Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΤΟΛΕΣ

                                                                                    Andrey Remnev


Οι άνθρωποι με τις στολές μόλις είχαν φύγει από το δωμάτιο. Έμεινα εγώ, μόνη, να κοιτάζω το ταλαιπωρημένο μου κορμί από ψηλά. Μου φαινόταν παράξενο που δεν πονούσα πια. Ο βόμβος των μηχανημάτων είχε σωπάσει. Τις ελάχιστες στιγμές που ο πόνος καταλάγιαζε στα σωθικά μου, ο οξύς τους ήχος με ενοχλούσε. Κόντευε να με τρελάνει μερικές φορές.
Ήρθε η ίδια νοσοκόμα που μου σκούπισε στο τέλος το στόμα. Στάθηκε στην πόρτα και με ένα νεύμα έδειξε προς το μέρος μου.
Η ηρεμία πριν την τρικυμία. Είχε έρθει η οικογένειά μου. Με διστακτικά βήματα πλησίασε ο γιος μου στο κρεβάτι. Βουβός. Κοίταξε αμίλητος το άψυχο κορμί και ύστερα χάιδεψε ελαφρά το μάγουλό μου. Βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Το ήξερα καλά το παιδί μου. Τα χαρακτηριστικά τού προσώπου του ήταν αλλοιωμένα. Πονούσε πολύ. Έσφιγγε τα χείλη του και κρατούσε συνέχεια σε κλειστή γροθιά τα χέρια του. Αυτό σήμαινε πως ήταν θυμωμένος.
Εγώ, κολλημένη ανάσκελα στο ταβάνι, παρακολουθούσα τα πάντα χωρίς να νιώθω τίποτα. Ίσως όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, να πεθαίνουν και τα συναισθήματα μαζί τους. Δεν ξέρω. Ξέρω όμως σίγουρα πως ο γιος μου ήταν θυμωμένος με μένα. Πιθανόν το σοκ που υπέστη όταν του τηλεφώνησαν από τη μονάδα εντατικής για να του αναγγείλουν πως τελείωσα, να ήταν ισχυρότερο από το θυμό επειδή τον άφησα μόνο του στη ζωή.
Τις τελευταίες εβδομάδες αρνούνταν να πιστέψει πως το τέλος ερχόταν και μάλιστα καλπάζοντας. Αντιθέτως, πίστευε πως θα ζούσα, αν όχι πολλά χρόνια ακόμα, έστω μερικούς μήνες.
Έκλεινε τ' αυτιά όταν όλοι γύρω του τον προετοίμαζαν για το αντίθετο. Ούτε και εγώ πρόλαβα να μιλήσω στο παιδί μου για το τέλος, να τον προετοιμάσω πως έρχεται σύντομα. Η αρρώστια με βρήκε νέα, απροετοίμαστη και άοπλη από άποψη χρόνου.
Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο η κόρη μου. Κοίταξε πρώτα το σώμα μου και μετά τον αδερφό της που στεκόταν σαν στήλη άλατος μπροστά μου. Τον αγκάλιασε σφιχτά από πίσω και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. Εκείνος, θαρρείς και ξύπνησε απότομα από βαθύ λήθαργο, την αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει.
Κλάψε, του έλεγε, καθώς τον χάιδευε τρυφερά στην πλάτη. Με το ένα χέρι παρηγορούσε τον αδερφό της και με το άλλο, όσο έφτανε, χάιδευε τα μαλλιά μου. Επιτέλους έπαψες να πονάς, έλεγε τρυφερά, με ερεθισμένα μάτια. Σίγουρα είχε κλάψει. Το ξέρω καλά το παιδί μου. Είχε κλάψει νωρίτερα για να είναι δυνατή τώρα που έπρεπε να στηρίξει τον αδερφό της.
Δεν έμεινα παραπάνω στο δωμάτιο. Είχα κάνει το χρέος μου. Πέταξα ανάλαφρη μακριά ξέροντας πως τα παιδιά μου θα τα κατάφερναν μια χαρά χωρίς εμένα. Μια ολόκληρη ζωή τα εκπαίδευα, ως όφειλα, γι' αυτή τη συγκεκριμένη άχαρη στιγμή.

Μαρία Φουσταλιεράκη 8-12-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...