Και
μια πλανεύτρα πόλη περνάει ανελλιπώς κάθε πρωί απ' το μπαλκόνι μου -απ' αυτό
που κρέμονται λουλούδια καμώνοντας πως είναι ώριμα σταφύλια- και μου κλείνει το
μάτι, φλερτάροντας μαζί μου ανοιχτά.
Όμως
εγώ, που δεν υποκύπτω στα φλερτ γιατί τα μπούχτισα, και που φοβάμαι όλα τ'
αγέννητα γιατί ματιάζουν, μέσα από το τζάμι την κοιτώ και ούτε τα παράθυρα
ανοίγω, ούτε κάνω πως βγαίνω από το σπίτι. Δεν βγαίνω πλέον γιατί δεν θυμάμαι
πού έκρυψα τα δεύτερα κλειδιά.
Και
αφού εκεί πρέπει αναγκαστικά να ζω -όπως ζουν περίπου οι βαρυποινίτες στη
φυλακή, αλλά χωρίς ευτυχώς να πρέπει να κάνω την ανάγκη μου μπροστά σε άλλους-,
κατασκεύασα για μένα μια ενδιαφέρουσα πραγματικότητα, εφάμιλλη ενός βιβλίου που
όλοι μου έλεγαν πως διαβάζοντάς το θα μου άλλαζε τη ζωή. Έκτοτε ζω εδώ, μέσα σ’
αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον. που με δίδαξε το βιβλίο βήμα προς βήμα πώς να
το φτιάξω.
Όχι
για πολύ ακόμα, λέω δυνατά στον εαυτό μου όταν με βαριέμαι και πλήττω θανάσιμα
μαζί μου. Ίσα μέχρι να νιώσω διαφορετικά και μετά θα ζω κανονικά και
φυσιολογικά, όπως ζούσα και πριν. Ψέματα λέω στον εαυτό μου. Τίποτα δεν θα
είναι όπως πριν όταν θα νιώσω διαφορετικά και όταν θα βγω από το σπίτι.
Καταρχάς δεν θα έχω τι να φορέσω και κατά δεύτερον δεν θα ξέρω ποια ομάδα κέρδισε
φέτος το πρωτάθλημα.
Το
ουσιαστικό πρόβλημα θα είναι πως δεν θα ξέρω με τι χρώμα ρούχα να πανηγυρίσω το
πρωτάθλημα -μήνες τώρα όλα κείτονται βρόμικα στο πάτωμα και χρειάζεται να κάνω
πελώριες και κουραστικές δρασκελιές σε όλο το σπίτι όταν περπατώ για να
προσπεράσω-.
Έπειτα
υπάρχει και το ζήτημα των παπουτσιών. Όλα μου τα παπούτσια κοιμούνται (μακάρια,
χωρίς τακούνια) στον πάτο της ντουλάπας. Άχρηστα ήταν τα τακούνια· δεν φοριούνται μέσα στο σπίτι και επίσης δεν είναι
ευγενικό να ενοχλείς τον κόσμο που μένει από κάτω με τα εκνευριστικά σου κλακ
κλακ. Εξάλλου, κάπου έπρεπε να χρησιμεύσει το πριόνι που αγόρασα παρορμητικά
πριν κάτι μήνες.
Οπότε,
τώρα, ούτε ρούχα έχω, ούτε παπούτσια μου έμειναν που να φοριούνται κάνοντας εκείνο
το εκνευριστικό κλακ κλακ.
Μου
έμεινε όμως ένα σώμα και δύο πόδια·
δεν έχω παράπονο, παρόλο που τριγυρνάνε μέσα στο σπίτι ερήμην μου. Δεν μου
κάνει όμως εντύπωση, πάντα έκαναν του κεφαλιού τους αυτά τα δυο. Φαντάσου, πως
από την εφηβεία και μετά, εγώ έπαψα να ασκώ με το ζόρι έλεγχο πάνω τους και
αυτά έπαψαν να μου ζητάνε το λόγο για το παραμικρό. Από τότε, όλοι ζούμε
ανεξάρτητα από τις επιθυμίες μας και τους στόχους που βάλαμε κάποτε και
είμαστε, νομίζω, αρκούντως ευχαριστημένοι: καθένας τράβηξε το δρόμο του, όμως εγώ
δεν έφυγα, έμεινα. Μόνη εδώ. Μια χαρά εδώ. Κανείς άλλος εδώ.
Εγώ
και ο χρόνος που περνάει κάπου κάπου έξω απ' το παράθυρο και μου πετάει χαλίκια
για να με τρομάξει. Έτσι πιστεύει: πως εγώ θα τρομάξω κι εκείνος από την ένταση
της τρομάρα μου θα καταλάβει αν ακόμα ζω μόνη. Μάλλον ο χρόνος συγχέει τη
μοναξιά με το θάνατο και το ξάφνιασμα με τη ζωή.
Τι
να πει κανείς. Εγώ εδώ. Σταθερά εδώ. Σταθερά εδώ και καθόλου ατρόμητη, σταθερά
εδώ μα ολίγον άφοβη, σταθερά εδώ και εντελώς κουφή. Σταθερά εδώ. Θιασωτών και
Ακολούθων γωνία.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 27-4-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...