Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΓΩΝΙΑ, ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΥΜΑΡΟΣ,2017



Όταν παίρνω ένα βιβλίο στα χέρια μου πρώτα ρίχνω μια γρήγορη ματιά στη "βιτρίνα του", στο εξώφυλλο δηλαδή, και μετά περιεργάζομαι με την ησυχία μου το οπισθόφυλλο, γιατί εκεί, κατά την άποψή μου, χτυπά η καρδιά του συγγραφέα. Στην αγωνία να μεταλάβει στον αναγνώστη, μέσα σε δυο τρεις παραγράφους, λιγάκι απ' την ψυχή του.
Συνήθως, από αυτές τις λίγες γραμμές καταλαβαίνω αν θα μ' αρέσει η γραφή και η ψυχή του συγγραφέα που είναι κρυμμένη μέσα στις ιστορίες.
Το βιβλίο Μηδενική γωνία δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να με κάνει να το αγαπήσω.
Διαβάζοντας το πρώτο από τα είκοσι ένα διηγήματα, μια ολοζώντανη Κρήτη βγήκε από τις σελίδες του και γέμισε νοσταλγία και ντοπιολαλιά το σπίτι μου, κάνοντάς με να πεθυμώ πολύ το γενέθλιο τόπο μου. Ο θάνατος της κουζουλής Κατίγκως, μού θύμισε τον δικό μας κουζουλό Πίπη, που είχαμε στο χωριό μας και που τον θυμάμαι σαν φάντασμα πια, τόσο αμυδρά. Παράξενο είναι πόσο πολύ μοιάζουν οι τρελοί του χωριού: είναι συνήθως ακίνδυνοι, μοναχικοί άνθρωποι, αλαφροΐσκιωτοι και απόμακροι, που πενθούν μέχρι να πεθάνουν μια χαμένη αγάπη.
Όλα τα διηγήματα που ακολούθησαν μιλήσανε κατ' ευθείαν μέσα στην καρδιά μου. Μου θύμισαν λέξεις και εκφράσεις που είχα χρόνια ν' ακούσω. Μου θύμισαν τα δικά μου παιδικά χρόνια, τις δικές μου αναμνήσεις, τις δικές μου μνήμες από το χωριό.
Έχω μια ακατανίκητη επιθυμία να τηλεφωνήσω στην κρητικιά μάνα μου και να της διαβάσω όλες τις ιστορίες μία προς μία. Θα συγκινηθεί, είμαι σίγουρη, όπως συγκινήθηκα κι εγώ. Όλα τα διηγήματα που διάβασα είναι εξαιρετικά, με δυσκολία ξεχώρισα τον Μεσημερά.
Όλα τους είναι ένα τρυφερό μνημόσυνο στη ζωή αυτών που έφυγαν και στη ζωή αυτών που είναι ακόμα εδώ και αναπολούν τους πεθαμένους περιμένοντας τη σειρά τους (αργά ή γρήγορα όλοι θα τους ακολουθήσουμε).
Μα πρωτίστως, το βιβλίο της Μαρίας Μαραγκουδάκη είναι ένα σεμνό μνημόσυνο χαράς και ευγνωμοσύνης στη ζωή. Για να μην ξεχνάμε πόσο όμορφη είναι μέσα στην απλότητα και στις δυσκολίες της.
Ο θάνατος και ο έρωτας είναι τα κυρίαρχα θέματα της κρητικής πεζογραφίας.
Η αποδόμηση του έρωτα και του θανάτου στα βασικά συστατικά τους, έχει περάσει μέσα στο dna των κρητικών μέσα από το βύζαγμα, γι' αυτό κατέχουν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή τους. (Το κατέουμε καλά εμείς οι κρητικοί)
Εξαιρετική η γραφή της συγγραφέως, πυκνή, ρέει γρήγορα, είναι γραμμένη με ολόσωστα ελληνικά, έχει μια βαθιά (μάλλον έμφυτη) διεισδυτική ματιά στις ψυχές των πρωταγωνιστών της (που φαίνεται να τους γνωρίζει πολύ καλά) και η αφήγηση είναι τόσο δυνατή (με εναλλαγές από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη) που σε συγκινεί.
Με λίγα λόγια είναι ένα βιβλίο καλής λογοτεχνίας που χαίρεσαι να το διαβάζεις.

Μαρία Φουσταλιεράκη 15-5-2018

ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΦΟΝΙΣΣΑ



Δεν σκόπευα ν' ανοίξω το στόμα μου για ν' απολογηθώ. Τι να πω και ποιος να καταλάβει; Προτίμησα να σκύψω το κεφάλι, όχι για ν' αποφεύγω τα μπουκάλια, τους αναπτήρες και τ' άλλα πρόχειρα αντικείμενα που μου πετούσαν βρίζοντάς με, αλλά για να μην βλέπω την απέχθεια και το μίσος στα μαύρα μάτια τους.
Κάπου είχα διαβάσει, θυμάμαι, πως το ξένο μίσος αφήνει ανεξίτηλο λεκέ όταν πέφτει στα ρούχα και πως αν σ' ακουμπήσει σε γυμνό δέρμα, το σημείο εκείνο νεκρώνει και γίνεται μελανό.
Τους άκουγα τι έλεγαν όταν με έβγαλαν άρον άρον έξω από το μεγάλο κτήριο και με έχωσαν βιαστικά σε ένα αυτοκίνητο.
Δεν με καταριόταν όλοι τους. Κάποιοι έλεγαν πως έκρυβα το πρόσωπό μου από ντροπή και κάποιοι άλλοι υπέθεταν πως είχα μετανιώσει και άλλοι, λίγοι, έλεγαν πως δεν είμαι και πολύ στα καλά μου.
Όλοι τους έκαναν λάθος. Τίποτα δεν ήταν αλήθεια απ' όλα αυτά, αλλά δεν σκόπευα να τους διαψεύσω. Δεν σκόπευα να διαψεύσω κανέναν. Δεν θα άνοιγα το στόμα μου να πω κουβέντα. Τι να πω και ποιος να καταλάβει;
Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπό μου τη φόνισσα που είχε σκοτώσει. Εγώ δεν είμαι φόνισσα και δεν σκόπευα να σκοτώσω κανέναν. Τον αγαπούσα πολύ. Μετά όμως, ξαφνικά νύχτωσε και κουνούσε και δεν έβλεπα τίποτα πια μέσα στα πυκνά σκοτάδια.
Δεν ξέρω πώς βρέθηκε ένα ματωμένο μαχαίρι στα χέρια μου. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι εκείνους τους τρομαχτικούς πειρατές με τα παράξενα καπέλα και το βρόμικο αμπάρι που με είχαν πισθάγκωνα δεμένη για μέρες. Α, και μια ανυπόφορη μυρωδιά θυμάμαι από φύκια και χαλασμένα στρείδια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 8-5-2018

ΨΩΜΙ ΒΡΕΓΜΕΝΟ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ



Ήταν παιδί ακόμα και ο κόσμος του φαινόταν μαγικός. Πολλές φορές διέφευγε της προσοχής -δεν ήταν δύσκολο να ξεφύγει από τη μάνα αφού ήταν μονίμως ανασκουμπωμένη και έπλενε, ξεβοτάνιζε, φύτευε, φούρνιζε, κανάκευε-, και πατώντας πάνω σε ένα άδειο καφάσι, σκαρφάλωνε στον τοίχο της πίσω αυλής που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο.
Ο αυλόγυρος πουθενά δεν ήταν πολύ ψηλός, είχε το μπόι ενός φυσιολογικού σε ανάστημα ενήλικα, εκείνος ήταν ακόμα μικρούλης.
Σκαρφαλωμένος πάνω στον τοίχο τα ζεστά απογεύματα, έχοντας από ένα παξιμάδι στο κάθε χέρι - η γιαγιά του φούρνιζε τα πιο νόστιμα παξιμάδια του κόσμου -, μάθαινε τη ζωή παρατηρώντας τον έξω κόσμο.
Του άρεσε να βλέπει τα πρόβατα που γύριζαν από τη βοσκή και το μαλλιαρό τσομπανόσκυλο του βοσκού όταν δεν γαύγιζε όμως τρομαχτικά.
Του άρεσε επίσης να βλέπει τις κότες της γειτόνισσας που το έσκαγαν συχνά από το κοτέτσι γιατί η καημένη γειτόνισσα ήταν γριά και μισότυφλη και δεν καλόβλεπε τις τρύπες στην περίφραξη.
Περισσότερο όμως απ' όλα, του άρεσε να βλέπει τα μεγάλα αγόρια που περνούσαν τρέχοντας έξω από τον τοίχο και πήγαιναν να παίξουν μπάλα στο γήπεδο -ο Θεός να το κάνει γήπεδο, ένα εγκαταλελειμμένο χωράφι ήταν με σκληρό χώμα-.
Τα μεγάλα κορίτσια δεν έπαιζαν μπάλα αν και θα το ήθελαν πολύ. Θα τα σκότωνε η μάνα τους αν χαλούσαν το μοναδικό γερό ζευγάρι παπούτσια που είχαν, έτσι, έκαναν βόλτες πάνω κάτω στον κεντρικό δρόμο τρώγοντας ψωμί με ζάχαρη και βόλτα στη βόλτα κατέληγαν πίσω από το τέρμα του γηπέδου -αυτό που ο Θεός να το κάνει γήπεδο- και καρδιοχτυπούσαν κρυφά για τον τερματοφύλακα 'όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του.
Αυτά και άλλα πολλά είδε στην αναδρομή που έκανε στα μικρά παιδικά του χρόνια. Και άλλες φορές το είχε επιχειρήσει, αλλά ποτέ δεν έφτασε τόσο πίσω.
Σήμερα κατάλαβε επιτέλους αυτό το ανεξήγητο πάθος που είχε για βρεγμένο ψωμί με ζάχαρη πάνω του. Ήταν δεν ήταν τεσσάρων πέντε χρόνων και κάθε που τα κορίτσια πήγαιναν στο γήπεδο, σταματούσαν έξω από τον αυλόγυρό του και του έδιναν από ένα φιλί στο μάγουλο.

Μαρία Φουσταλιεράκη 7-5-2018

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΝΗΛΙΚΟ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ


Μου φαίνεται πως έχω φυλαγμένα γράμματα σ' ένα κουτί με παλιές φωτογραφίες. Όταν ήμουν μικρή, συνήθιζα να γράφω γράμματα στον ενήλικο εαυτό μου· τότε δεν μεταχειριζόμουν τη λέξη ενήλικας, έλεγα μεγάλος.
Σε κάθε γράμμα παρουσίαζα και μια διαφορετική εκδοχή για τη ζωή μου· σε περίπτωση που κάποιο από τα σχέδιά μου δεν πήγαινε και τόσο καλά.
Σε ένα γράμμα, θύμιζα στον εαυτό μου πως τ' αγόρια είναι χαζά και πως καλά θα έκανα να μην έχω και πολλά πάρε δώσε μαζί τους, γιατί τ' αγόρια ξέρουν μόνο να χτυπιούνται μεταξύ τους, να βρίζουν αυτούς που μπορούν και να κοροϊδεύουν στα διαλείμματα τα κορίτσια.
Τότε, σ' εκείνη την ηλικία, ούτε στον εαυτό σου δεν παραδεχόσουν πως σου άρεσαν τ' αγόρια. Στο ίδιο γράμμα, έλεγα στον εαυτό μου να μετακομίσω μόλις γίνω δεκαοκτώ χρόνων και να μην ξεχάσω να πάρω μαζί μου την κούτα με τις παλιές φωτογραφίες και τα γράμματα. Θα μου χρησίμευαν, έλεγα, τις στιγμές που θα αναρωτιόμουν ποια είμαι.

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-4-2018

ΘΙΑΣΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΓΩΝΙΑ


Και μια πλανεύτρα πόλη περνάει ανελλιπώς κάθε πρωί απ' το μπαλκόνι μου -απ' αυτό που κρέμονται λουλούδια καμώνοντας πως είναι ώριμα σταφύλια- και μου κλείνει το μάτι, φλερτάροντας μαζί μου ανοιχτά.
Όμως εγώ, που δεν υποκύπτω στα φλερτ γιατί τα μπούχτισα, και που φοβάμαι όλα τ' αγέννητα γιατί ματιάζουν, μέσα από το τζάμι την κοιτώ και ούτε τα παράθυρα ανοίγω, ούτε κάνω πως βγαίνω από το σπίτι. Δεν βγαίνω πλέον γιατί δεν θυμάμαι πού έκρυψα τα δεύτερα κλειδιά.
Και αφού εκεί πρέπει αναγκαστικά να ζω -όπως ζουν περίπου οι βαρυποινίτες στη φυλακή, αλλά χωρίς ευτυχώς να πρέπει να κάνω την ανάγκη μου μπροστά σε άλλους-, κατασκεύασα για μένα μια ενδιαφέρουσα πραγματικότητα, εφάμιλλη ενός βιβλίου που όλοι μου έλεγαν πως διαβάζοντάς το θα μου άλλαζε τη ζωή. Έκτοτε ζω εδώ, μέσα σ’ αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον. που με δίδαξε το βιβλίο βήμα προς βήμα πώς να το φτιάξω.
Όχι για πολύ ακόμα, λέω δυνατά στον εαυτό μου όταν με βαριέμαι και πλήττω θανάσιμα μαζί μου. Ίσα μέχρι να νιώσω διαφορετικά και μετά θα ζω κανονικά και φυσιολογικά, όπως ζούσα και πριν. Ψέματα λέω στον εαυτό μου. Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν όταν θα νιώσω διαφορετικά και όταν θα βγω από το σπίτι. Καταρχάς δεν θα έχω τι να φορέσω και κατά δεύτερον δεν θα ξέρω ποια ομάδα κέρδισε φέτος το πρωτάθλημα.
Το ουσιαστικό πρόβλημα θα είναι πως δεν θα ξέρω με τι χρώμα ρούχα να πανηγυρίσω το πρωτάθλημα -μήνες τώρα όλα κείτονται βρόμικα στο πάτωμα και χρειάζεται να κάνω πελώριες και κουραστικές δρασκελιές σε όλο το σπίτι όταν περπατώ για να προσπεράσω-.
Έπειτα υπάρχει και το ζήτημα των παπουτσιών. Όλα μου τα παπούτσια κοιμούνται (μακάρια, χωρίς τακούνια) στον πάτο της ντουλάπας. Άχρηστα ήταν τα τακούνια· δεν φοριούνται μέσα στο σπίτι και επίσης δεν είναι ευγενικό να ενοχλείς τον κόσμο που μένει από κάτω με τα εκνευριστικά σου κλακ κλακ. Εξάλλου, κάπου έπρεπε να χρησιμεύσει το πριόνι που αγόρασα παρορμητικά πριν κάτι μήνες.
Οπότε, τώρα, ούτε ρούχα έχω, ούτε παπούτσια μου έμειναν που να φοριούνται κάνοντας εκείνο το εκνευριστικό κλακ κλακ.
Μου έμεινε όμως ένα σώμα και δύο πόδια· δεν έχω παράπονο, παρόλο που τριγυρνάνε μέσα στο σπίτι ερήμην μου. Δεν μου κάνει όμως εντύπωση, πάντα έκαναν του κεφαλιού τους αυτά τα δυο. Φαντάσου, πως από την εφηβεία και μετά, εγώ έπαψα να ασκώ με το ζόρι έλεγχο πάνω τους και αυτά έπαψαν να μου ζητάνε το λόγο για το παραμικρό. Από τότε, όλοι ζούμε ανεξάρτητα από τις επιθυμίες μας και τους στόχους που βάλαμε κάποτε και είμαστε, νομίζω, αρκούντως ευχαριστημένοι: καθένας τράβηξε το δρόμο του, όμως εγώ δεν έφυγα, έμεινα. Μόνη εδώ. Μια χαρά εδώ. Κανείς άλλος εδώ.
Εγώ και ο χρόνος που περνάει κάπου κάπου έξω απ' το παράθυρο και μου πετάει χαλίκια για να με τρομάξει. Έτσι πιστεύει: πως εγώ θα τρομάξω κι εκείνος από την ένταση της τρομάρα μου θα καταλάβει αν ακόμα ζω μόνη. Μάλλον ο χρόνος συγχέει τη μοναξιά με το θάνατο και το ξάφνιασμα με τη ζωή.
Τι να πει κανείς. Εγώ εδώ. Σταθερά εδώ. Σταθερά εδώ και καθόλου ατρόμητη, σταθερά εδώ μα ολίγον άφοβη, σταθερά εδώ και εντελώς κουφή. Σταθερά εδώ. Θιασωτών και Ακολούθων γωνία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 27-4-2018

ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΧΑΜΗΛΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ



Κάποιος να χαμηλώσει την ένταση του κόσμου παρακαλώ.

Δεν θέλω ν' ακούω ούτε τις φωνές τους,
ούτε τις υστερίες τους,
ούτε τα τραγούδια,
αλλά ούτε και τα πανηγύρια τους.

Δεν είναι πως μ' ενοχλεί ο κόσμος· ζω έτη φωτός μακριά του.

Δεν είναι πως παραξένεψα επειδή μεγάλωσα·
παράξενοι γίνονται οι άνθρωποι όταν πηδούν το φράχτη της λογικής.

Ούτε ζηλεύω την επίπλαστη ευτυχία τους' δεν ζηλεύω,
τρέμω γι' αυτούς: τα ετοιμόρροπα μην πέσουν στα κεφάλια τους.

Κάποιος να χαμηλώσει την ένταση του κόσμου παρακαλώ.

Ο θόρυβος προκαλεί πονοκέφαλο στην ηρεμία μου.

Μαρία Φουσταλιεράκη 27-4-2018

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΔΩΡΟ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Welldone, 2017



Το Δώρο είναι ένα βιβλίο-κόσμημα τόσο σε μορφή όσο και σε περιεχόμενο: ακριβό σκληρόδετο εξώφυλλο με μια καθηλωτική φωτογραφία ενός πλάσματος που έχει τα χαρακτηριστικά ενός σκύλου και ενός ανθρώπου, καταπληκτική εικονογράφηση και απίστευτα πρωτοπόρα σύλληψη την ιδέα μιας αυτοβιογραφίας ενός σκύλου.
Το Δώρο είναι γραμμένο από την Κατερίνα και από τη Διώνη· από έναν δίποδο άνθρωπο και από έναν τετράποδο σκύλο.
Από έναν άνθρωπο που σώζει ζώα από βέβαιο θάνατο εδώ και πολλά χρόνια και από έναν πρώην αδέσποτο σκύλο που ο κόσμος του φέρθηκε σκληρά και απάνθρωπα, κακοποιώντας τον βάναυσα.
Με τη συνδρομή του μαγικού ρεαλισμού (γιατί η ανάγνωση δεν αντέχεται διαφορετικά όταν περιγράφει τα βασανιστήρια που κάνουν οι υπ-άνθρωποι στα ζώα), το Δώρο, εκτός από την ενημέρωση και την αφύπνιση που προσφέρει, είναι ένας ύμνος στην ανθρωπιά, στη συμπόνια, στην ενσυναίσθηση και στη δύναμη της άδολης αγάπης.
Δεν χρειάζεται να είσαι φιλόζωος για να σέβεσαι τα πλάσματα που κατοικούν μαζί με σένα στον πλανήτη Γη. Άνθρωπος μόνο χρειάζεται να είσαι. Που σέβεται τον εαυτό του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 25-4-2018

Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ, ΡΕΝΑ ΡΩΣΣΗ-ΖΑΪΡΗ, ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2018



Τα Αστέρια στην άμμο είμαστε εμείς, οι άνθρωποι και ο χαρακτήρας μας ο οποίος διαμορφώνεται από τις περιστάσεις· γιατί κανένας μας δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός.
Τα Αστέρια στην άμμο είναι o μικρόκοσμος των παιδιών και ο μεγαλόκοσμος των ενηλίκων. Είναι το αποτύπωμα των βρεγμένων ποδιών στην άμμο. Είναι το νυχτερινό αεράκι και η χαρμολύπη που ανακατεύει τα μαλλιά και τις ρυτίδες.
Τα Αστέρια στην άμμο είναι τα νεαρά κορίτσια που ονειρεύονται πρίγκιπες, ευτυχία, λευκά γαρύφαλλα και έρωτα, είναι και τα νεαρά αγόρια που ονειρεύονται δόξα, καταξίωση, ακριβά κοστούμια και έρωτα κι εκείνα, μα ο έρωτας έχει το μειονέκτημα να είναι ανυποψίαστος, να είναι ανυπεράσπιστος και ευάλωτος· εύκολη λεία για έναν επιτήδειο.
Ο έρωτας μας κάνει να βλέπουμε μόνο αυτά που λαχταράμε, ν’ ακούμε μόνο αυτά που θέλουμε ν’ ακούσουμε και να καταλαβαίνουμε μόνο τα απολύτως αναγκαία. Μόνο με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται μια δια βίου ζωή μέσα σε πολύχρωμη μπουρμπουλήθρα.
Όμως ο μικρόκοσμος των παιδιών είναι τόσο πολύ διαφορετικός από τον μεγαλόκοσμο των ενηλίκων.
Οι ενήλικες, που θυσίασαν την παιδικότητα στο βωμό του ορθολογισμού, είναι σήμερα οι γονείς που μεγαλώνουν τα παιδιά τους διαπράττοντας τεράστια σφάλματα και εγκλήματα σε φαύλο κύκλο.
Γιατί στον κόσμο των μεγάλων συνυπάρχουν ίντριγκες, ψέματα, μυστικά, διαφθορά, παιχνίδια εξουσίας και γοήτρου, άνθρωποι-μαριονέτες και απατεώνες και Σια.  
Γιατί στον κόσμο των μεγάλων τα κακουργήματα παραγράφονται σε είκοσι χρόνια, ενώ η προδοσία δεν παραγράφεται ποτέ.
Γιατί στον κόσμο των μεγάλων ο πόνος, η ματαίωση και η πίκρα που κληρονόμησαν από τους δικούς τους συγγενείς, κατέχει περίοπτη θέση στη ζωή τους. Είναι ένα παράξενο μίγμα αυτός ο πόνος που μεταλλάσσεται και αλλάζει διαρκώς μορφές: μερικές φορές γίνεται ποτήρι που γεμίζει αλκοόλ ξανά και ξανά γιατί το αλκοόλ μουδιάζει τον πόνο και κοιμίζει την συνείδηση να μην θυμάται, άλλες φορές γίνεται καριέρα και σκληρή δουλειά για να μην μένει ποτέ χρόνος για να τον νιώσει κανείς, και, μερικά αφιλόξενα και κρύα βράδια, μετατρέπεται σε σκύλο που αλυχτάει ως το ξημέρωμα στα βρεγμένα σοκάκια του νησιού. 
Ο σκύλος θα συνεχίσει να αλυχτάει κάθε που βρέχει, μέχρι κάποιος να πληρώσει το τίμημα που δεν είναι άλλο από τη συγχώρεση και την αγάπη.
Και ναι, όλα τα παιδιά δεν είναι τυχερά και όλα τα παιδιά δεν γεννιούνται από γονείς που τα αγαπάνε άδολα, και αυτά τα παιδιά όταν νιώσουν προδομένα, τρέμουν μην μοιάσουν στους γονείς τους μεγαλώνοντας. Και καλά κάνουν και τρέμουν. After all, karma is a bitch.

Μαρία Φουσταλιεράκη 6-5-2018