οικονομική επιφάνεια της ευκατάστατης κυρίας που της εμπιστεύτηκε το τετράποδο παιδί της.
"Καλά, εσύ ξέρεις καλύτερα, μάνα", απάντησε η κόρη στο ακουστικό και μετά από κάμποσες αδιάφορες κουβέντες η συνομιλία τελείωσε. Πόσες φορές άραγε είπε αυτή τη φράση τάχα με ψυχραιμία, τερματίζοντας την κουβέντα πριν ειπωθούν πραγματικά λόγια, μα με τα φτερά της να σωριάζονται ένα ένα αιμόφυρτα στα πόδια της;
Κάθε φορά με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία κατάπινε την υπερηφάνεια της και έλεγε "δεν πειράζει, θα βρω άλλη λύση, μαμά".
Πάντα την πείραζε αυτή η κατάληξη, αλλά είχε μάθει να ζει μ' αυτήν.
Όμως κάθε φορά της έκανε την ίδια εντύπωση το ίδιο κι απαράλλαχτο γρέζι στη φωνή. Γνώριμο πλέον κι αναγνωρίσιμο, κι ας προσπαθούσε η μάνα να το καλύψει με σκληρότητα και να το ντύσει με τυπικότητα για να μην αναγνωριστεί.
Χρόνια τώρα ίδια κι απαράλλακτη η ιστορία.
Χρόνια τώρα έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι.
Η μια να ζητάει και η άλλη να θυμάται.
Η μια να συγχωρεί και η άλλη να φαρμακώνει. Η μια να νοσταλγεί και η άλλη να θυμώνει.
Παιχνίδια τραυμάτων της πάλε ποτέ απόλυτης εξουσίας των ρόλων.
Κάποτε τη φοβόταν, μα μεγαλώνοντας ένιωσε πως ο φόβος είναι αταίριαστος με τη θαλπωρή της μητρότητας.
Για πολλά χρόνια ντρεπόταν να πει στους ξένους πως δεν την αγαπούσε η μαμά της όταν ήταν μικρή, μα την ώρα που το παραδέχτηκε με γενναιότητα στην ίδια, βρήκε τη δύναμη να ξεσκίσει τον καχεκτικό λώρο που τις έδενε τόσο απάνθρωπα σφιχτά.
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο σκέφτηκε πως είναι δυσβάσταχτες πολλές φορές οι αναμνήσεις και πως συχνά οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μπερδεμένες και δύσκολες. Μετά όμως κατέληξε πως είναι μεγάλη τύχη να προλάβεις ν' αγαπήσεις λιγάκι πριν πεθάνεις και πως είναι τόσο πολύ χυδαίο όταν για πολλούς και διάφορους λόγους δεν ανοίγεις την αγκαλιά σου, μαμά.

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-10-2018

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ

                                                                    Sandra Pelser


Ανακουφισμένη, μετανιωμένη μα και σοφότερη γύρισε από το ταξίδι του μέλιτος. Δεν άντεξε παντρεμένη για πολύ. Πριν το γάμο είχε συνηθίσει να κοιμάται με ανάλαφρη συνείδηση, να είναι ήρεμη και να την ακολουθεί παντού μέσα στο σπίτι η παιχνιδιάρικη ουρά του γάτου της. Τα πρωινά ξυπνούσε χαρούμενη και γεμάτη ευγνωμοσύνη για τη νέα μέρα που ξημέρωνε.
Έβρισκε τα ζώα καλύτερη συναναστροφή από πολλούς ανθρώπους που ‘χε γνωρίσει. Οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τα ζώα, αποδεικνύονταν κάμποσες φορές κάλπικοι. Ο άντρας που παντρεύτηκε δυστυχώς δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Αμέσως μετά το μυστήριο έγινε άλλος άνθρωπος και ενώ την είχε διαβεβαιώσει πως δεν είχε αντίρρηση για τον γάτο, απαίτησε να τον ξεφορτωθεί γιατί τώρα θα είχε εκείνον για συντροφιά στο κρεβάτι της.
Έκανε τάχα πως δεν θυμόταν να έχουν συμφωνήσει σε τίποτα κι ούτε λίγο ούτε πολύ την εκβίασε εδώ και τώρα με αποδείξεις για την αγάπη της: την έβαλε να διαλέξει ανάμεσα σ’ εκείνον και τον γάτο.
Άμαθη από καυγάδες και φωνές εκείνη, αποσβολωμένη και σοκαρισμένη από την εξέλιξη της κουβέντας, δεν άνοιξε το στόμα της να πει τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να του εξηγήσει. Δεν είχε κάτι να του πει. Την ώρα που της έθεσε το δίλημμα είχε λήξει άδοξα και άτιμα ο γάμο τους.
Το πρωί, αχάραγα, έκλεισε την πόρτα της νυφικής σουίτας, κουβαλώντας τη μεγάλη βαλίτσα με τα ρούχα της. Τα δικά του μούλιαζαν με χλωρίνη μέσα στη μπανιέρα του πολυτελούς ξενοδοχείου.

Μαρία Φουσταλιεράκη 22-10-2018

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΗΣΕ

                                                                   Ewing Paddock


Η τεχνική που υιοθέτησε ήταν ύπουλη και δοκιμασμένη. Μ' έκανε να πιστεύω πως το σεξ ήταν μια πράξη χλιαρή, μονότονη και σύντομη. Συχνά ένιωθα ενοχές που δεν μου άρεσε, μα δεν τολμούσα να το συζητήσω μαζί του. Αυτά δεν ήταν καθώς πρέπει πράγματα για ένα αντρόγυνο, έτσι με είχαν μάθει.
Τις περισσότερες φορές εγώ έκανα την ενθουσιασμένη και εκείνος υπέθετε πως απολάμβανα τις συνευρέσεις μας.
Καμιά φορά μετρούσα από μέσα μου για να μην βαριέμαι ή έκανα νοερά τη λίστα για τα ψώνια της βδομάδας.
Όχι, ψέματα, δεν διαρκούσε τόσο πολύ η πράξη. Προλάβαινα όμως σίγουρα να σημειώσω τα τρόφιμα που θέλαμε για να περάσουμε το σαββατοκύριακο. Δεν είχαμε πολλές ανάγκες, δυο άνθρωποι ήμασταν, και τις Κυριακές συνήθως τρώγαμε έξω.
Παλιά, καλή συνήθεια της οικογένειάς του την οποία ευτυχώς εφάρμοσε και στη δική μας.
Εμείς, για μια μεγάλη μερίδα κόσμου και συγγενών δεν θεωρούμασταν κανονική οικογένεια ακόμα επειδή δεν είχαμε παιδιά, πάντως οικογένεια νιώθαμε εμείς , εγώ τουλάχιστον έτσι ένιωθα τον πρώτο καιρό μαζί του.
Και για να ξαναγυρίσω στο επίμαχο θέμα του συζυγικού σεξ που σου έλεγα, ή αυτή τέλος πάντων την διαδικασία που διαρκούσε μετά βίας ένα μισάωρο μαζί με τα προκαταρκτικά και το ντουζ μετά, ήταν γενικότερα ένα θέμα ταμπού στην εποχή μου που σπάνια το συζητούσαμε στα φανερά.
Για να φανταστείς, μια φορά που πίναμε καφέ με κάτι γνωστές κόντεψε να μου βγει ο καφές από τη μύτη όταν μας αποκάλυψε μία της παρέας πως έχει τακτικότατους πολλαπλούς οργασμούς με τον εραστή της. Εγώ εκείνη την εποχή καλά καλά δεν ήμουν σίγουρη τι σήμαινε αυτή η λέξη. Τέλος πάντων. Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη.
Την υπόλοιπη ιστορία στην έχω πει, τα ξέρεις, είναι γνωστά.
Γι' αυτό θέλω να θυμάσαι πως η γενιά σου έχει την ηθική υποχρέωση απέναντί μας ν' απολαμβάνει πολλά και καλά κρεβάτια, μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι και πίνοντας μονορούφι την τρίτη μαργαρίτα.
Όλα αυτά μαζί με πικάντικες λεπτομέρειες μού τα είπε η γιαγιά μου ένα βράδυ που την έπεισα να δοκιμάσει μαργαρίτα. Τελικά της άρεσε πολύ και μου ζήτησε και δεύτερη και τρίτη.
Η γιαγιά μου είναι από τα πιο εντάξει άτομα που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου και από τα πιο ανοιχτόμυαλα.
Ήταν η πρώτη από την οικογένεια που κατάλαβε πως γεννήθηκα διαφορετική.
Ήμουν ακόμα μικρή, θυμάμαι, όταν μια φορά που γύρισα απ' το φροντιστήριο κλαίγοντας κι έτρεξα κατευθείαν στο δωμάτιό μου, εκείνη, που έτυχε να 'ναι στο σπίτι μας, μπήκε, κάθισε δίπλα μου και χωρίς να με ρωτήσει τι συμβαίνει, μου είπε, "Ξέρεις μάτια μου, στην ανθρώπινη φύση υπάρχει τεράστια ποικιλομορφία, ακριβώς όπως συμβαίνει και στα δέντρα και στα ζώα και στα φυτά.
Τίποτα δεν έχει δημιουργηθεί ακριβώς όμοιο με το διπλανό του.
Κάποτε, βλακωδώς πιστεύαμε πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται είτε αγόρια είτε κορίτσια και πως οτιδήποτε άλλο εξόν απ' αυτά τα δύο, δεν ήταν φυσιολογικό.
Αυτές ήταν παλιακές ανοησίες. Κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι ξεχωριστός και μοναδικός.
Η φύση ξέρει, παιδί μου. Η φύση ούτε λάθη κάνει, ούτε μπερδεύεται. Αυτά είναι προνόμιο των ανθρώπων.

Μαρία Φουσταλιεράκη 19-10-2018

ΚΟΥΤΣΟ

                                                 Sussie~ By Maria Magdalena Oosthuizen


Δυο δυο κατέβαινα τα σκαλιά, όπως όταν έπαιζα κουτσό. Όταν μεγάλωσα, κάπου διάβασα πως κάθε σκάλα είναι κάθοδος στον Άδη και αυτή η σκέψη με τάραξε συθέμελα.
Ένα παλιό νανούρισμα πετάχτηκε απ' το μυαλό μου και άρχισα να το μουρμουρίζω χαρωπά.
Η φαντασία μου άρχισε να καλπάζει πάλι αχαλίνωτη. Έβλεπα κίτρινες και πορτοκαλί πύρινες γλώσσες να γλύφουν τα έγκατα του σπιτιού μας κι επειδή φοβόμουν μην σκοντάψω και τσουρουφλίσω τα δάχτυλά μου, πάντα φορούσα διπλό ζευγάρι τις κάλτσες και ως το γόνατο.
Μέχρι και υπολείμματα μαύρης πίσσας μύριζα μέσα στις ρωγμές που είχαν τα σανίδια.
Όταν έφτασα εκεί κάτω ήταν θεοσκότεινα. Μάλλον είχε καεί η λάμπα και μου ‘ρθε αυθόρμητα να βρίσω άσχημα την τύχη μου μα καμιά απ' τις βρισιές που μου ‘μαθαν με σοβαρότητα τ' αδέρφια μου δεν ταίριαζε σ' αυτή την αναθεματισμένη περίπτωση που ζούσα.
Ευτυχώς θυμήθηκα πως υπήρχαν πάντα κεριά και σπίρτα στον πάγκο. Μ' αυτά φώτισε αρκετά ο χώρος, αλλά έδειχνε πολύ μακάβριος και φθονερός.
Η οικογένειά μου είχε φτιάξει ένα νεκροταφείο αναμνήσεων στο υπόγειο.
Έτσι ονόμαζαν όλα τα παλιοπράγματα που πέθαιναν από αχρηστία στο πάνω σπίτι και δεν τους έκανε καρδιά να τ' αποχωριστούν.
Ψηλά, στο βορινό τοίχο του υπογείου, εκεί που φύλαγαν τα καζάνια για τις κότες, υπήρχε ένα παράθυρο που έβλεπε στο αδιέξοδο δρομάκι.
Στο σφαγείο, έτσι το ‘λεγαν στη γειτονιά οι μεγάλοι και δεν άφηναν κανένα παιδί να παίζει εκεί κάθε Κυριακή πρωί.
Θυμάμαι πως έτρεχα με τ' αντίδωρο στο στόμα για να προλάβω τα χέρια του πατέρα όσο ήταν ακόμα ζεστά απ' το αίμα.
Σκαρφάλωνα στην αγκαλιά του, κρεμόμουν για ώρα απ' τον λαιμό του και λέρωνα παντού τα καλά μου ρούχα αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.
Τρελαινόμουν να τον ακούω να συζητάει και να γελάει με τους γείτονες την ώρα που έπινε το τσιπουράκι του.
Έβαζαν και σε μένα να πιω: μερικές σταγόνες στο νερό μου.
Το στόμα του πατέρα μου μύριζε τσιγάρο στριφτό και τα χέρια του φρεσκοκομμένο μαϊντανό.
Για αρκετή ώρα έκανα πως δεν άκουγα τη μάνα που με φώναζε απ' την πίσω αυλή γιατί χρειαζόταν, λέει, βοήθεια στο ξεπουπούλιασμα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-10-2018

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

                                                                 Michael Cheval 


Η ορχήστρα ξεκίνησε να παίζει τη Σονάτα του σεληνόφωτος. Ήμασταν από τους τυχερούς, οι θέσεις μας ήταν στην πρώτη σειρά.
Αυτό το κονσέρτο ήταν το πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς.
Ο μαέστρος ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και διάσημος και εγώ είχα την τύχη να τον έχω φίλο από το Πανεπιστήμιο.
Η κοπέλα που με συνόδευε ήταν εκείνη που θα της ζητούσα πολύ σύντομα να γίνει το παντοτινό μου ταίρι, η γυναίκα της ζωής μου.
Ήταν ένας θαυμάσιος σύντροφος που με νοιαζόταν πολύ. Κοντά της γνώρισα έναν κόσμο πολύ διαφορετικό απ' αυτόν που είχα συνηθίσει ως τότε.
Ήταν πολύ υπομονετική με την έμφυτη καχυποψία μου και θαρραλέα απέναντι στην επίκτητη μοναχικότητά μου.
Ήταν αποφασισμένη να με διδάξει την τέχνη της ήρεμης ζωής και μου 'λεγε συχνά πως οι άνθρωποι που δεν γεύτηκαν από παιδιά τη στοργή που 'χαν ανάγκη, δεν είναι καταδικασμένοι ν' αποτύχουν στην αγάπη μεγαλώνοντας.
Με κόπο με έπεισε για τα οφέλη της ψυχοθεραπείας και όταν το αποφάσισα επουλώθηκαν αρκετά τα σωθικά μου.
Η έκπληξη που της έκανα απόψε της έδωσε τεράστια χαρά. Λάτρευε την κλασσική μουσική, την όπερα και απολάμβανε τις συμφωνίες που ακούγαμε εκστασιασμένη.
Εμένα αυτά τα ακούσματα μού προκαλούσαν θλίψη και νευρικότητα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω από που ήρθε η ξαφνική κακοκεφιά και ο εκνευρισμός μόλις άκουσα τις πρώτες νότες του βιολιού και του πιάνου.
Μπορεί να μου θύμισαν την οικογένειά μου. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος των τύπων και τον ένοιαζε πολύ τι θα πει ο κόσμος. Πρόσεχε να μην συζητιέται άσχημα το όνομά του.
Όταν καυγάδιζε με τη μητέρα μου φρόντιζε ν' ανεβάζει την ένταση της μουσικής. Δεν έπρεπε ν' ακούγονται ως έξω οι φωνές της. Αυτή υποθέτω πως ήταν η πιο παλιά μου μνήμη όσο αφορά την κλασσική μουσική.
Η μαμά να κλαίει απαρηγόρητη στο πάτωμα, ο μπαμπάς να φτιάχνει τη γραβάτα και να κουμπώνει το σακάκι του και γω να είμαι κρυμμένος στη ντουλάπα για ώρες και να μην τολμάω να βγω.
Όταν έφτασα σε ηλικία που άρχισα να καταλαβαίνω τι συμβαίνει σταμάτησαν να καυγαδίζουν μπροστά μου. Νομίζω πως τελικά η μαμά έπαψε να ενδιαφέρεται κάθε πότε ερχόταν ο πατέρας στο σπίτι μυρίζοντας ξένες γυναίκες και σταμάτησε να κλαίει.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει. Η ανάμνηση του πεντάχρονου που κατουριόταν πάνω του γιατί δεν τολμούσε να βγει από την ντουλάπα ζωντάνευε κάθε φορά που φοβόμουν.
Απόψε δεν φοβόμουν απλώς, ήμουν τρομοκρατημένος και μόνο στη σκέψη πως μπορεί να κουβαλούσα τον κακό σπόρο του πατέρα μου. Έτρεμα στην ιδέα πως μπορεί να γινόμουν σαν εκείνον όταν παντρευτώ.
Ποτέ δεν ένιωσα θυμό και οργή για τη σύντροφό μου, ποτέ δεν υψώσαμε παραπάνω απ' όσο επιτρέπεται τον τόνο της φωνής μας και ποτέ οι καυγάδες μας δεν ξέφυγαν των πολιτισμένων διαφωνιών, αλλά και πάλι ο φόβος της κληρονομικότητας μού έκοβε τα πόδια.
Σκούπισα τον ιδρώτα από τις παλάμες μου και έκανα νόημα στην αγαπημένη μου πως πρέπει να πάω για λίγο στην τουαλέτα.
Εκεί έπλυνα το πρόσωπό μου πολλές φορές, βημάτισα σκεπτικός πάνω κάτω για λίγη ώρα και μετά ήμουν έτοιμος και ήρεμος να γυρίσω πίσω στην αίθουσα.
Έγραψα ένα σημείωμα στον μαέστρο και παρακάλεσα έναν υπάλληλο να του το παραδώσει ευθύς μετά το φινάλε του κονσέρτου.
Του ζητούσα συγνώμη που τον ειδοποιούσα τελευταία στιγμή, αλλά τα σχέδια γι' απόψε ματαιώνονταν.
Δεν θα γινόταν το πάρτι-έκπληξη. Δεν θα ζητούσα την αγαπημένη μου σε γάμο.
Δεν ήταν ατολμία η επ' αόριστον αναβολή, μέριμνα και αληθινή αγάπη ήταν.

Μαρία Φουσταλιεράκη 14-10-2018

ΣΤΟΝ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟ ΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΤΥΠΟΙ

                                                  Matisse, Percera y escultura, 1912


Από τότε δεν βρίσκω μέρος να σταθώ.
Η άσφαλτος μού καίει τα δάχτυλα κι ο ήλιος θαμπώνει τις βλεφαρίδες.
Τριγυρίζω στη ζωή απρογραμμάτιστα και γνωρίζω αγόρια όταν στεγνώνει το κορμί μου.
Αφήνω να με ξελογιάζουν όμορφα όταν μου λείπεις και η μαύρη τρύπα αιμορραγεί τις μυρωδιές σου.
Το επίθετό μας διπλώνω άτσαλα στην τσέπη μου, βγαίνει τσαλακωμένο μαζί με το παντελόνι.
Το στόμα ξυπνάει κάθε μέρα στυφό. Όσα φιλιά και να δώσω η γλύκα που μου λείπει δεν χορταίνει.
Από τότε που εσύ κατοικείς στο χώμα ερημιά κατοικεί στα πόδια μου.
Δανεισμένη ηδονή για να φύγει μακριά η μοναξιά. Ξένη ηδονή που απαλύνει την απώλεια του κορμιού σου.
Μπαγιάτεψαν οι στίχοι που μου έγραψες. Μοναξιά κατοικεί από τότε στο συρτάρι.
Κιτρίνισαν οι δαντέλες πάνω απ' το κρεβάτι μας.
Το νέο χρώμα στους τοίχους δεν θυμίζει πια νοσοκομείο.
Στον τέλος η οικογένεια δεν άντεξε και σε παγίδεψε: στον επικήδειο κρατήθηκαν όπως έπρεπε οι τύποι.

Μαρία Φουσταλιεράκη 13-10-2018

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ

                                                 Gustav Klimt, Lou Andréas Salomé


Πρώτα σταμάτησα να χαμογελάω. Έτσι μου είπαν. Στην αρχή δεν το κατάλαβα από μόνη μου.
Μετά σταμάτησα να ονειρεύομαι. Πάλι δεν το κατάλαβα στην αρχή, το παρατήρησα πολύ αργότερα.
Μετά σταμάτησα να ζω. Αυτό το κατάλαβα όταν έπαψε να μ' ενδιαφέρει ο χρόνος.
Όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα κοιτούσα το ταβάνι. Δεν με έπαιρνε εύκολα ο ύπνος. Η όρασή μου είχε οξυνθεί. Εκτός από σκιές έβλεπα και μυστήρια σύμβολα της νύχτας στους λευκοβαμμένους τοίχους.
Όταν ερχόταν η νυχτερινή για την ένεση δεν έφερνα αντίσταση την ώρα που μου κατέβαζε το βρακί.
Μπορούσα αν ήθελα να κάνω κάτι για ν' αντισταθώ, ακόμα και τις φορές που ήμουν δεμένη.
Μπορούσα αν ήθελα, ας πούμε, να φωνάξω πως δεν θέλω να λένε για μένα πως με λυπούνται και πως δεν είμαι καλά.
Ή μπορούσα αν ήθελα να τσιρίξω δυνατά πως σιχάθηκα να βλέπω απ' το παράθυρο τη λεύκα να μαδάει.
Δεν έλεγα όμως κουβέντα. Δεν άνοιγα το στόμα μου ούτε για να δραπετεύσει ένα σύμφωνο από μέσα μου.
Άκουσα να λένε πως με βρήκαν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας να κλαίω και πως δεν ήξερα πώς στα κομμάτια είχα βρεθεί εκεί. Περαστικοί και ένοικοι αφού προσπάθησαν να με βοηθήσουν και δεν τα κατάφεραν, κάλεσαν ασθενοφόρο.
Δεν φαινόταν να έχω τραύματα, τουλάχιστον όχι εξωτερικά, μα δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν με μένα.
Δεν είχα πάνω μου κανένα στοιχείο που να μαρτυρά την ταυτότητά μου. Ούτε τσάντα, ούτε πορτοφόλι, ούτε ταυτότητα, ούτε κάποιο σημάδι εκ γενετής. Από τα φροντισμένα νύχια και από το ακριβό μου ντύσιμο συμπέραναν πως μάλλον δεν ήμουν άστεγη που βρήκα προσωρινό κατάλυμα στην είσοδο του σπιτιού τους.
Στο Νοσοκομείο που εφημέρευε μου έκαναν ένα σωρό εξετάσεις μα δεν εντόπισαν κάποιο πρόβλημα παθολογικό.
Όταν με ρωτούσαν επανειλημμένα για τα στοιχεία μου εγώ τους κοιτούσα χωρίς να τους βλέπω.
Μέχρι που έφεραν διερμηνείς και κάποιον που γνώριζε τη νοηματική μα σε κανέναν τους δεν ανταποκρίθηκα. Κανέναν δεν έβλεπα εκείνο τον καιρό.
Προσπαθούσα σκληρά να καταλάβω τι συμβαίνει μα δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά.
Έπειτα με μετέφεραν σε ψυχιατρική κλινική. Δημοσίευσαν τη φωτογραφία μου στις τοπικές εφημερίδες και στην εθνική τηλεόραση μα δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος να με αναγνωρίσει.
Ήταν καλοκαίρι και όλος ο κόσμος έκανε διακοπές.
Παράξενο να μην σε θυμάται κανείς, έλεγαν.
Παράξενο να μην θυμάσαι κανέναν, έλεγα εγώ από μέσα μου.
Θα περνούσαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι ν' ανταμώσω ξανά με τον εαυτό μου.
Ήταν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, έκλαιγε βουβά και με περίμενε.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-10-2018

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ, ΠΑΤΕΡΑ

                                                    Green Violinist – Marc Chagall


Αμάν βρε πατέρα, πάλι τα ίδια;
Πάρε το επιτέλους χαμπάρι.
Δεν θα μας πεθάνεις όπως πέθανες τη μαμά.
Αυτό που σου λέω.
Μην με κοιτάς εμένα ειρωνικά γιατί σηκώνομαι και φεύγω και σε παρατάω ολομόναχο στο Νοσοκομείο να κόψεις το λαιμό σου.
Να το ξέρεις.
Το εννοώ.
Δεν πρόκειται ν' ασχοληθώ ξανά μαζί σου αν δεν αλλάξεις συμπεριφορά.
Τα είπαμε και στο τηλέφωνο χθες με την αδερφή μου.
Πως αν δεν συνεργαστείς ούτε αυτή τη φορά, εμένα ξέχνα με.
Κι εκείνη να την ξεχάσεις είπε.
Θα σου στέλνω ένα μήνυμα που και που να μαθαίνω αν είσαι καλά κι αυτό θα' ναι όλο. Ούτε θα σου ξαναμιλήσω.
Ακόμα κι αν με ζητάς στο τηλέφωνο.
Και να με φωνάξεις πως χρειάζεσαι τη βοήθειά μου δεν θα έρχομαι.
Κατάλαβέ το πως δεν είσαι καλά στην υγεία σου.
Κατάλαβε πως δεν είσαι σε θέση πλέον να διατάζεις κανέναν.
Ούτε να φροντίσεις τον εαυτό σου μπορείς.
Πώς περιμένεις να γίνεις καλά άμα κάνεις συνέχεια του κεφαλιού σου;
Κάθε φορά παρατάω τα πάντα κι έρχομαι να σου συμπαρασταθώ όπως οφείλω σαν καλή κόρη, αλλά εσύ δεν ακούς κανέναν.
Ούτε εμένα ακούς, ούτε την αδερφή μου, ούτε και τους γιατρούς.
Ούτε τη μάνα άκουγες όταν ζούσε.
Την έσκασες τη μάνα πατέρα με την ξεροκεφαλιά σου.
Με τον καημό σου πέθανε η μάνα, πατέρα.
Πάντα κάνεις του κεφαλιού σου και σκας κι όλους εμάς γύρω σου.
Θυμάμαι και τότε που ήμουν μικρή.
Σε φοβόμουν που όλο φώναζες.
Ξέχνα τα τώρα αυτά.
Πάνε και τελειώσανε.
Από δω και πέρα δεν θα φωνάζεις.
Από δω και πέρα μόνο θα ακούς.
Θα ακούς εμάς και τους γιατρούς που θέλουμε όλοι το καλό σου.
Πρέπει να παίρνεις τα φάρμακά σου και να τηρείς αυστηρά τη δίαιτα που σου είπαν.
Γι' αυτό το λόγο σου πήραμε αποκλειστική γυναίκα στο σπίτι.
Για να σε φροντίζει τώρα που δεν μπορείς εσύ.
Δεν γίνεται όμως ρε πατέρα η γυναίκα να σου μαγειρεύει αυτά που πρέπει κι συ να μην τα ακουμπάς και να πηγαίνεις κρυφά έξω να τρως και να πίνεις με τον φίλο σου.
Γι' αυτό σου έκαναν πάλι εισαγωγή.
Επειδή συνέχεια κάνεις του κεφαλιού σου.
Ακούς που σου λέω εγώ;
Τελευταία φορά.
Δεν θα ξανασχοληθώ μαζί σου.
Όταν βγεις πρέπει χάσεις βάρος και να κάνεις κατά γράμμα αυτό που σου λένε οι γιατροί.
Αν θες να γίνεις καλά.
Μου φαίνεται όμως πως πριν πεθάνεις θες να πεθάνεις πρώτα εμάς.
Όπως έκανες και με τη μαμά.

Μαρία Φουσταλιεράκη 10-10-2018