Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΑ



Άδεια από σάρκα και κενή από αισθήματα ένιωθε όταν επέστρεφε από κηδεία. Ξένου ή συγγενή, το ίδιο άχαρη ήταν η δουλειά της.
Πονούσε επί πληρωμή και τον πόνο της άφηνε φρέσκο στα πόδια των νεκρών.
Εκεί, μπροστά στα άγνωστα φέρετρα, θρηνούσε για τη ζωή των ζωντανών, αλλά και για το θάνατο που θα φορούσε κατάσαρκα για πάντα ο πεθαμένος.

Για τον δικό της θάνατο είχε σκεφτεί πολύ σ’ εκείνα τα ατέλειωτα ξενύχτια. Κατέληξε πως δεν ήθελε να την κλάψει κανείς Άλλωστε, σε κάθε κηδεία έκλαιγε και λίγο για τον εαυτό της και με έκπληξη ανακάλυπτε πως ένιωθαν λιγότερη μοναξιά έτσι οι φρεσκοπεθαμένοι.
Η σκέψη πως οι δικοί της άνθρωποι, εξαιτίας της θα έκλαιγαν και θα πονούσαν, της προκαλούσε ενοχές στο στομάχι.
Αν περνούσε από το χέρι της θα εξαϋλωνόταν αντί να πεθάνει να μην βρουν κουφάρι να θρηνήσουν οι συγγενείς.

Κουρασμένος ταξιδιώτης του κάτω κόσμου, έμοιαζε όταν επέστρεφε από τα νυχτέρια. Στην τσάντα της είχε την αμοιβή της, ελάχιστα δάκρυα και πόνο, κι ας κουβαλούσε πάντα εφεδρικά και από τα δύο.

Κάθε που έμπαινε μέσα στο σπίτι της και κλείδωνε πίσω της την πόρτα, ένιωθε την ανάγκη να κλειδωθεί μέσα και να χαθεί από τους ζωντανούς. Δεν ήθελε να βλέπει ούτε τους αγαπημένους της. Τις επόμενες μέρες τηρούσε μια ρουτίνα ψυχικά ευεργετική· πρωί και βράδυ έλουζε τα μαλλιά της προσεκτικά και με αιθέρια έλαια έτριβε το θανατικό ώσπου να εξαφανιστεί εντελώς από το κορμί της.

Όταν έδειχνε ξανά ζωντανή και ποθητή, ντυνόταν ερωτικά και περίμενε τον όμορφο εραστή της ξαπλωμένη στο κρεβάτι.


Μαρία Φουσταλιεράκη 23-2-2018

ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ



Φαντάσου,

με τον θάνατο ραντεβού να ‘δινα στα λιβάδια
τα δυνατά μου θα ‘βαζα άνθη και πεταλούδες να μαζέψω
- διαθήκη ζωντανή να σου αφήσω -

Φαντάσου,

με τον θάνατο ραντεβού να ‘δινα στα ουράνια
τα δυνατά μου θα ‘βαζα θύελλες και γκρεμούς να δαμάσω
- όλα εύκολα στη ζωή να σου τ’ αφήσω -

Έπειτα, από συνέντευξη θα με πέρναγε ο θάνατος
με παζάρια υπέρβαρη θα ζύγιζε η ψυχή μου
στα σκυλιά θα την χάριζα, δεν θα την πούλαγα
ανταλλάξιμη μέρα, χρόνο να περάσω μαζί σου


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-8-2018

ΜΟΙΧΑΛΙΔΑ


Υπεράνω υποψίας η καύλα και τα πύρινα φιλιά.

Ιδρώτας εξατμίζονται τα λόγια απ’ το λαιμό της.

Πικάντικες γλώσσες βογκούν σε αμαρτωλές διαδρομές.

Καλλιτέχνης του έρωτα ο ένας· ο άλλος απατεώνας.

Μπαγιάτεψε η ηδονή που αγάπησε κατά λάθος τη συνήθεια.
Ξεθώριασε ο έρωτας που πλύθηκε κατά λάθος με λευκαντικό.

Δεν άντεχε ν’ ακούει πόσο πολύ την αγαπά.
Ξένο τον ένιωθε όταν έμπαινε στο κορμί της.
Τα πόδια έσφιγγε τάχα από ηδονή.
Το στόμα έφραζε μην στάξει αηδία.

Ανίδεοι
Αδρανείς
Αμαρτωλοί
Άνθρωποι

- Περιπλανώμενο μπορντέλο ή όλα είναι έρωτας, έγραψε στο σημείωμα που ακούμπησε τη χρυσή της βέρα -



Μαρία Φουσταλιεράκη 20-2-2018

ΌΛΑ ΧΟΡΤΑΙΝONTAI ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ


Όλα τα χορταίνει ο άνθρωπος κάποια στιγμή.

Ακόμα και τον έρωτα κι ας είναι ξεδιάντροπα διεγερτικός, συνέχεια ανήσυχος μα και τόσο τολμηρός.

Συνειδητή εξουσία του δίνουμε, μεγαλύτερη κι από όση αντέχουν οι χτύποι της καρδιάς μας.

Μεγαλύτερο μερίδιο του παραχωρούμε και από όσο του αναλογεί στην αθανασία.

Παγίδα είναι ο έρωτας για να μην πέσουμε στην ωρίμαση γεμάτοι απωθημένα.

Στον αέρα συνεχώς τον κυνηγάμε και το λαχάνιασμα μας κρατάει δυνατούς.

Όταν ξαναβρίσκουμε την αναπνοή, με άγνοια τον προσκαλούμε σε κάθε άγγιγμα ερωτικό.

Άλλο είναι ο έρωτας ο σαρκικός και άλλο είναι η αγάπη η αληθινή.

Πάντα ήταν άλλο η αγάπη.

Αυτή, ώσπου να πεθάνεις, κρατάει τα σπλάχνα σου ζεστά και ζωντανά, κι εκείνα με τη σειρά τους ξεπληρώνουν το χρέος τους σ' εσένα, κρατώντας σε όπως όπως στη ζωή.


Μαρία Φουσταλιεράκη 14-2-2018

ΜΕ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΞΟΡΚΙΖΕ ΤΟ ΚΑΚΟ

                                                    [Πίνακας: Charles Maurin, Maternity, 1893]


Μια μάνα βυθίστηκε βαθιά στη στεναχώρια.
Βρέφη ξαπόσταιναν ήρεμα στην αγκαλιά της.
Πίκρες θα ζούσαν στη ζωή κι ελάχιστες χαρές.
Ανίδεα για τον κόσμο που κληρώθηκαν να ζήσουν.

Με παράξενο νανούρισμα ξόρκιζε το κακό.

"Κανείς δεν πληγώνει τον άλλον άθελά του
κι ας κάνουν τους ξαφνιασμένους όταν αποκαλυφθούν,
ας προσφέρουν άχαρες συγγνώμες' μην τους ακούς,
στο βάθος χαίρονται να ξέρουν πως πονάς
θυμούνται πως γελούσες την ώρα που πονούσαν.
Να θυμάσαι, είναι αμαρτία ο τόσος εγωισμός,
όταν γονατίζουν, τη σεμνότητα καταριούνται
και την εξιλέωση πάντα με δέκα δάχτυλα μετρούν".



Μαρία Φουσταλιεράκη 19-2-2018

Η ΧΑΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ

                                       [Πίνακας, Δημήτρης Μυταράς (18-6-1934/16-2-2017), Καθρέπτης, 1987]


Μόλις βρήκα τη χαμένη μου αδερφή,
έβαψα τα χείλη της με έντονο κραγιόν,
φόρεσα στο στήθος της βαθύ ντεκολτέ
και κούνησα ικανοποιημένη το κεφάλι.

Ή μήπως μόλις με βρήκε η χαμένη μου αδερφή
έβαψε τα χείλη μου με έντονο κραγιόν,
φόρεσε στο στήθος μου βαθύ ντεκολτέ
και κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι;

- Εγώ ήμουν πάντα η χαμένη μου αδερφή
ή η αδερφή που βρέθηκε δεν ήτανε ποτέ χαμένη -

Μαρία Φουσταλιεράκη 17-2-2018

ΕΓΩ, Η ΚΛΕΦΤΡΑ


Ιδιότροπος, περίεργος και αντισυμβατικός άνθρωπος, έτσι λένε για μένα. Συχνά πυκνά το επιβεβαίωνε και η μάνα, συνήθως κατακόκκινη και στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, της έβγαζα την ψυχή όταν ήμουν παιδί. Είναι αλήθεια πως σπάνια θυμάμαι να πηγαίνω με το ρεύμα ή να κάνω ό,τι και τα άλλα παιδιά.
Μεγαλώνοντας, υπήρξαν διαστήματα καθωσπρεπισμού στη ζωή μου, το ομολογώ, όμως τα θυμάμαι και νιώθω αποτυχία ή απογοήτευση, δεν ξέρω τι ακριβώς από τα δύο.
Δεν ήμουν όμως ιδιότροπη, περίεργη και αντισυμβατική με στόχο να ξεχωρίζω ή επειδή ένιωθα μια κάποια μορφή ανωτερότητας ή σνομπισμό. Όχι, καθόλου, μακριά από μένα αυτά. Απλά έχω φυσικό ταλέντο στο να επιστρατεύω φαντασία και εφευρετικότητα ώστε να βρίσκω τις καλύτερες λύσεις.

Να, όπως μία Κυριακή, κάθε Κυριακή ανάβαμε ψησταριές και ψήναμε κρέατα.
Εκείνη τη φορά ξεχάστηκα και δεν αγόρασα ούτε κάρβουνα, ούτε κρέατα.
Όταν έφτασε δώδεκα παρά, όλοι στη γειτονιά ξεκίνησαν να ανάβουν τις ψησταριές και τότε κατάλαβα τι μέρα ήταν. Οι μυρωδιές μου ζάλιζαν το μυαλό, δεν μπορούσα με τίποτα να αντισταθώ, θόλωσα.
Ε, τι να έκανα; Δεν είχα και πολλές επιλογές. Πήδηξα κρυφά στον κήπο του γείτονα, έκλεψα την ψησταριά του, σούφρωσα τη σακούλα με τα κάρβουνα, πλιατσικολόγησα τα μαριναρισμένα του κρέατα μέσα από το τάπερ -το είχε αφήσει κάτω από τη μουριά που είχε δροσιά, και δεν μου έφταναν όλα αυτά, «έβαλα χέρι» και στην κάβα του η αθεόφοβη! Ωραιότατα κρασιά είχε, μπράβο του, να’ ναι καλά ο άνθρωπος.

Δυστυχώς όμως, δεν είμαι τόσο καλή κλέφτρα όσο με θεωρούσα γιατί άφησα πολλά ίχνη πίσω μου και προδόθηκα.
Μία παντόφλα μου βρέθηκε στο παρτέρι του γείτονα –ούτε που κατάλαβα πως την έχασα.
Ένα λουκάνικο χοντρό και μεγάλο, να με το συμπάθιο, είχε πέσει στα σκαλιά και στο τραπέζι του κήπου μου βρέθηκε ένα μπουκάλι κρασί που περίμενε εκεί να «αναπνεύσει».
Αυτά αρκούσαν και περίσσευαν μάλιστα για να καταλάβει ο γείτονας ποιος πεινασμένος «ποντικός» μπήκε στην αυλή του.

Ήρθε έξω φρενών στο σπίτι μου να μου ζητήσει το λόγο, και με το δίκιο του φυσικά. Όλα κι όλα, οφείλουμε να είμαστε δίκαιοι, κι εγώ, αυτό θα έκανα στη θέση του.
Τα πρώτα δευτερόλεπτα που με «έλουζε» με καθόλου όμορφα λόγια ο εξαγριωμένος γείτονας, ομολογώ πως ντράπηκα, ντράπηκα πολύ, όμως δεν ντράπηκα για την κλοπή που διέπραξα, καθόλου, αυτή την έκανα συνειδητά. Που με έπιασε να κλέβω ντράπηκα. Και όχι μόνο ντράπηκα, αλλά νευρίασα κι όλας με τον εαυτό μου.
Με θεωρώ καλή κλέφτρα και μια καλή κλέφτρα όταν την πιάνουν σχεδόν στα πράσα νιώθει πως ταπεινώνεται.

Έδειχνα ψύχραιμη και τον κοιτούσα αμίλητη ενώ παράλληλα σκεφτόμουν όλα τα ενδεχόμενα και τις επιλογές. Γρήγορα κατέληξα πως η λύση ήταν μονόδρομος. Χάρισα λοιπόν το πιο ερωτικό μου χαμόγελο στον θυμωμένο γείτονα και τον έκλεψα κι αυτόν για να μην με μαρτυρήσει.

Είπαμε, είμαι παράξενη και αντισυμβατική. Επίσης είμαι συνηθισμένη στο να βρίσκω ασυνήθιστες λύσεις.


Μαρία Φουσταλιεράκη 16-2-2018

ΕΜΠΕΙΡΙΑ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΩΡΙΜΑΣΗ


Πέρασε καιρός.
Ξέχασα από πότε έχω στ' αλήθεια να ενθουσιαστώ.
Πολύς καιρός που έχω να γοητευτώ,
να παθιαστώ,
να σπαταληθώ
κι έπειτα,
αιφνιδιαστικά ν' απογοητευτώ,
για λίγο μόνο να λυπηθώ
και στο τέλος
από την αρχή να ξεκινήσω.

Εμπειρία, ωρίμαση και χρόνος· η αγία τριάδα.

Κουρέλια ματωμένα κρατώ και καθαρίζω βέλη για τη φαρέτρα μου.
Η εμπειρία, φιλμ νουάρ, δείχνει τη ζωή μου γνώριμη,
ο χρόνος, ως ταινία φαντασίας την κάνει υπεράνω.
Επίγευση χαμένης νεότητας η ωρίμαση,
Απέναντί μου οι ηδονές των σφαλμάτων,
και ο χρόνος,
με ασημένιο κουτάλι ενοχές ανακυκλώνει.
Ου γαρ έρχεται μοναχό του. Ευτυχώς.



Μαρία Φουσταλιεράκη 13-2-2018

ΖΩΗ ΑΔΙΑΦΟΡΗ


Αντί να σηκωθεί από το κρεβάτι τώρα που η ανάγκη να ξαλαφρώσει το αλκοόλ την ξύπνησε, τυλίχτηκε εμβρυακά μέσα στην κουβέρτα, μήτρα παλιά και φιλόξενη.
Ας είναι τα μέλη πιασμένα απ' την ακινησία, ας νιώθει τους μύες ανενεργούς από την απραξία του ύπνου· τίποτα δεν την πείθει να κουνηθεί.
Έχω χρόνο, σκέφτεται, με κλειστά μάτια, δεν υπάρχει βιασύνη. Έχω όλη τη γαμημένη μέρα μπροστά μου για να σηκωθώ. Έχω όλη τη γαμημένη εβδομάδα μπροστά μου για να ξεχαστώ.

Όταν βγω από αυτή την κουβέρτα, θα πρέπει να περπατήσω ξυπόλητη ως το μπάνιο αποφεύγοντας να πατήσω ξερατά, θα πρέπει να πλύνω το πρόσωπό μου από τις μουτζούρες χωρίς να κοιτάζω στον καθρέφτη, θα πρέπει να βουρτσίσω πολλές φορές τα μαλλιά μου από συνήθεια, και οπωσδήποτε θα πρέπει να ξεπλύνω το στόμα μου με αντισηπτικό.

Όταν γυρίσω ξανά στο δωμάτιο, θα ντυθώ με ό,τι ρούχο βρω και είναι ακόμα καθαρό· θα φάω όρθια και ανόρεχτα κάτι άγευστο για πρωινό· θα καταπιώ μαζεμένες τρεις ασπιρίνες με χυμό ανανά για να σταματήσει να γυρίζει το κεφάλι μου τόσο γρήγορα και μετά, αναγκαστικά θα ζήσω τη μέρα.

Θα ζήσω μια ακόμα αδιάφορη μέρα μιας ακόμα πιο αδιάφορης ζωής, ίσα για να περνά ο καιρός από μπροστά μου, και τα σύννεφα από πάνω μου. Και τα δύο περνάνε, χωρίς να νοιάζονται για τις καθημερινές ενδείξεις του θανάτου πάνω στο κορμί μου.

Περνάνε χωρίς να νοιάζονται για κανέναν, και ας ξημερώνουν κάποιες μέρες πιο ασήκωτες και από τον θάνατο.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-2-2018

ΛΙΝΑ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΑ


Τότε που έστρωνα λινά τραπεζομάντιλα
τα βάζα γέμιζα μ’ ολόφρεσκες τουλίπες,
γεμάτο φαγητά το τραπέζι σε περίμενε
οικόσημα φιλιά σε καλωσόριζαν στην πόρτα

- Κεραυνούς αμάσητους κατάπινα
μαζί με καθωσπρέπει τρόπους -

Ήταν τότε που εκκεντρικό μου 'μοιαζε το φεγγάρι
σήμερα μπορώ και το κοιτώ με σφαλιστά τα μάτια

Όλη νύχτα με σβησμένη μηχανή σε περιμένω

Μην βγάλεις τις λάσπες απ’ τα παπούτσια

Τα τραπεζομάντιλα κοιμούνται στη ντουλάπα

Χωρίς μαχαιροπίρουνα το τραπέζι είναι στρωμένο


Μαρία Φουσταλιεράκη 8-2-2018


Η ΘΕΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Μεγαλώσαμε και η θέα της ζωής είναι μαγευτική μόλις ξεπεραστεί η ναυτία.

Ναυτία είναι η μοναξιά του μονολόγου την ώρα που μπερδεύονται τα πόδια, οι λέξεις, τα ρούχα και οι γκριμάτσες.

Άλλωστε, γι' αυτό οι άνθρωποι μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, για να μην νιώθουμε μοναξιά και για να πάμε στον παράδεισο μια νύχτα.

Ο παράδεισος κρύβεται κάτω απ' το προσωπείο γιατί ο σωσίας γεννιέται γυμνός και πεινασμένος.

Κάθε χρόνο κάνουμε μια τεράστια παράκαμψη, μόνο και μόνο, για να βρεθούμε στο ίδιο σημείο, σοφότεροι μα κουρασμένοι σακάτηδες.



Μαρία Φουσταλιεράκη 30-12-2017

Η ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΤΗΣ


Γυμνή ένιωθε, αλλά με μια γύμνια που δεν έκανε τις γυναίκες να κοκκινίζουν στο δρόμο και τους άνδρες να θέλουν να στρίψουν το μουστάκι τους.
Η δική της γύμνια σχετιζόταν με τις σκέψεις που έκανε για τη ζωή και το θάνατο. Όσο περισσότερες έκανε, τόσο βαρύτερο γινόταν το βήμα της και γυμνό.

Σαν τον επιμελή ταξιδιώτη, κάθε φορά που επέστρεφε, ένα ένα έβγαζε τα ρούχα από τη βαλίτσα και τα ξεχώριζε αναλόγως τη βρομιά.

Αυτά που είχε φορέσει μόνο μια φορά, τα μύριζε στις μασχάλες, τα κοιτούσε εξονυχιστικά στο λαιμό και αν δεν έβρισκε σημάδια από λεκέδες, τα κρεμούσε στη ντουλάπα.

Στη δεξιά μεριά κρεμούσε τα φορέματα και εκείνα καμάρωναν και κοκορεύονταν για το μήκος του ποδόγυρου, είχε πολλά φουστάνια, ένα για κάθε περίσταση.

Από τα αριστερά, εκεί που η ντουλάπια είχε  συρτάρια, έβαζε διπλωμένες τις μπλούζες, πάντα ανάλογα με το χρώμα.
Ξεκινούσε να τις φτιάχνει σε στοίβες, αλλά προηγουμένως, τοποθετούσε στον πάτο μαλακό χαρτί.
Πρώτα έβαζε τις λευκές, αυτές που είχαν το χρώμα του χιονιού, έπειτα αυτές που είχαν το λευκό του πάγου, στη συνέχεια αυτές που ήταν ίδιες με τις λευκές ξασπρισμένες από τον ήλιο πέτρες και συνέχιζε με τις όλο και σκουρότερες, ώσπου κατέληγε στις μαύρες που ήταν και οι περισσότερες.

Το μαύρο χρώμα δεν ξεχωρίζει εύκολα, μπερδεύει τους ανθρώπους γιατί πολλές φορές δείχνει πανομοιότυπο. Πώς να ξεχωρίσει κανείς το περιστασιακό μαύρο της απογοήτευσης από το αιφνιδιαστικό μαύρο της ματαίωσης ή το σταδιακό μαύρο της κατάθλιψης από το απόλυτο μαύρο του θανάτου;

Αφού τελείωνε με τα μαύρα και τα θανατερά, στη μέση της ντουλάπας πετούσε εσκεμμένα άτσαλα όλες τις φούστες και τα παντελόνια. Έπειτα, χάζευε τα παράταιρα ζευγάρια που δημιουργούνταν. Της άρεσε να ανακατεύει τα σύμβολα των φύλων και να τα μπερδεύει.

Τα υπόλοιπα ρούχα που έμεναν εκτός ντουλάπας, μύριζαν εμπειρίες και είχαν ίχνη από ανθρώπινες δραστηριότητες. Πιτσιλιές από ποτό στο στήθος, ξεραμένο ιδρώτα στους μηρούς και τις μασχάλες, σάλτσες από λογιών λογιών φαγητά στους γιακάδες. Όλα μαζί τα πετούσε στο καλάθι των απλύτων, με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο έκλεινε τη μύτη της.

Έπειτα, τα ξεχνούσε εκεί για βδομάδες και για μήνες, ώσπου οι λεκέδες σκλήραιναν όπως σκληραίνουν οι κάλοι των φτωχών αγροτών που δουλεύουν τη γη άσπλαχνων γαιοκτημόνων. Από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 12-11-2017