Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΕΝΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΡΕΤΙΡΕ


Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν με την άφιξη της καινούργιας ενοίκου στο ρετιρέ που μετακόμισε ένα ζεστό σαββατοκύριακο του καλοκαιριού, την ώρα που όλοι σχεδόν στη γειτονιά βρισκόταν σε διακοπές στα εξοχικά τους ή σε κοντινές παραλίες.
Η ψηλομύτα του ρετιρέ, έτσι την αποκαλούσαν στη γειτονιά κάποιοι που θεωρούσαν χρέος τους να γνωρίζουν το τί συμβαίνει στα ξένα σπίτια, γιατί κανένας δε γνώριζε το όνομά της, ούτε και τίποτε άλλο γι' αυτήν.

Όταν ρώτησαν τον ταχυδρόμο της γειτονιάς, που ήξερε άπαντες στην περιοχή σαν παλιός που ήταν, απογοητεύτηκαν. Ούτε εκείνος γνώριζε κάτι, αφού δεν της είχε φέρει ποτέ ως τώρα αλληλογραφία.
Οι πιο τολμηροί, που τους έτρωγε παραπάνω η αγωνία, την καλημέριζαν και την καλησπέριζαν προσπαθώντας να της πιάσουν κουβέντα όποτε την έβλεπαν, αλλά εκείνη πάντα έδειχνε απόμακρη ή αφηρημένη μέσα στις σκέψεις της και ποτέ δεν ανταπέδωσε λέξη σε κανέναν.
Ούτε σε κάποιο κατάστημα της γειτονιάς είχε μπει να ψωνίσει, οπότε όσο δε μάθαιναν κανένα στοιχείο, τόσο το μυστήριο γύρω απ' το πρόσωπό της αυξανόταν.

Το ρετιρέ που νοίκιασε ή αγόρασε η άγνωστη γυναίκα, ήταν από χρόνια ακατοίκητο και φήμες έλεγαν πως οι ιδιοκτήτες του είχαν μεταναστεύσει αιφνιδιαστικά πριν πολλά χρόνια στο εξωτερικό και είχαν αναθέσει έκτοτε σ' ένα δικηγορικό γραφείο να πληρώνει για λογαριασμό τους ό,τι έξοδα προέκυπταν και αφορούσαν το κενό διαμέρισμα.

Κάποιοι που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σ' αυτή τη γειτονιά, έκαναν λόγο για μια παράξενη κατάρα που βάραινε το ρετιρέ εξαιτίας κάποιου εγκλήματος που έγινε μέσα σ' αυτό.
Επειδή κανείς όμως δε θυμόταν αυτή την υπόθεση, το συγκεκριμένο κουτσομπολιό γρήγορα ξεχάστηκε. Του έλειπαν οι πικάντικες λεπτομέρειες για να πιαστούν πάνω τους και να κατασκευάσουν στην ανάγκη μια δική τους ιστορία.

Η καινούργια ένοικος του ρετιρέ, που τη συζητούσε καθημερινά η γειτονιά, ήταν μια γυναίκα ακόμα νέα, ακόμα όμορφη, με καλοδιατηρημένο κορμί και με κορμοστασιά περήφανη και ψηλή. Από το ντύσιμό της, που ήταν προσεγμένο, απλό και κομψό, δε μπορούσαν να υποθέσουν και πολλά.

Υπήρχε όμως κάτι που τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και μάλιστα δεν το παρατήρησαν από την πρώτη στιγμή. Όποιος συναντούσε αυτή τη γυναίκα , είχε και μια διαφορετική εκδοχή για το τί χρώμα είχαν τα παπούτσια της.
Κάποιοι έλεγαν πως πάντα φόραγε χρωματιστά, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν πως πάντα φόραγε μαύρα.

Στην αρχή δεν τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η διχογνωμία, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι πάντα παρατηρητικοί στις λεπτομέρειες και πολλές αποχρώσεις των χρωμάτων τις μπερδεύουν μεταξύ τους.
Όμως ένα τυχαίο γεγονός, στάθηκε αφορμή να δοθεί τεράστια έκταση στο θέμα.

Ένα πρωινό μιας Κυριακής, τέσσερις γειτόνισσες που γύριζαν όλες μαζί από την πρωινή λειτουργία, τη συνάντησαν την ώρα που έβγαινε από την είσοδο της πολυκατοικίας της.
Μόλις η ψηλομύτα απομακρύνθηκε, λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια, διαφωνώντας για το χρώμα των παπουτσιών που φορούσε.

Ο καυγάς ξεκίνησε όταν η νεότερη της παρέας, που ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, θαύμασε φωναχτά τα κατακόκκινα λουστρίνια της. Οι άλλες διαφώνησαν πως φορούσε κόκκινα και η κάθε μία επέμενε πως φορούσε διαφορετικό χρώμα.

Παραλίγο να πιαστούν στα χέρια, αφού όλες επέμεναν πως είχαν δει καλά και καμία δεν έκανε πίσω.
Θύμωσαν η μία με την άλλη και παραλίγο να χαλάσουν τις μακροχρόνιες φιλίες τους, αλλά ευτυχώς μεσολάβησαν κάποιοι καλοί γείτονες και το μάλωμα δεν πήρε δυσάρεστες διαστάσεις.

Δεν ήταν όμως το μοναδικό περίεργο που αφορούσε την εμφάνιση της ψηλομύτας.
Μετά το χρώμα των παπουτσιών, άρχισαν να διαφωνούν και για το χρώμα των μαλλιών της.
Και στη συνέχεια για το χρώμα των ρούχων της.

Ο καιρός περνούσε στη μέχρι τώρα ήσυχη γειτονιά και το μυστήριο της ψηλομύτας του ρετιρέ αυξανόταν καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο.

Μια μέρα, οι ίδιες γυναίκες που παρατήρησαν για πρώτη φορά αυτό το παράξενο που συνέβαινε με τα χρώματα της ψηλομύτας, όταν τη συνάντησαν έξω απ' το σπίτι της, είχαν την ίδια φαεινή ιδέα και μόλις εκείνη τις προσπέρασε, με τα κινητά τους τηλέφωνα τη φωτογράφισαν.
Από την αγωνία τους μήπως δεν προλάβουν έγκαιρα να την απαθανατίσουν, δεν περίμεναν ν' απομακρυνθεί αρκετά και η μυστηριώδης γυναίκα τις αντιλήφθηκε την ώρα που τη φωτογράφιζαν στα κρυφά.
Αμέσως σταμάτησε να περπατά. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη με την πλάτη στραμμένη προς αυτές και μετά γύρισε απότομα.
Τις κοίταξε όλες μία - μία βαθιά μέσα στα μάτια με το παράξενο βλέμμα της και τις κατακεραύνωσε χωρίς ν' ανοίξει το στόμα της.

Οι γειτόνισσες τα ‘χασαν. Αιφνιδιάστηκαν, ντράπηκαν, φοβήθηκαν και σαν βρεγμένες γάτες σκόρπισαν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις του δρόμου.

Την επόμενη μέρα καμία από τις τέσσερις γειτόνισσες δεν ξύπνησε. Όλες βρέθηκαν νεκρές στα κρεβάτια τους.
Ο ιατροδικαστής που εξέτασε ενδελεχώς τα πτώματα, διέγνωσε δηλητηρίαση από τα κόλλυβα που κατανάλωσαν στο μνημόσυνο που πήγαν όλες μαζί την προηγούμενη μέρα.

Για την αστυνομία που κλήθηκε αυτεπάγγελτα, η εγκληματική ενέργεια αποκλείστηκε και η υπόθεση έκλεισε αμέσως μετά την καταδίκη του υπεύθυνου της τροφοδοσίας του μνημόσυνου.

Υπήρχε όμως κάτι που συζητιόταν έντονα στη γειτονιά και που ούτε η αστυνομία, ούτε ο ιατροδικαστής, δε μπόρεσε να δώσει κάποια λογική ή επιστημονική εξήγηση.

Στο μνημόσυνο, εκτός από τις τέσσερις γειτόνισσες, απ' τα ίδια κόλλυβα, έφαγαν παραπάνω από πενήντα άνθρωπο.
Κανένας όμως απ' αυτούς ούτε πέθανε, ούτε καν αρρώστησε.


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-7-2017

ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗΣ


Έτρεμε μη βραδιάσει και δεν προλάβει να κλείσει τους λογαριασμούς της μέρας.
Μόλις νύχτωνε για τα καλά και η θερμοκρασία έπεφτε, κλεινόταν στο δωμάτιό της μέχρι να ξημερώσει.

Τα καλοκαίρια, όλη τη μέρα, την περνούσε στη θάλασσα , μόνη της. Ήθελε τις σκέψεις και το δέρμα της εκτεθειμένα στον ήλιο, να εξαγνιστούν.
Η νύχτα εδώ και χρόνια τα 'κανε και τα δύο ν' ανατριχιάζουν.

Τότε, της ερχόταν στο νου άλλες εποχές, επιπόλαιες, τότε που ζούσε μέσα στη νύχτα.
Τη μέρα, σπάνια την έβλεπε ο ήλιος, κοιμόταν μέχρι αργά το απόγευμα και σχεδόν πάντα όταν ξυπνούσε, είχε νυχτώσει.
Νυχτοπούλι ήταν, όχι από επιλογή στην αρχή, αλλά από ανάγκη.

Τις λίγες φορές που ξεμύτιζε απ' το σπίτι τη μέρα για να διεκπεραιώσει κάποια αναγκαστική συναλλαγή με υπηρεσίες, ένιωθε σαν ψάρι έξω από τα νερά του.
Δεν ήξερε πώς έπρεπε να ντυθεί, πώς έπρεπε να φερθεί και πώς έπρεπε να απευθυνθεί στους ανθρώπους τη μέρα.

Στους ανθρώπους της νύχτας, όχι μόνο ήξερε πώς να τους μιλήσει, αλλά ασκούσε μάλιστα και εξουσία πάνω τους και έχαιρε το σεβασμό τους.

Είχε κάνει δυνατό όνομα στην πιάτσα. Όταν ήταν νέα απολάμβανε πολύ τη δύναμη και την εξουσία που της έδινε το επάγγελμά της.
Την ώρα της δουλειάς, σπάνια ένιωθε άβολα, είχε συνηθίσει τη γύμνια. Δε γινόταν διαφορετικά. Το κορμί της ήταν το εργαλείο της δουλειάς της.

Μονάχα ένα βράδυ, θυμήθηκε, πως ντράπηκε πολύ. Τότε που έφερε τις πίτσες που είχε παραγγείλει για τα κορίτσια, ένας πολύ νεαρός σε ηλικία ντελιβεράς.
Καινούργιος πρέπει να ήταν. Από το κατάστημα που χρόνια τους εξυπηρετούσε, ερχόταν συνήθως ένας τριανταπεντάρης που έγινε στην πορεία και πελάτης της.

Μάλλον δεν είχαν προλάβει να ενημερώσουν το νέο υπάλληλο σε τί είδους σπίτι θα έκανε παράδοση στις δύο τα ξημερώματα.

Γελώντας του άνοιξε ολόγυμνη την πόρτα, μα το χαμόγελό της έσβησε και ένιωσε πρόστυχη για τη γύμνια της όταν αντίκρισε το αθώο πρόσωπό του νεαρού να γίνεται κόκκινο από αμηχανία και ντροπή.

Παιδιά δεν είχε κάνει τότε, και ούτε έκανε και ποτέ, αλλά βλέποντας την αντίδραση του νεαρού, το μητρικό ένστικτο που δεν ήξερε πως είχε, ξύπνησε μέσα της.

Τη στιγμή που άρπαξε μια ρόμπα για να καλύψει όπως - όπως το κορμί της, κατάλαβε πως η πορνεία είναι ένα βαρύ επάγγελμα για να το κάνει η μάνα σου, ειδικά άμα είσαι αγόρι.


Μαρία Φουσταλιεράκη 21-7-2017

ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΜΕ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΟΥΜΕ, ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΓΕΜΑΤΟ ΛΕΞΕΙΣ, ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ



Σ’ αυτούς τους δύσκολους ομολογουμένως καιρούς που ζούμε, έχω την άποψη πως αν λιγάκι αναθεωρήσουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το κόσμο γύρω μας, η ζωή μας μπορεί να βελτιωθεί.
Επίσης έχω την άποψη πως χρειάζεται επειγόντως να βάλουμε έστω λίγη φιλοσοφία στη ζωή μας.

Έχουμε την τύχη να ‘χουμε γεννηθεί στη χώρα που τη γέννησε και της έδωσε λόγο και υπόσταση. Έχουμε την τύχη να είμαστε το λίκνο που τη νανούρισε, την άντρωσε και την παρακολούθησε να μεγαλουργεί. Είναι λυπηρό πως σήμερα την έχουμε σχεδόν ξεχάσει, όχι ως θεωρία, αλλά ως πράξη στην καθημερινότητά μας.

Η φιλοσοφία δεν είναι ένα γνωστικό αντικείμενο που η θέση του είναι στα ράφια της βιβλιοθήκης ή στα γραφεία των μελετητών της. Η φιλοσοφία είναι στάση ζωής, είναι οπτική, είναι όπλο που βοηθά να ζούμε με αξιοπρεπέστερες συνθήκες τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με τους συνανθρώπους μας.

Η μελέτη της φιλοσοφίας έχει πρακτικά οφέλη. Μας βοηθά ν’ αναπτύξουμε μια προσωπική θεώρηση της ζωής.
Χωρίς την πινελιά της φιλοσοφίας στη ζωή μας, εύκολα μπορούμε να μετατραπούμε σε άδεια από πνεύμα σαρκία ή σε ρομπότ που ασθμαίνοντας και βαρυγκωμώντας ζουν την κάθε μέρα όπως τους την υποδεικνύουν.

Η μελέτη της φιλοσοφίας μας βοηθά ν’ αντιληφθούμε τον εαυτό μας σαν ένα μοναδικό στοιχείο ενός τεράστιου συνόλου, που βεβαίως το οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε μας επηρεάζει, αλλά δεν επιτρέπουμε σ’ αυτό να καθορίζει την ποιότητα της ζωής μας.

Και μη βιαστούμε να παρασυρθούμε στη σκέψη πως η ποιότητα ζωής καθορίζεται από το πόσο χρήματα κουβαλάμε στο πορτοφόλι μας. Καμία σημασία δεν έχει το πορτοφόλι στη μοναδική αξία που έχει ο κάθε άνθρωπος.
Τα χρήματα βεβαίως είναι χρήσιμα, αλλά περισσότερο είναι το αναγκαίο κακό που μας χρειάζεται για να πληρώνονται οι λογαριασμοί, τα γούστα και οι υποχρεώσεις μας.

Η προσωπική αξία του κάθε ενός από μας δε μεταβάλλεται ανάλογα με τα ευρώ που διαθέτει ή τα αγαθά που κατέχει.

Ο ίδιος άνθρωπος θα ‘πρεπε να ‘μαστε και να νιώθουμε, είτε έχουμε ένα ευρώ στην τσέπη μας, είτε έχουμε χιλιάδες. Αυτό και άλλα πολλά μας το μαθαίνει η φιλοσοφία.

Μας βοηθά να στέψουμε το βλέμμα μέσα μας και ν’ αντιληφθούμε τον εαυτό μας κυρίως ως πνευματικές οντότητες.

Μας βάζει να σκεφτούμε τις αξίες, να μάθουμε ποιες είναι και να δούμε αν τις κουβαλάμε μέσα μας.

Μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε αν αξίζει τελικά τον κόπο που ανταλλάξαμε τα ιδανικά και τα πιστεύω μας, για να γίνουμε ένα μοντέλο ανθρώπου συμβατό με τη σημερινή κοινωνία.

Η αγάπη για το φυσικό κόσμο που μας περιβάλει. Η αγάπη για τον άνθρωπο.
Η δίψα για τη γνώση. 
Η ανάγκη να καταλάβουμε το λόγο που υπάρχουμε. 
Η αγωνία να δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που είχε, έχει και θα έχει ο άνθρωπος από την εμφάνισή του στη γη, είναι μερικά από τα ζητήματα που θα συναντήσουμε στα μονοπάτια της φιλοσοφίας.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μόνο για να παλεύουμε και να παιδευόμαστε σ’ ένα κόσμο γεμάτο ανισότητες και αδικίες.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μόνο για να κάνουμε τους άλλους να πονάνε και εκείνοι με τη σειρά τους για ν’ απαλύνουν τον πόνο τους, να πονάνε εμάς.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μονάχα για να καλύπτουμε τις βασικές ανάγκες μας, αυτές που έχουν και τα υπόλοιπα ζώντα όντα στον πλανήτη. Δηλαδή να τρώμε, να πίνουμε, να κοιμόμαστε και να κάνουμε έρωτα για ευχαρίστηση και για διαιώνιση του είδους μας.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μόνο για να σπουδάζουμε ή να μη σπουδάζουμε, να μαθαίνουμε μια τέχνη, να δουλεύουμε ολημερίς και στο τέλος του μήνα με το ζόρι να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις μας.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μόνο για να κάνουμε υπομονή και να ζούμε μια επίπονη και δύσκολη ζωή την οποία δε μπορούμε ποτέ να χαρούμε στο εδώ και τώρα όταν τη ζούμε και μονίμως αναβάλουμε την ευτυχία μας για ένα κοντινό ή μακρινό μέλλον.

Δε μπορεί να γεννηθήκαμε μόνο για να φέρνουμε παιδιά στον κόσμο που χωρίς τη δική μας γνώση και καθοδήγηση, να επιβιώνουν κατά τύχη, να μεγαλώνουν κατά τύχη, να ζουν κατά τύχη και να πεθαίνουν κατά τύχη στο τέλος.

Δε μπορεί να είναι μόνο αυτά η ζωή. Σίγουρα για κάποιο ανώτερο σκοπό έχουμε γεννηθεί.

(Σκοπίμως δεν αναφέρονται φιλοσοφικά ρεύματα, τάσεις και θεωρίες. Σκοπός του άρθρου δεν είναι να παρουσιάσει μία ή περισσότερες ιδανικές φιλοσοφικές θεωρίες, μα να δώσει ερεθίσματα στον αναγνώστη να ανατρέξει σε βιβλία φιλοσοφία. Μ.Φ.)


Μαρία Φουσταλιεράκη 20-7-2017

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Οι μικρές απολαύσεις της ζωής. Οι στιγμές, οι γεύσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα και τα αρώματα που δίνουν λάμψη στο βλέμμα και γίνονται αναμνήσεις άξιες να τις θυμάται κανείς.

Ο ήχος απ' τα παγάκια στον αγαπημένο σου καφέ λίγο πριν σουρουπώσει.

Τα δάχτυλα που στις άκρες τους έχουν μείνει τ' απομεινάρια του σοκολατένιου πειρασμού στον οποίο δεν πρόβαλες και καμιά σπουδαία αντίσταση.

Το ανδρικό άρωμα ενός περαστικού που σε έκανε να κοντοσταθείς γιατί σου θύμισε ένα παλιό σου έρωτα.

Η μυρωδιά απ' το βούτυρο στα σπιτικά ποπ κόρν την ώρα που περιμένεις να ξεκινήσει η ταινία στο pc.

Τα τσουγκρίσματα της παρέας στο μπαλκόνι που ήρθαν να πιουν μια παγωμένη μπύρα μαζί σου.

Τα δευτερόλεπτα που στέκεσαι αναποφάσιστη και γυμνή μετά το μπάνιο, μπροστά στο ανοιχτό συρτάρι με τα εσώρουχα κι αυτό που διαλέγεις μαρτυρά το πόσο σέξι νιώθεις απόψε.

Στιγμές. Λίγες στιγμές. Πολλές στιγμές. Σημαντικές στιγμές, όμορφες, μικρές ή μεγάλες. Στιγμές μέσα στη μέρα. Στιγμές που όταν τις θυμάσαι, τα χείλη βάφονται με χαμόγελα και η ψυχή γεμίζει με γλύκα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 19-7-2017

ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΡΩ


Κοιτάζω τα παιδιά και απορώ. Πότε πρόλαβαν τόσο πολύ να μεγαλώσουν;
Χθες ήταν που καρδιοχτυπούσα γι' αυτά κι αναρωτιόμουν αν έκανα καλά που τα 'φερα σ' ένα τόσο δύσκολο κόσμο να ζήσουν. Σήμερα ξέρω πως έπραξα σωστά.

Στα ρωμαλέα κορμιά, εκτός από την τρυφερή καρδιά, κατοικεί κι ένα μπόι που 'χει σταλάξει μέσα του η νιότη όλη της τη σοφία. Η ζωή τα έχει μπολιάσει με όλη τη γοητευτική άγνοια της.

Τα παιδιά μεγαλώνουν είτε εμείς είμαστε έτοιμοι γι' αυτό, είτε όχι.

Μεγαλώνουν και μας χρειάζονται όλο και λιγότερο, είτε μας αρέσει, είτε όχι.

Ενηλικιώνονται και ανδρώνονται ερήμην μας. Ερήμην των συμβουλών μας.

Ερήμην της καθοδήγησης και των νουθεσιών μας.

Μακριά από μας κάνουν τα λάθη που οφείλουν στο εαυτό τους και μακριά από μας παίρνουν τις λάθος αποφάσεις για τη ζωή τους πριν καταλήξουν στις σωστές.

Απέναντι από μας και όχι δίπλα μας ανακαλύπτουν σιγά - σιγά τον εαυτό τους.

Και πολύ καλά κάνουν.
Στην πορεία εξελίσσονται καλύτεροι άνθρωποι από μας. Δεν απορώ καθόλου μ' αυτό.

Χρέος της γενιάς τους είναι σε όλα να μας ξεπεράσουν.

Πάντα θα κοιτάζω τα παιδιά με θαυμασμό και θ' απορώ για το πόσο γρήγορα μεγαλώνουν.


Μαρία Φουσταλιεράκη 18-7-2017

ΞΕΝΙΤΙΑ


Θα μάθω, όλα θα τα μάθω, μη με φοβάσαι εμένα, είμαι σκληρό καρύδι. Εσύ κοίτα μόνο να μη στεναχωριέσαι, μ' ακούς; Τον καημό της ξενιτιάς θα τον συνηθίσω.
Εσένα λυπημένη δεν αντέχω πια να βλέπω.
Δεν την άφησε να 'ρθει στο λιμάνι να τον αποχαιρετίσει, ούτε και τις αδερφές του. Ήθελε αδάκρυτες να τις θυμάται.

Στο βάθος της βαλίτσας κουβαλούσε το εικόνισμα που τον όρκισε η μάνα να πάρει μαζί του. Του το 'δωσε την ώρα που του 'δινε την ευχή της. Μεγάλο χρέος κουβαλούσε στις πλάτες το αμούστακο. Ασήκωτη έγινε κι η βαλίτσα στα τρυφερά χέρια. Το χρέος ήταν βαρύ.
Οι αδερφές σε ηλικία γάμου και η μάνα χήρα. Φοβόταν μήπως δεν τα καταφέρει, μα δεν το 'λεγε σε κανέναν.
Μόνο αυτόν είχαν για προστάτη τους, κι ας ήταν, δεν ήταν καλά - καλά είκοσι χρονών.

Τα πρώτα λεφτά που έπιασε στα ξένα , τα 'στειλε όλα στην πατρίδα. Για να φτιάξουν ένα αξιοπρεπή τάφο στον πατέρα.
Την επόμενη χρονιά με τα λεφτά που έστειλε, παντρεύτηκε η μεγάλη αδερφή. Του 'στειλαν φωτογραφίες να την καμαρώσει. Η μικρή αδερφή έμεινε κοντά στη μάνα, μάθαινε μοδίστρα εκείνη την εποχή.

Κάθε χρόνο έστελνε λεφτά στη μάνα. Κάθε χρόνο υποσχόταν στον εαυτό του να πάει να τη δει, μα κάθε χρόνο μια ανάγκη τους ήταν πιο σημαντική απ' την παρουσία του.

Πέρασε μισό αιώνα στην ξενιτιά, τη συνήθισε αναγκαστικά. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, απάλυναν τον καημός του.

Αργότερα πάντρεψε και τη μικρή αδερφή, την προίκισε πλουσιότερα απ' ότι τη μεγάλη, είχαν ανοίξει οι δουλειές του για τα καλά.
Ο καημός της μάνας αβάσταχτος, της έλειπε πολύ. Ήθελε να δει το γιο της πριν κλείσει τα μάτια.

Το τηλεγράφημα το έλεγε ξεκάθαρα. Έπρεπε να έρθει επειγόντως, η υγεία της είχε επιδεινωθεί, δύσκολα θα έβγαζε και φέτος τη χρονιά. Το αποφάσισε. Άφησε στο πόδι του το μεγάλο γιο που είχε μάθει καλά τη δουλειά. Από μικρό τον έπαιρνε μαζί του όταν τέλειωνε τα διαβάσματα του σχολείου.

Η γυναίκα του θα τον ακολουθούσε στην Ελλάδα αν της το ζητούσε, μα δεν της το ζήτησε. Ήταν ξένη, δε θα καταλάβαινε, όσο κι αν της το εξηγούσε στη γλώσσα της, το χρέος που είχε ο γιος απέναντι στη μάνα. Το χρέος απέναντι σ' εκείνη που του έδωσε ζωή.
Ταξίδεψε με αεροπλάνο, κουβαλούσε τρεις βαλίτσες για αποσκευές. Έφερνε δώρα για όλους και κυρίως για τα ανίψια που μόνο στις φωτογραφίες είχε δει. Ανυπομονούσε να τα γνωρίσει. Όλους ανυπομονούσε να τους σφίξει στην αγκαλιά του.

Χαμογέλασε στη σκέψη πως σύσσωμη η οικογένεια τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Έβαλε τη μάσκα του ύπνου και τεντώθηκε στο αναπαυτικό κάθισμα της πρώτης θέσης.

Στα πόδια βόλεψε τη μικρή χειραποσκευή που είχε μαζί του.

Πάνω - πάνω είχε βάλει τον πανάκριβο φορητό υπολογιστή που χρειαζόταν για να παρακολουθεί τις επιχειρήσεις του.

Στον πάτο είχε βάλει την εικόνα της Παναγίας που του είχε δώσει η μάνα να τον φυλάει στα ξένα. Την είχε τυλίξει με καθαρά πανιά να μη λερωθεί. Ήταν ένας καλός γιος.


Μαρία Φουσταλιεράκη 17-7-2017

ΈΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ


Το παγκάκι στην παραλία που είχες χαράξει τ' αρχικά μας, το θυμάσαι;
Ο Δήμος το ανακύκλωσε και στη θέση του τοποθέτησε ένα πέτρινο, γεμάτο με γκράφιτι, από νέους που φοβούνται τον έρωτα πιο πολύ κι απ' το θάνατο.

Το ζαχαροπλαστείο που με πήγαινες τ' απόβραδα τις Κυριακές, το έκλεισε με βαριά καρδιά ο ιδιοκτήτης. Δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό οι φρέσκιες κρέμες και τα αγνά του βούτυρα.

Ακόμα και το καλό εστιατόριο που γιορτάζαμε κάθε χρόνο την επέτειό μας, δεν υπάρχει πια. Τα γκαρσόνια του βρήκαν εύκολα δουλειά αλλού, μα αναγκάστηκαν ν' αποχωριστούν τις λευκές ποδιές και τους καλούς τους τρόπους.

Τώρα που το σκέφτομαι, τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο στην πόλη απ' όταν έφυγες.

Ευτυχώς που δε ζεις για να τη δεις. Μπορεί να μη σου αρέσει πια. Έχει γίνει αγνώριστη. Οι άνθρωποί της έχουν σκυθρωπιάσει περισσότερο κι απ' τα κτίρια. Γκρίζοι έχουν γίνει κι ας φοράνε φανταχτερά χρώματα στα ρούχα τους.

Καλύτερα που έφυγες νωρίς, δε θα 'χα πολλά όμορφα πράγματα να σου δείξω, εκτός ίσως απ' τα μονοπάτια στο δάσος που θα 'καναν βόλτες τα γηρατειά μας.

Σήμερα, ξένα χέρια γεμισμένα με ρυτιδιασμένες αγάπες τα περπατάνε ασθμαίνοντας.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-7-2017

ΚΑΛΟΣΥΝΗ, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ


Το παραδέχομαι. Χωρίς ντροπή. Στα νιάτα μου, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ενηλικίωσής μου υπήρξα αφελής. Αφελής με εξαιρετική επιτυχία. Πίστευα χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε τί που έβλεπα και χωρίς δεύτερη κουβέντα βεβαίωνα μέσα μου σαν αλήθειες αυτά που άκουγα.
Σαν καθολική και αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα, θεωρούσα όλα αυτά που έβλεπα και άκουγα. Τους ανθρώπους γύρω μου τους αντιμετώπιζα με ειλικρίνεια και με καλή προαίρεση, κι έτσι πίστευα πως μ’ αντιμετώπιζαν, όχι μόνο εμένα, αλλά και όλους τους ανθρώπους, με ειλικρίνεια και εκείνοι.
Αυτή η οπτική, με οδήγησε ν’ αναπτύξω μια στάση ζωής στην οποία έβλεπα με καλοσύνη όλο τον κόσμο. Εξάλλου η αφέλεια είναι το ακριβώς αντίθετο της πονηριάς, του ψέματος και της δολοπλοκίας.

Η αφέλεια μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να μην είναι ξεκάθαρο, αλλά κρύβει μέσα της μια αυθεντικότητα και μια γνησιότητα. Έχει μια φυσική άρνηση να βλέπει γύρω της παντού εχθρούς. Γιατί ο εχθρός, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές, είναι ένας και μοναδικός. Εμείς. Ο αδύναμος και κακός εαυτός μας. Ο δύστροπος και κακομαθημένος εαυτός μας. Ο εγωιστής και παρτάκιας εαυτός μας, που το οπτικό του πεδίο έχει περιοριστεί τόσο μεγαλώνοντας, ώστε δε βλέπει πέρα από τη μύτη του.

Βάζοντας στο ζύγι τη ζωή ως τώρα, τις εμπειρίες που έζησα, τις καταστάσεις που πέρασα, τα μαθήματα που διδάχτηκα, τελικά δε βγήκα χαμένη. Κι ας έχω ακούσει πολλά ως τώρα. Μέχρι και το ανεκδιήγητο “αποκλείεται να είσαι τόσο καλή όσο φαίνεσαι”. Ε λοιπόν, είμαι καλός άνθρωπος. Και δεν αποτελώ καμιά φοβερή εξαίρεση. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε καλοί. Τουλάχιστον στο ξεκίνημα της ζωής μας. Γιατί απλά, όλοι μας γεννηθήκαμε τέλειοι.

Τέλειοι σαν μικροί επίγειοι θεοί. Πολύ αργότερα, από δική μας κακή επιλογή, φορέσαμε ρούχα αλλεργικά στην καλοσύνη. Με δική μας υπαιτιότητα πήγαμε ενάντια στη φύση μας και μετατρέψαμε το θεϊκό εαυτό που κουβαλάμε σε ένα πλάσμα που ακόμα κι εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμαστε να συμπαθήσουμε πολλές φορές.

Θυμάμαι, τότε που ήμασταν μικρά παιδιά, το χειρότερο που μπορούσε να μας συμβεί, ήταν να μας πει ένα άλλο παιδί, πως δε μας συμπαθεί και πως δε θα παίξει μαζί μας. Και μας πλήγωνε πολύ αυτό.
Σήμερα, φτάσαμε στο σημείο να μη συμπαθούμε τον εαυτό μας έτσι που φερόμαστε στους ανθρώπους γύρω μας.
Γιατί όσο και να μην το παραδεχόμαστε, τουλάχιστον απ’ έξω μας, μέσα μας, ξέρουμε πολύ καλά αν συμπεριφερόμαστε όμορφα ή άσχημα στους συνανθρώπους μας.

Το οξύμωρο της υπόθεσης βέβαια είναι, πως όλοι θαυμάζουμε τους ανθρώπους που φέρονται με καλοσύνη και μας αρέσει. Αυτούς τους ανθρώπους τους παινεύουμε, τους εκθειάζουμε σε παρέες, τους ζηλεύουμε καμιά φορά και τους αποζητάμε να υπάρχουν στη ζωή μας σαν φίλοι, σαν σύντροφοι, σαν γνωστοί και σαν συνεργάτες.

Όμως οι ίδιοι δεν επιδιώκουμε να μοιάσουμε σ’ αυτούς που θαυμάζουμε. Να γίνουμε κι εμείς άξιοι θαυμασμού και παινεμάτων.
Θαυμάζουμε κάτι που το αποκλείουμε απ’ τον εαυτό μας. Θαυμάζουμε ξένους ενώ μπορούμε να γίνουμε πρώτα εμείς οι άνθρωποι που θαυμάζουμε.
Δεν υπάρχει κάποιο κρυμμένο και εφτασφράγιστο μυστικό που γνωρίζουν μονάχα ορισμένοι εκλεκτοί ή κάποια μαγική συνταγή για να συνυπάρχουμε αρμονικά και με αγάπη όλοι οι άνθρωποι μεταξύ μας. Αν στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου βλέπουμε τον εαυτό μας, τους γονείς μας που σεβόμαστε, τα παιδιά μας που λατρεύουμε, αν στο συνάνθρωπο φερόμαστε όπως θα θέλαμε και μας αξίζει να μας φέρονται, τότε ο κόσμος θα γύριζε πιο αρμονικά, πιο εύκολα, πιο όμορφα και σίγουρα πιο ευτυχισμένα για όλους μας.

Ας οραματιστεί ο κάθε ένας από μας τον εαυτό του όχι σαν μια ξεχωριστή οντότητα ή σαν μονάδα, αλλά σαν ένα πολύτιμο και μοναδικό, χρυσό κρίκο μιας τεράστιας ανθρώπινης αλυσίδας που είναι ενωμένη μ’ ένα κοινό ομφάλιο λώρο.
Αν αυτό το κάνουμε εικόνα ίσως πιο εύκολα καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να παραμείνει γερή και ενωμένη αυτή η αλυσίδα.



Μαρία Φουσταλιεράκη 13-7-2017

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Ο έρωτας θυμίζει καλοκαίρι
πόθοι ιδρωμένοι`
ρούχα φαρδιά`
χωρίς εσώρουχα`
λαχταρά ανώνυμες γνωριμίες


Μαρία Φουσταλιεράκη 11-7-2017

ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΑΝΟΙΧΤΑ


Απόψε αφήστε τα παράθυρα ορθάνοιχτα
να μπει η πανσέληνος και να κοιτάξει στα μονά κρεβάτια.

Μετά θα διαβάσει τις σελίδες που πετάχτηκαν στα σκουπίδια,
Θα στείλει τα μηνύματα που δε βρήκαν το κουράγιο μόνα τους
να πατήσουν αποστολή
και όταν τελειώσει 
θα πιει μονορούφι στο μπαλκόνι
ένα ποτηράκι στην υγειά των μοναχικών ανθρώπων.

Ως το ξημέρωμα θα 'χουν βρεθεί για όλους
οι δικαιολογίες που τους  χρειάζονται.


Μαρία Φουσταλιεράκη 9-7-2017

ΚΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΚΙ Η ΣΤΙΓΜΗ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η “ΣΩΣΤΗ” ΓΙΑ ΖΗΣΕΙΣ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΑ!



Ούτε κατάλαβε πως πέρασε η ώρα. Όταν βγήκε απ’ την κρυψώνα είχε νυχτώσει βαθιά. Τα πυκνά φυλλώματα απ’ τα δένδρα κατέβαιναν χαμηλά, δίνοντας αόρατο άλλοθι σ’ όποιον, όπως εκείνη, δεν ήθελε να φανερωθεί.
Ολόκληρη η ζωή της ήταν άλλοθι προκειμένου να γίνεται το δικό της. Αρκεί να περνούσε πάντα το δικό της. Το πείσμα το είχε πρόχειρο. Το ψέμα, όπου χρειαζόταν, στην άκρια της γλώσσα. Όμως τη συγχωρούσαν όσοι ήταν δίπλα της. Ήταν όμορφη. Εύκολα συγχωρούν οι άνθρωποι τις όμορφες γυναίκες που αγαπούν ακόμα κι αν είναι ελαφρόμυαλες.

Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε κάτω απ’ το σπίτι του στα κρυφά. Τί έψαχνε ν’ ανακαλύψει, ούτε εκείνη ήξερε καλά – καλά.

Όποτε άκουγε τη λέξη όχι απ’ το στόμα του, φουρκιζόταν. Έπρεπε πάση θυσία ικανοποιούνται οι επιθυμίες της, αλλιώς το κακομαθημένο μικρό, ξυπνούσε μέσα της.
Απόψε της είχε πει όχι, δε μπορούσαν να συναντηθούν. Είχε μια έκτακτη συνάντηση και μάλλον θα τέλειωνε αργά. Στην αρχή εκείνη δεν είχε αντιδράσει. Στο βάθος της καταλάβαινε πως οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του θα στέκονταν αρκετές φορές εμπόδιο στις απαιτήσεις της. Έκανε πως είχε συμβιβαστεί και φρόντιζε να μην ξεπερνά κατά πολύ τα όρια. Δεν ήθελε να τον χάσει απ’ τη ζωή της.

Αυτό που την έκανε απόψε να πάρει την αβασάνιστη απόφαση και να συρθεί ύπουλα σαν φίδι κάτω απ’ το σπίτι του για να δει αν θα γυρίσει μόνος, ήταν πως δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά της.
Αρκετές φορές τον είχε καλέσει απ’ το απόγευμα και κάθε φορά η κλήση της είχε την ίδια τύχη. Ευτυχώς που δε γνώριζε πού θα γινόταν η επαγγελματική συνάντηση, γιατί διαφορετικά εκεί έξω θα τον περίμενε.

Βέβαια δε θα του άρεσε καθόλου. Ούτε άμα την έβρισκε εδώ, απέναντι σχεδόν απ’ το σπίτι του, θα του άρεσε. Γι’ αυτό είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα της συστοιχίας των δένδρων.
Κίνηση ιδιαίτερη δεν είχε τέτοια ώρα στη γειτονιά του. Τα εμπορικά καταστήματα είχαν κλείσει και εκείνη ντυμένη στα μαύρα και στα σκοτεινά μέσα στο αυτοκίνητο για να μη δίνει στόχο, τον περίμενε με ανυπομονησία να γυρίσει.

Αν την έπιανε εξ απήνης να τον κατασκοπεύει θα του ‘λεγε πως ήρθε να του κάνει έκπληξη. Όλα τα είχε σκεφτεί πάνω στην ανησυχία της. Είχε πάρει κι ένα βιβλίο μαζί της. Δεν ήξερε πόση ώρα θα χρειαζόταν να περιμένει ώσπου να τον δει, ανακουφισμένη, να βγαίνει μόνος του απ’ το αυτοκίνητο.

Αυτό ήταν που φοβόταν. Μην είχε μπει άλλη γυναίκα στη ζωή του. Δε θα του έριχνε άδικο, δεν του φερόταν πάντοτε καλά. Μέσα της το παραδεχόταν όποτε την έπιαναν εσωτερικές κρίσεις ειλικρίνειας. Τελευταία, του είχε κάνει δύσκολη την καθημερινότητα. Είχε παράλογες απαιτήσεις και από κείνον και από τη σχέση τους. Σε απίθανες στιγμές του ζητούσε να παρατήσει τη δουλειά του και να πάει να τη βρει, στη μέση σημαντικών διαπραγματεύσεων τον παρακαλούσε να πάνε ένα ταξίδι και το σημαντικότερο όλων, τον πίεζε να κοιμάται όλο και συχνότερα στο σπίτι της.

Εκείνος από τον πρώτο καιρό είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του. Άσε να δούμε πως θα κυλήσει με μας και μετά βλέπουμε, της έλεγε. Εκείνη είχε πεισμώσει. Ο καιρός κυλούσε δύσκολα στη σχέση. Ολοένα και λιγότερα καπρίτσια της ικανοποιούσε, ολοένα και αραιότερα κοιμόταν σπίτι της και τελευταία, όταν τον ζόριζε πολύ, της έλεγε πως είχε κουραστεί από την απαιτητική και ανώριμη συμπεριφορά της και πως αυτή την όμορφη σχέση που προσπαθούσαν να χτίσουν, θα τελείωνε άδοξα εξ αιτίας της.

Οι ανασφάλειες είχαν χτυπήσει κόκκινο απόψε. Γι’ αυτό πήρε την απόφαση να τον παρακολουθήσει. Το καταλάβαινε πως εξωθούσε τα πράγματα μεταξύ τους σε δρόμους γελοίους, μα η σκέψη πως θα τη χώριζε της είχε θολώσει το μυαλό δε σκεφτόταν λογικά.

Ούτε η ίδια δεν ήξερε αν αντιδρούσε μ’ αυτές τις γελοιότητες επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί του ή επειδή παρέμενε ένα κακομαθημένο και συναισθηματικά ανώριμο και προσκολλημένο παιδί.
Είχε κουραστεί και είχε πιαστεί στο αυτοκίνητο να σκέφτεται και να περιμένει. Το βιβλίο στο κάθισμα του συνοδηγού ήταν ανοιχτό στην πρώτη σελίδα. Δεν κατάφερε να διαβάσει, δε μπορούσε καθόλου να συγκεντρωθεί.

Απόψε είχε σκεφτεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή της. Για τη ζωή της και για το πώς αντιδρούσε.
Κατέληξε πως ήταν ένα μεγάλο λάθος το αποψινό και πως αν ο σύντροφός της είχε αποφασίσει να την αντικαταστήσει γιατί δεν τον έκανε πλέον ευτυχισμένο, δε μπορούσε να κάνει κάτι για να τον αποτρέψει. Θα είχε απόλυτο δίκιο. Εκείνη αν ήταν στη θέση του νωρίτερα θα είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια.

Πήρε την τσάντα της από το πίσω κάθισμα και έψαξε για το κινητό της να δει τι ώρα ήταν. Στην αγωνία της μη χάσει την είσοδο του σπιτιού του απ’ τα μάτια της, είχε ξεχάσει ν’ αλλάξει τη λειτουργία του από αθόρυβο, σε ενεργό. Όταν το πήρε στα χέρια της, μια έκπληξη την περίμενε. Την είχε καλέσει και της είχε στείλει μήνυμα πριν από δέκα λεπτά.

Της έλεγε πως αναβλήθηκε η σημερινή του συνάντηση και πως βρήκε την ευκαιρία να προσαρμόσει το πρόγραμμα της επόμενης βδομάδας για να πάνε την εκδρομή που επίμονα του ζητούσε. Γι’ αυτό δεν απάντησε στις κλήσεις της. Για να μη χαλάσει την έκπληξη που της ετοίμαζε. Ήταν κάτω απ’ το σπίτι της και την περίμενε με τα εισιτήρια στο χέρι και τις βαλίτσες φορτωμένες στο αυτοκίνητο.


Μαρία Φουσταλιεράκη 6-7-2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΣΤΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ


Το ναι και το ίσως αντιμετωπίζονται χωρίς ιδιαίτερη αγωνία,
εκτός από τις περιπτώσεις που σημειώνονται με κόκκινο στυλό.

Σ' αυτές, μέσα στο ερωτηματικό του άλικου χρώματος
κρύβεται όλη η αγωνία της μετάβασης από την ανυπαρξία
στην όποια σημαντικότητα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 5-7-2017

ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ


Περίμενε τον πόθο κάποτε να τιθασευτεί
τον καβάλο να κουραστεί ένστικτα να ζεσταίνει
το λογισμό να πάψει κοντά φουστάνια να φορά
το κορμί έρωτες ακριβούς να ξεχρεώσει.

Περίμενε πολλά χρόνια κάτω απ' τη σκιά
ανόητα οι ζωές ξοδεύονταν μπροστά του
καινούριες ηθικές φτιάχνονταν από πηλό
γυμνές στον ήλιο ξάπλωναν να τις εξαγνίσει.

Πέρασαν από μπροστά του όλες οι γενιές
οι σοβαρές, τερμάτισαν μ' απώλεια στη μνήμη
φήμες εξαγοράζονταν με ύποπτες συναλλαγές
στο πάτωμα μαραίνονταν όλες οι φρέσκιες δάφνες.

- Κασσάνδρες προβληματισμένες απ' τον άξαφνο συνωστισμό
διττές ερμηνείες υπέγραφαν τυφλά προς πάσα νόμιμη χρήση –


Μαρία Φουσταλιεράκη 30-6-2017

ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ ΔΕ ΜΕ ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ


Κι όμως.
Τίποτα πια δε με εκπλήσσει,
κανένας δε με ρίχνει από γκρεμούς,
ιδανικά δε στεγνώνω με πιστολάκια
στα μανταλάκια δεν κρεμάω ηθικές.

Χαμόγελα στα όνειρα χαρίζω,
η λάμψη κρύβεται στη σιγουριά,
αν δεν είχα ψυχές να λογοδοτήσω
θ' αποσυρόμουν πιθανόν στοχαστικά.

Τέτοια μουρμουρίζει ο εαυτός μου
σκέτο όταν πίνω μαζί του τον καφέ

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-6-2017


ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑ ΠΑΘΗ


Σ' ένα κόσμο
που ξέχασε
να δηλωθεί,
που 'χει παγώσει
κι όπου τον βγάλει,
ζουν ακόμα
αυθεντικοί,
καράβι σέρνουν
μ' αυτοσχέδια πάθη


Μαρία Φουσταλιεράκη 30-6-2017

ΣΤΟ ΠΑΡΜΠΡΙΖ


Στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου αντί για ερωτική επιστολή
ή έστω 
ένα μαραμένο τριαντάφυλλο,
βρήκα όχι μία,
αλλά δύο κλήσεις, για παράνομη στάθμευση επιθυμιών.


Μαρία Φουσταλιεράκη 29-6-2017

ΑΤΑΚΤΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ


Κάποιες άτακτες φαντασιώσεις λιποτακτούν την ώρα που οι κυρίες βαριανασαίνουν στον ύπνο τους.
Βρίσκουν ευκαιρία να παίξουν κρυφτό με τα καθώς πρέπει σύνεργα που φυλάνε στο συρτάρι με τα εσώρουχα.
Όχι σ' αυτό με τα σέξι δαντελωτά, μα στο πιο κάτω, σ' αυτό που φυλάνε τα σιδερωμένα βαμβακερά.


Μαρία Φουσταλιεράκη 27-6-2017

ΕΝΑΣ ΦΤΗΝΟΣ ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ


Ένας φτηνός ανεμιστήρας ανίκανος στέκεται.
Δε μπορεί να διώξει την κάψα από 'να κορμί.
Οι απουσίες, την κάψα του θεριεύουν μόλις νυχτώνει.
Τα ξένα φιλιά, λαύρα, μα υποκατάστατα φτωχά,
περαστικοί απ' το κορμί και αγύρτες επισκέπτες κάθε νύχτας.



Μαρία Φουσταλιεράκη 27-6-2017

Η ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠ' ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΦΕΥΓΕΙ, ΜΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠ' ΤΟ ΜΥΑΛΟ


Όταν μου ζητούν να μιλήσω για μένα, λέω γι' αυτά που αγαπώ, γι' αυτά που νοσταλγώ, γι' αυτά που με στοιχειώνουν, μα και γι' αυτά που μ' ενοχλούν μέσα όσο και γύρω μου.
Το μυαλό μου δεν πάει εκείνη την ώρα πως ο συνομιλητής περιμένει ν' ακούσει από μένα για ηλικίες, για επαγγέλματα, για σπουδές, για την οικογενειακή μου κατάσταση και γι' άλλα τέτοια τετριμμένα.
Το αντιλαμβάνομαι την ώρα που βλέπω την έκπληξη στο βλέμμα του.
Παρεμβάλλω τότε αναγκαστικά ανιαρές πληροφορίες για μένα.
Πως κοντεύω να γίνω μεσήλικας σύμφωνα τα πρότυπα της κοινωνίας, αλλά εγώ δεν το κατάλαβα ακόμα.
Πως σε λίγα χρόνια θα γίνω γιαγιά και ανυπομονώ, αλλά και πως ενώ ξέρω πως είμαι μεγάλη, κατά βάθος αισθάνομαι ακόμα παιδί γιατί συνεχίζω να εκπλήσσομαι από τα θαυμαστά του κόσμου και όλο ψάχνω ευκαιρίες για να ξανακαθίσω στα θρανία και να τα μάθω. Τον Οκτώβρη που θα μας έρθει για μερικούς μήνες θα ξαναγίνω φοιτήτρια.
Μόλις το λέω αυτό, θυμάμαι ένα μέρος που δεν αξιώθηκα ακόμα να επισκεφθώ και το λέω φωναχτά στο συνομιλητή μου.
Πως κάποια μέρη μ' έχουν στοιχειώσει κι ας μην τα έχω δει ακόμα από κοντά. Ιδιαίτερα κάποια δύσβατα βουνά και η αγρίλα τους. Με ελκύει ώρες - ώρες να τα πάρω για τα καλά, όταν δεν αντέχω και νιώθω πως έχω κουραστεί.
Πολλά πράγματα με κουράζουν, ειδικά όταν κάνει ζέστη και ιδρώνω. Δε μ' αρέσει καθόλου να ιδρώνουν οι ρίζες των μαλλιών μου και να σγουραίνουν. Τα θέλω ίσια και πειθαρχημένα τα μαλλιά μου. Ακριβώς σαν εμένα.
Και ο κόσμος πολλές φορές με κουράζει. Με κουράζει ο βεντετισμός και η ανοησία που κουβαλά. Με κουράζει όταν έχει έπαρση χωρίς αντίκρισμα.
Αντίθετα, εκτιμώ τους ανθρώπους που είναι ψώνια. Αυτούς όμως που έχουν τα προσόντα να είναι ψώνια και το υποστηρίζουν με τόση φυσικότητα, όπως όταν αναπνέουν.
Εκεί ο συνομιλητής, ανάλογα σε ποια κατηγορία ανήκει, θέλει να πάρει θέση και μάλιστα έντονη.
Για ν' αποφύγω περαιτέρω δυσάρεστες και για τους δυο μας αναλύσεις, αλλάζω έντεχνα θέμα.
Ρωτάω το συνομιλητή μου για το μεγάλο έρωτα της ζωής του.
Αυτόματα το πρόσωπό του αλλάζει, φωτίζεται. Μειδιά ή χαμογελά και διστακτικά στην αρχή ξεκινά να μου μιλά.
Οι άνθρωποι μπορούν να μιλάνε με τις ώρες για το μεγάλο έρωτα της ζωής τους.
Είναι πολύ όμορφο να βλέπει κανείς πόσο πολύ μοιάζουμε οι άνθρωποι στις αντιδράσεις μας όταν είμαστε ερωτευμένοι.


Μαρία Φουσταλιεράκη 27-6-2017

ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ



Δίχως πολλές αποσκευές
κι ένα εισιτήριο να μετανιώνω
σε δυο βελόνες αιχμηρές
χρόνια ξεκίνησα να μπαλώνω


Μαρία Φουσταλιεράκη 27-6-2017

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ


Τι να κάνεις σ' ένα μπαλκόνι που βλέπει στο Αιγαίο
αν δεν έχεις φυλαγμένο πολύ καλοκαίρι μέσα σου;

ή

αν δεν κουβαλάς μέσα σου καλοκαίρι
στο μπαλκόνι που βλέπει το γαλάζιο
μόνο τις σκόνες στα κάγκελα θα δεις



Μαρία Φουσταλιεράκη 25-6-2017

ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΜΟΥ


Το ανέκδοτο με το γείτονα το ξέρετε; Αυτό μου θύμισε το σημερινό ξύπνημά μου. Και το χθεσινό. Και το προχθεσινό. Για να είμαι ειλικρινής, σχεδόν όλα τα πρωινά μου ξυπνήματα, το ανέκδοτο μου θυμίζουν.
Έρχεται ο γάτος στις 5:30 το πρωί και νιαουρίζει γιατί θέλει χάδια, παιχνίδια και φαγητό, αδιαφορώντας αν εγώ νυστάζω γιατί διάβαζα ως τις 3.
Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου τον ξεγελάω, τον χαϊδεύω λιγάκι και του μιλάω μήπως με λυπηθεί. Μετά από λίγο μάλλον θυμάται πως πεινάει κι όλας και γίνεται επίμονος. Ανεβαίνει στο κεφάλι μου, νιαουρίζει μέσα στ' αυτιά μου, περπατάει πάνω μου και δεν ησυχάζει.
Με σκουντάει, δαγκώνει το σαγόνι μου και αναγκαστικά ξυπνάω, σηκώνομαι και τον ταΐζω. Αφού φάει ο κύριος και χορτάσει, βρίσκει ένα ωραίο μέρος και κοιμάται ως το μεσημέρι.
Εγώ βεβαίως έχω ξαγρυπνήσει και δεν ξανακοιμάμαι. Κάνω καφέ, ανοίγω ραδιόφωνο και άλλη μια μέρα ξεκινάει νωρίς για μένα που μέχρι να νυχτώσει μου φαίνεται ατελείωτη.
Βέβαια για να πω και του στραβού το δίκιο, καλό μου κάνει το τόσο πρωινό ξύπνημα γιατί χάρη στο γάτο έχω διαβάσει πολλά βιβλία και έχω γράψει πάρα πολλά κείμενα.

Θα σας διηγηθώ το ανέκδοτο και θα καταλάβετε γιατί το συσχετίζω με το πρωινό μου ξύπνημα.
Ήταν λοιπόν ένας άνδρας που στριφογύριζε στο κρεβάτι του και ύπνο δεν είχε.
Μουρμούριζε, αναστέναζε, άλλαζε συνέχεια πλευρό και όλο ουφ και ουφ ξεφυσούσε. Η ώρα είχε πάει 3 κι αυτός ακόμα δεν είχε ηρεμήσει και δεν είχε κοιμηθεί.
Απ' την ανησυχία ξύπνησε και η γυναίκα του που κοιμόταν δίπλα του και τον ρώτησε τί του συμβαίνει.
Άστα γυναίκα, της είπε, αύριο το πρωί πρέπει να επιστρέψω στο γείτονα τα δανεικά που του πήρα, αλλά δεν τα έχω.
Αυτό είναι όλο; του απάντησε, γι' αυτό σκας άνδρα μου; Άστο πάνω μου, σιγά το ζήτημα του λέει και σηκώνεται, φοράει τη ρόμπα της, φοράει τα πασουμάκια της και τσουπ τσουπ πάει στο σπίτι του γείτονα.
Χτυπάει επίμονα το κουδούνι, κοιμόταν ο χριστιανός μακάρια, και μετά από ώρα της ανοίγει αναμαλλιασμένος.
Το και το γείτονα, του λέει η γυναίκα. Μην περιμένεις τα δανεικά που σου χρωστάει ο άνδρας μου αύριο το πρωί γιατί δεν τα έχει και φεύγει.
Γυρνάει στο σπίτι της, το λέει στον άνδρα της και εκείνος ήσυχος πλέον, σβήνει το φως και κοιμάται σαν πουλάκι.
Ο γείτονας απ' την άλλη, μάτι δεν έκλεισε ως το πρωί.


Μαρία Φουσταλιεράκη 25-6-2017

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ


Όσο μεγαλώνουμε και ανακαλύπτουμε τον κόσμο, διαπιστώνουμε πως οι άνθρωποι γύρω μας είναι πολύ διαφορετικοί από μας. Στον τρόπο που σκέφτονται, που αγαπούν, που μιλάνε, που υπόσχονται, που δακρύζουν, που ζουν.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που αλλάζουμε κατά καιρούς, ιδανικά, κοσμοθεωρίες, όρκους, παρέες, συντρόφους, φίλους, και γνωστούς.
Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όταν αποχωρώ από κάπου για ηθικούς λόγους, πάντα φεύγω αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες και μετά την πρώτη φυσιολογική απογοήτευση, λέω από μέσα μου πως δεν πειράζει.
Αν έστω και ένας συνάνθρωπος ωφελήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από την παρουσία μου, είναι τεράστιο το ηθικό κέρδος για μένα και άρα καθόλου δεν πειράζει. Γι' αυτό και μόνο το λόγο, άξιζε κάθε δευτερόλεπτο κόπου και χρόνου.
Ανθρώπινο είναι να προσπαθούμε πάντα να δικαιολογήσουμε παράλογες καταστάσεις, να δώσουμε ελαφρυντικά και να μπούμε στη θέση του άλλου γιατί είναι δύσκολο ν’ αποδεχτούμε πως πιστέψαμε κάτι καθαρό που δεν ήταν τελικά και τόσο καθαρό.
Ανθρώπινο και δύσκολο είναι επίσης να πείσεις τον εαυτό σου πως το ζήτημα της προσωπικής ηθικής είναι ένα περίπλοκο φιλοσοφικό ζήτημα.
Στην καθημερινότητα, πολλές φορές, η ηθική γίνεται ένα ρούχο βολικό για να το βάζει και να το βγάζει καθένας, ανάλογα με τις ανάγκες και τα συμφέροντά του.
Η ηθική όμως όπως και να ‘χει, είναι μια προσωπική μα και παγκόσμια ταυτόχρονα υπόθεση.
Εγώ, όταν απομακρύνομαι από ανθρώπους που έχουν ηθική ασύμβατη με τη δική μου, με παρηγορεί η σκέψη πως κάθε άνθρωπος είναι υπόλογος μονάχα για τις δικές του πράξεις.
Η ωριμότητα μας μαθαίνει πόσο όμορφο είναι να μεγαλώνουμε και να εξελισσόμαστε σε σκεπτόμενους ανθρώπους.
Ωριμάζοντας από ηλικία και εμπειρίες, αξιολογείς τα πάντα γύρω σου όχι πια με ένα επιπόλαιο και αγνό συναίσθημα, αλλά αρχίζεις να υποψιάζεσαι πως δυστυχώς όλα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Καμιά φορά όσο πιο "φαίνονται" είναι, τόσο πιο καχύποπτος και υποψιασμένος πρέπει να είσαι.
Το εντελώς αντίθετο δηλαδή του "αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις".
Συνήθως είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις. Συν πολλά ακόμα, που εννοείται, εσύ τα αγνοείς.
Δεν είναι κακό να είναι υποψιασμένος κάποιος με τους ανθρώπους που τον πλησιάζουν.

Αν έχουμε υποψίες και δεύτερες σκέψεις, έχουμε ένα πολύ δυνατό σύμμαχο για να μας βοηθήσει να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη, σε μια λογική σειρά. Το μυαλό μας. Και μάλιστα το μαθηματικό μυαλό μας.
Γιατί όταν ένα και ένα κάνουν πάντα δύο, η λογική θα καταφέρει να πείσει με κάποιο τρόπο το καλοπροαίρετο συναίσθημα, πως όσο και να το θέλει, ένα και ένα, τρία δε θα γίνουν ποτέ.
Οι αριθμοί επειδή είναι τέλειοι και δεν έχουν συναισθήματα, ποτέ δεν προδίδουν και ποτέ δεν προδίδονται.
Οι άνθρωποι έχουν αυτό το αποκλειστικό προνόμιο. Να προδίδουν. Όχι όμως τους άλλους, όπως ανόητα οι ίδιοι πιστεύουν, αλλά τον ίδιο ασήμαντο τον εαυτό τους.


Μαρία Φουσταλιεράκη 24-6-2017