Το
παγκάκι στην παραλία που είχες χαράξει τ' αρχικά μας, το θυμάσαι;
Ο
Δήμος το ανακύκλωσε και στη θέση του τοποθέτησε ένα πέτρινο, γεμάτο με γκράφιτι,
από νέους που φοβούνται τον έρωτα πιο πολύ κι απ' το θάνατο.
Το
ζαχαροπλαστείο που με πήγαινες τ' απόβραδα τις Κυριακές, το έκλεισε με βαριά
καρδιά ο ιδιοκτήτης. Δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό οι φρέσκιες κρέμες και τα αγνά
του βούτυρα.
Ακόμα
και το καλό εστιατόριο που γιορτάζαμε κάθε χρόνο την επέτειό μας, δεν υπάρχει
πια. Τα γκαρσόνια του βρήκαν εύκολα δουλειά αλλού, μα αναγκάστηκαν ν'
αποχωριστούν τις λευκές ποδιές και τους καλούς τους τρόπους.
Τώρα
που το σκέφτομαι, τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο στην πόλη απ' όταν έφυγες.
Ευτυχώς
που δε ζεις για να τη δεις. Μπορεί να μη σου αρέσει πια. Έχει γίνει αγνώριστη.
Οι άνθρωποί της έχουν σκυθρωπιάσει περισσότερο κι απ' τα κτίρια. Γκρίζοι έχουν
γίνει κι ας φοράνε φανταχτερά χρώματα στα ρούχα τους.
Καλύτερα
που έφυγες νωρίς, δε θα 'χα πολλά όμορφα πράγματα να σου δείξω, εκτός ίσως απ'
τα μονοπάτια στο δάσος που θα 'καναν βόλτες τα γηρατειά μας.
Σήμερα,
ξένα χέρια γεμισμένα με ρυτιδιασμένες αγάπες τα περπατάνε ασθμαίνοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...