Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ

                                                                    Beryl Cook


Όλοι νόμιζαν πως ήταν μια παράξενη, ξιπασμένη, ξοφλημένη, δύστροπη μα πλούσια παλιόγρια.
Κάποιοι, μάλιστα, έλεγαν πίσω από την πλάτη της πως τα έχανε σιγά σιγά, γιατί συχνά πυκνά, στις αγαπημένες της οικογενειακές συγκεντρώσεις, την έβλεπαν να χαμογελά εν μέσω διαφωνιών.
Στην πραγματικότητα, η ηλικιωμένη δεν καυγάδιζε με τους συγγενείς της, μονάχα διαφωνούσε μαζί τους και αρνιόταν σε ό,τι και να της πρότειναν.
Άργησαν πολύ να καταλάβουν πως η μόνη της χαρά, τα τελευταία χρόνια, ήταν να λέει σε όλα όχι.

Μαρία Φουσταλιεράκη 26-3-2019

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΒΑΖΑ ΒΕΝΖΙΝΗ

                                                           Chagall, Μπλε τοπίο, 1949


Τον είδα με την άκρη του ματιού μου . Ο υπάλληλος έβαζε βενζίνη στο αυτοκίνητό του ενώ εκείνος καθάριζε έναν ανύπαρκτο λεκέ στην πεντακάθαρη οροφή. Χαμογέλασα στη γνώριμη σκηνή και κρύφτηκα πίσω από μια κυριούλα· περίμενε κι εκείνη το λεωφορείο, θα πήγαινε να πάρει την εγγόνα της απ' τον παιδικό σταθμό, την αγαπημένη της, αυτήν που της είχαν δώσει το όνομά της.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο με συμπαθούν οι ηλικιωμένοι και συχνά μου πιάνουν την κουβέντα σε στάσεις λεωφορείων και στην ουρά στο σούπερ μάρκετ. Στο τέλος, εκείνοι με γεμίζουν με ευχές και εγώ τους ανταποδίδω χαμόγελα κατανόησης.
Σίγουρα πηγαίνει σε ρομαντικό ραντεβού. Το ξέρω γιατί δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς. Είναι περιποιημένος, τα μαλλιά του είναι καλοχτενισμένα και σίγουρα μοσχομυρίζει καθαριότητα. Από εδώ που στέκομαι δεν μπορώ να τον μυρίσω, αλλά, παραδόξως, μυρίζω το άρωμά του στην άκρη της μύτης μου. Ακόμα με αναστατώνει αυτό το άρωμα. Ακόμα μου γεννάει σεισμούς αυτό το αρσενικό.
Ήμασταν τόσο αταίριαστοι μα και τόσο ίδιοι. Δύσκολη ένωση. Ζηλεύαμε φρικτά ο ένας τον άλλον και κανένας δεν έκανε πίσω στους καυγάδες. Ας όψεται ο εγωισμός και οι ισχυρές προσωπικότητές μας. Ας προσέχαμε. Αλλά δεν προσέχαμε και, να, τώρα που δεν έχουμε. Τώρα, παίρνει ο καθένας αγκαλιά το πείσμα του και κοιμάται μόνος τα βράδια.
Πλήρωσε τον υπάλληλο και έκανε να φύγει. «Ωχ, όχι! Νομίζω πως με είδε. Έρχεται προς το μέρος μου. Το μυαλό μου μού λέει: τρέχα, αλλά τα πόδια μού λένε: στάσου».
Η κυριούλα μού τραβάει το μανίκι. «Χλώμιασες» μου λέει.
«Είσαι καλά;».
«Καλά είμαι» της απαντάω και ορμάω στο πρώτο λεωφορείο που έφτασε στη στάση. Δεν έχω ιδέα πού πάει, αλλά μου φτάνει που θα με πάρει μακριά από δω. Όχι, δεν θα μείνω να δω τη συνέχεια. Το έχω δει πολλές φορές αυτό το έργο. Απ' έξω κι ανακατωτά το έχω μάθει πια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 5-3-2019

ΟΤΑΝ ΚΑΝΩ ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

                                               The human condition – Rene Magritte


Κάθομαι στον καναπέ και είμαι ακίνητη. Έχω βολευτεί τόσο καλά που μοιάζω με άγαλμα. Κοιτάζω το παράθυρο. Η κουρτίνα είναι μόνιμα τραβηγμένη- έχω ανάγκη να βλέπω τον κόσμο έστω και φυλακισμένο- και ξέρω ακριβώς τι ώρα είναι χωρίς να χρειάζομαι ρολόι. Ξέρω πως είναι η αγαπημένη μου ώρα. Συνεχίζω να κάνω το άγαλμα και μένω ακίνητη με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω. Έχω κλειστά τα μάτια μου και περιμένω τον ήλιο. Κάθε απόγευμα, κάθε τέτοια ώρα, ίδια ηλιοτρόπιο εγώ, λούζομαι με ήλιο. Πρώτα βλέπω τις λαμπερές ακτίνες και κατόπιν τις νιώθω στο πρόσωπό μου. Νομίζω πως μου λείπει φροντίδα και είναι η μόνη μου ευκαιρία να την αποκτήσω αν βρίσκομαι στην κατάλληλη θέση, την κατάλληλη ώρα και ακίνητη. Όσο οι ακτίνες μού χαϊδεύουν το πρόσωπο και τα μαλλιά, νιώθω θαυμάσια, ανάλαφρη και όμορφη. Δεν πονάω, δεν νιώθω θλίψη, δεν έχω ανάγκες, δεν μου λείπει τίποτα. Κάθε τέτοια ώρα, σ' αυτά τα λίγα λεπτά που κάνει ο ήλιος να ξεψυχήσει, είμαι στ' αλήθεια ευτυχισμένη.

Μαρία Φουσταλιεράκη 4-3-2019

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑΞΙ

                                                                              Kenton Nelson


Είχαν κοπεί τα πόδια μου. Η καρδιά μου έκανε όσο θόρυβο κάνει το αντλιοστάσιο στο χωριού του παππού μου. Έβγαλα διακριτικά τη βεντάλια που κουβαλούσα πάντα στην τσάντα μου, σήκωσα διακριτικά το φουστάνι μου και έκανα αέρα ανάμεσα στα μπούτια μου.
Ευτυχώς έκανε ζέστη σήμερα, έτσι αν κάποιου το μάτι έπεφτε κάτω απ' το τραπέζι, το πολύ πολύ να νόμιζε πως είμαι υπερβολική· δεν έκανε δα τόση ζέστη.
Είχα σκυλοβαρεθεί και ο ιδρώτας που έτρεχε στην πλάτη μου με έκανε να νιώθω βρόμικη.
Σηκώθηκα απότομα και χωρίς να δώσω εξήγηση στους συγγενείς, πήρα την τσάντα μου και ψέλλισα στο αυτί του άντρα μου πως μου αδιαθέτησα και γι' αυτό φεύγω.
Μου έκανε ένα αόριστο νεύμα πως θα βρεθούμε αργότερα και συνέχισε να λέει χαζογελώντας, το ανέκδοτο που έλεγε πάντα στις οικογενειακές συνεστιάσεις.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το ανέκδοτο με εκνεύριζε και μού τριβέλιζε το μυαλό όση ώρα περίμενα για ταξί. Ήταν εντελώς ανόητο, σεξιστικό και χυδαίο: έλεγε για έναν κακομοίρη και αδαή κερατά που όλοι κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του.
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου που δεν ερχόταν ταξί. Είπα ψέματα πως πάω στο σπίτι επειδή τάχα λερώθηκα, η αλήθεια είναι πως έφυγα γιατί δεν άντεχα άλλο να ακούω τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Μπάφιασα, βλέπεις όλο το σόι ήταν σε απαρτία σήμερα!
Ταξί δεν έβλεπα στον ορίζοντα, η ορθοστασία με είχε κουράσει αφάνταστα, το φούντωμα στο κορμί μου ξαναγύρισε και το ταμπούρλο -που χτυπούσε μέσα στο στήθος μου- με έκανε να φοβηθώ πως αν πάθω –αυτή τη στιγμή- κρίση πανικού, δεν θα μπορέσω να την ελέγξω με τις τεχνικές που ήξερα.
Είχα σκύψει το κεφάλι και ανέπνεα ρυθμικά μετρώντας από μέσα μου. Κάποιος μού μιλούσε -το ήξερα χωρίς να βλέπω πρόσωπο- άκουγα μόνο μια φωνή, μα δεν ξεχώριζα καθόλου λέξεις.
Η αναπνοή μου ήρθε κάποια στιγμή στα συγκαλά της και η καρδιά μου χτυπούσε επιτέλους, σχετικά, φυσιολογικά. Η καταστροφή είχε αποφευχθεί· για την ώρα τουλάχιστον.
Ένας άνδρας, ένας γοητευτικότατος νεαρός άνδρας με κοιτούσε με ανησυχία και με ρωτούσε επίμονα, ξανά και ξανά, αν είμαι καλά και αν χρειαζόμουν ιατρική βοήθεια. Τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του και του εξήγησα πως, περιμένοντας για ταξί, ένιωσα μια ξαφνική σκοτοδίνη -μια δυσφορία- μα πως τώρα νιώθω αρκετά καλύτερα.
Προσφέρθηκε ευγενικά να με πάει με το αυτοκίνητό του στον προορισμό μου, και χωρίς να πολυσκεφτώ, απάντησα αγανακτι-σμένη: κάπου που να μην με βρει ποτέ κανείς. Τους σιχάθηκα όλους.
Πού να 'ξερα εκείνη τη στιγμή πως αυτός ο άγνωστος άνθρωπος θα πραγματοποιούσε αυτήν την άμυαλη επιθυμία μου.
Και που να 'ξερε κι εκείνος, πως δεν χρειαζόταν να ασκήσει τόση βία. Θα του δινόμουν οικειοθελώς. Το είχα αποφασίσει πολύ πριν δω τη λάμψη της λεπίδας να λάμπει μέσα από τα μάτια του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 19-2-2019

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗΣ

                                                      Malcolm T. Liepke


Μόνο όταν μεγάλωσα, συνειδητοποίησα πως ο κύριος..., ο οικογενειακός μας φίλος, ήταν παιδεραστής· παλιά, αυτές τις λέξεις δεν τις ξέραμε. Ο κύριος... ήταν οικογενειακός φίλος και συνεργάτης του θείου μου. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας και πηγαίναμε και εμείς επίσκεψη στο δικό του. Είχε μια κόρη και έναν γιο, συνομήλικους μ' εμάς, και κάναμε καλή παρέα. Πηγαίναμε στο γυμνάσιο τότε.
Ο κύριος... ήταν ψηλός, γεροδεμένος και καθόλου όμορφος - του έλειπε ένα μπροστινό δόντι και στο κεφάλι του είχε ήδη φαλάκρα-, αλλά ήταν μάγκας. Οι κινήσεις, τα λόγια, -τα έλεγε ωραία ο άτιμος-, το στήσιμό του γενικότερα, παρέπεμπε στην ιδανική εικόνα που είχα, τότε, για τους άντρες.
Έναν τέτοιον άντρα ονειρευόμουν να βρω. Όχι αυτόν, ούτε καν περνούσε απ' το μυαλό μου κάτι τέτοιο -είχε την ηλικία του πατέρα μου- εγώ τον γιο του είχα βάλει στο μάτι, αλλά, δυστυχώς, εκείνος δεν είχε κληρονομήσει τη μαγκιά του πατέρα του: ήταν μεν πολύ όμορφος, αλλά ήταν επίσης και πολύ κακομαθημένος και ψευτόμαγκας.
Όταν ο κύριος... άρχισε να με ρωτάει - κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι- για αγόρια και σεξ, ντρεπόμουν να του απαντήσω γιατί δεν είχα σπουδαίες εμπειρίες να του διηγηθώ. Ερμήνευσε τον δισταγμό μου για ντροπαλοσύνη και άρχισε να με παινεύει πως τάχα, δεν μπορεί, αποκλείεται, θα έκαναν ουρά τ' αγόρια για ένα τόσο όμορφο κορίτσι, που είχε και τόσο τέλειο σώμα.
Εγώ πίστεψα πως μου έκανε τόσα γενναιόδωρα κομπλιμέντα για να μου δώσει θάρρος και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και δεν σκέφτηκα στιγμή πως μπορεί να με κοιτάζει ερωτικά. Αφού ξεπέρασα την αρχική ντροπή όταν μιλούσαμε για σεξουαλικά ζητήματα, ξεκίνησα να τον βλέπω σαν συνομήλικο -παρόλη την τεράστια διαφορά ηλικίας που είχαμε- και όταν μια φορά με κάλυψε στη μαμά μου -που παραλίγο να με τσακώσει με αναμμένο τσιγάρο στο στόμα- κέρδισε αιώνια ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη, εκτός από την παντοτινή φιλία μου.
Σαν καλά φιλαράκια, λοιπόν, που γίναμε, πηγαίναμε συχνά οι δυο μας για καφέ, για τσίπουρα και για φαγητό, και πάντοτε κάναμε -ομολογουμένως- όμορφες και βαθυστόχαστες συζητήσεις. Μου φερόταν ευγενικά, φιλικά, με πρόσεχε σαν σπάνιο λουλούδι και ποτέ δεν άπλωσε πονηρά χέρι πάνω μου και δεν υπονόησε, έστω, κάτι ερωτικό για εκείνον και για μένα.
Στο σπίτι μας, εκτός από τις φορές που τον καλούσαν οι γονείς μου, πολλές φορές ερχόταν για καφέ και όταν έλειπαν. Πάντα μου έφερνε τσιγάρα, τσίχλες και τις αγαπημένες μου σοκολάτες. Ένιωθα πολύ τυχερή που είχα έναν τόσο καλό φίλο και καθόλου δεν με παραξένευε που μου ζητούσε να κρατάω κρυφές, από όλους, τις συναντήσεις μας.
Μια φορά, ένα μεσημέρι που ήρθε για καφέ, με βρήκε κλειδαμπαρωμένη και με κατεβασμένα τα πατζούρια, στο δωμάτιό μου, σε κακή ψυχολογική κατάσταση: ήμουν πολύ στεναχωρημένη, έκλαιγα επειδή είχα μαλώσει άσχημα με τον φίλο μου και το είχα πάρει κατάκαρδα. Του άνοιξε την πόρτα η αδερφή μου -υποψιάζομαι και πως μαζί της διατηρούσε παρόμοιες σχέσεις- και όταν του είπε τα καθέκαστα, αμέσως ήρθε μέσα να με παρηγορήσει.
Εκείνη την ώρα εγώ είχα αποκοιμηθεί, αλλά ακόμα και μέσα στον ύπνο μου μυξόκλαιγα. Δεν άνοιξε το φως για να μην με ενοχλήσει, ήρθε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και άρχισε να μου μιλάει χαϊδεύοντάς μου ταυτόχρονα τα μαλλιά. Μου έλεγε λόγια παρηγορητικά και ενθαρρυντικά: πως έπρεπε να ξεχάσω τον φίλο μου που με πλήγωσε, γιατί, τόσο όμορφη που ήμουν, μπορούσα να έχω όποιον άντρα ήθελα να σέρνεται στα πόδια μου.
Όσο μου μιλούσε, συνέχισε να με χαϊδεύει παρηγορητικά στο κεφάλι, στους ώμους και στο λαιμό και σιγά σιγά τα χέρια του ξεθάρρευαν και έμπαιναν μέσα από τη μπλούζα - να χαϊδέψουν το στήθος- και μετά έμπαιναν μέσα από το παντελόνι -να χαϊδέψουν το εσώρουχο.
Ο νανουριστικός ήχος της φωνής του μαζί με το απαλό του άγγιγμα, μού προκάλεσαν σιγά σιγά τόσο έντονο ερεθισμό που δεν μπορούσα να τον σταματήσω όταν έβαλε τα δάχτυλά του μέσα από το μουσκεμένο μου εσώρουχο.
Τον άφησα να με χαϊδεύει και να με φιλάει για πολλή ώρα. Η ηδονή που μου πρόσφερε με τη γλώσσα και τα δάχτυλά του με είχε παραλύσει. Η τόση καύλα ήταν, εκείνη τη στιγμή, υπεράνω ντροπής.
Αργότερα ντράπηκα, τόσο πολύ που ποτέ δεν το αποκάλυψα σε κανέναν.
Θα μπορούσα να βάλω τις φωνές εκείνη την ώρα. Θα μπορούσα να τον σταματήσω αν ήθελα. Αλλά δεν έκανα τίποτα απ’ αυτά. Ήταν φίλος μου και τον εμπιστευόμουν.

Μαρία Φουσταλιεράκη 17-2-2019

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

                                                            Untitled by Tang Zhigang


Τώρα που ο πατέρας 

κοιμάται 

στο μνήμα

ευκαιρία βρήκα

να του πω

σ' αγαπώ.

Είμαι τάχα 

ένοχος 

ή 

νιώθω 

κολασμένα λυτρωμένος;


Μαρία Φουσταλιεράκη 8-1-2019

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΓΚΡΙΖΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΜΕ ΜΕΛΙ

                                                            Ruff by Peter Adderley


Δεν είχα χορτάσει ακόμα ύπνο μα το όνειρο μού ξύπνησε όλες τις αισθήσεις. Έγλυφα, λέει, μια φρυγανιά με μέλι, ήμουν γύρω στα πέντε, άνοιξη στον κήπο μας, ξυπόλυτη και απόλυτα ευτυχισμένη -όπως ξέρουν μόνο τα μικρά παιδιά να είναι.
Ψαχούλεψα στο κομοδίνο για νερό και το ήπια όλο, αν και ήταν όνειρο, η γλύκα του μελιού ήταν ολοζώντανη και με δίψασε. Άνοιξα τα πατζούρια και σήκωσα, από συνήθεια, τα μάτια στον ουρανό. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν είχε ξημερώσει· ένα σκούρο πέπλο τον κάλυπτε πέρα ως πέρα. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πατήσω τον διακόπτη όμως εστίασα με προσοχή και τα μάτια μου συνήθισαν στο λιγοστό φως.
Ο γάτος, σαν με άκουσε πως σηκώθηκα, ήρθε να εισπράξει πρωινά χάδια. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σκουρόχρωμο πέπλο του ουρανού και αναρωτήθηκα αν αυτό το χρώμα ονομάζουν γκρι σουρί οι Γάλλοι.
Μέχρι να πάω στην κουζίνα, να στύψω το χυμό από τέσσερα πορτοκάλια -τον ήπια μονορούφι και με αγωνία μην προλάβουν και πεθάνουν οι βιταμίνες- το πέπλο άρχισε να σηκώνεται και ξαφνικά εμφανίστηκε έξω μια σκούρα μελαγχολική μα όμορφη μέρα.
Όταν γύρισα πίσω στο δωμάτιο, παρέα με το πιάτο μου, είδα πως στα κάγκελα υπήρχαν χοντρές σταγόνες βροχής και πως σε μερικά σημεία είχαν γίνει λάσπες.
"Πρέπει να καθαρίζω πιο τακτικά το μπαλκόνι", σκέφτηκα.
Έφαγα στα όρθια, μπροστά στην μπαλκονόπορτα, μια φέτα με μέλι· δεν ήταν το ίδιο νόστιμο, και όσο μασούλαγα το ψωμί, κοίταζα αδιάφορα τις λάσπες και τα πεθαμένα φύλλα που είχαν γίνει σκουπίδια.
Όταν τελείωσα, έπλυνα τα δόντια μου, βούρτσισα τα μαλλιά μου και έβαλα μπόλικη αντιρυτιδική κρέμα στο πρόσωπό μου. Δεν άλλαξα ρούχα, αποφάσισα να μείνω με τις πιτζάμες. Διάλεξα ένα βιβλίο ταιριαστό με τον καιρό και ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού -εκεί είναι μεγαλύτερα τα παράθυρα-.
Δεν πρόλαβα να βολευτώ στη χνουδωτή κουβέρτα -χειμωνιάτικη συντροφιά για το διάβασμα- και ξεκίνησε να βρέχει.
Στην αρχή η βροχή ήταν ψιλή, με το ζόρι τη διέκρινα, αν και είχε βγει μια φέτα ο ήλιος, αλλά αμέσως μετά, χόντρυναν οι στάλες και έπεφταν με ορμή στα κάγκελα, στα τζάμια και στην μεταλλική τέντα του γείτονα.
Διάβαζα κάμποση ώρα, είχα απορροφηθεί και δεν ξέρω για πόσο ακόμα συνεχίστηκε ο χαλασμός εκεί έξω. Όταν πόνεσαν τα μάτια μου και έκλεισα το βιβλίο, σημείωσα στο μυαλό μου τη σελίδα 93. Το ακούμπησα, με κλειστά μάτια, στο τραπεζάκι δίπλα μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο ήχο της βροχής που όσο δυνάμωνε, τόσο με νανούριζε. Μετά δεν ξέρω. Αποκοιμήθηκα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 30-1-2019

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΡΣΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ, ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2017



Όταν ένα βιβλίο μπορεί να σε μεταφέρει σε μια εποχή, στην οποία δεν έχεις προσωπικά βιώματα - δεν έχεις ζήσει εκείνα τα χρόνια- και μπορείς, κλείνοντας τα μάτια, να φανταστείς τον εαυτό σου εκεί, ανάμεσα στο πλήθος, κρυφό παρατηρητή σπουδαίων μα και ταπεινών γεγονότων, τότε ναι, αυτό το βιβλίο είναι ένα κερδισμένο στοίχημα για τη συγγραφέα και ένα πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη που αγαπάει την ιστορία και το καλό ιστορικό μυθιστόρημα.
Δεν αρκεί να συλλάβει, ο συγγραφέας, μια σπουδαία ιστορία με πλοκή που θα κόψει την ανάσα, πρέπει οπωσδήποτε οι γνώσεις και τα ελληνικά του -αφού μιλάμε για ελληνική λογοτεχνία-, να είναι ικανά να μεταφέρουν αυτή τη σπουδαιότητα, από το νου του στο χαρτί.
Σ' αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα έχει γίνει επίπονη και ενδελεχής έρευνα. Είναι ξεκάθαρο, το αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή ο αναγνώστης, γιατί μόνο με τεράστια έρευνα και κόπο, μπορεί, ο δημιουργός, να παίζει με άνεση στα δάχτυλα το κλίμα της εποχής, τις ιδιαιτερότητες των πόλεων και των χωριών, το τοπικό - και διεθνές - πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο της εποχής, το πώς ζούσαν οι φτωχοί μα και οι πάμπλουτοι, μόνο τότε μπορεί να ξέρει με σιγουριά πως με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο φλέρταραν, αγαπούσαν, και μισούσαν -ερωμένες και πατρίδα, την ίδια δύναμη είχαν- εκείνη την εποχή οι άνθρωποι.
Σε πρώτο επίπεδο διαβάζουμε την ερωτική ιστορία της πεντάμορφης Γέρσης, σε δεύτερο και τρίτο και τέταρτο επίπεδο, σκύβουμε, κολλάμε το μάτι και το αυτί μας στην κλειδαρότρυπα της ιστορίας, και φρίττουμε με το κτήνος που ονομάστηκε άνθρωπος -αυτό το πλάσμα που είναι ικανό για τα πιο σπουδαία μα και για τα πιο ποταπά.
Η Γέρση και η Σμύρνη σε ένα αλληγορικό, εντελώς κινηματογραφικό και χορταστικό ταξίδι στο χρόνο και στην Ιστορία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 28-1-2019

ΜΙΑ ΛΑΧΤΑΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΦΕΥΓΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ

                                                                    Edward Hopper


Λίγο η ντροπή, λίγο ο φόβος, ποτέ δεν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Όποτε επισκεπτόταν τη γιατρό για να εξετάσει την ανάπτυξη του εμβρύου, έπαιρνε βαθιά ανάσα και ετοιμαζόταν να ρωτήσει, μα πάντα στο τέλος έκανε πίσω και σώπαινε.
Κάθε φορά έφευγε πιο αισιόδοξη και πιο χαρούμενη από το ιατρείο: το αγέννητο παιδί βρισκόταν μέσα στις φυσιολογικές και αναμενόμενες, για την ηλικία του, μετρήσεις.
Από την ώρα που της καθυστέρησαν τα έμμηνα υποψιάστηκε πως ήταν έγκυος. Δεν είπε τίποτα στον άντρα της και περίμενε υπομονετικά να περάσει μια βδομάδα για να κάνει εξέταση αίματος στο μικροβιολογικό εργαστήριο. Όταν ήρθε η ώρα να παραλάβει τα χαρμόσυνα αποτελέσματα, η κοπέλα στη γραμματεία την κοιτούσε δύσπιστα. Σίγουρα αναρωτιόταν για ποιό λόγο αυτή η γυναίκα -που είχε περάσει κιόλας τα σαράντα- ήθελε παιδί.
"Για τον ίδιο λόγο που θέλει παιδί κάθε γυναίκα", ήθελε να της απαντήσει, αλλά δεν το έκανε.
Συνεσταλμένη και μικροκαμωμένη από τη φύση της, μόνο χαμογέλασε και πήρε τον φάκελο με τα αποτελέσματα.
Ίσως πρέπει να βάψω τα μαλλιά μου, παραέχουν γίνει γκρίζα και με μεγαλώνουν πολύ, σκέφτηκε, και το σημείωσε στο ημερολόγιο κάτω από εκεί που έγραψε: πράγματα που πρέπει να ρωτήσω για την εγκυμοσύνη.
Όταν έφτασε η ώρα του τοκετού όλα πήγαν κατ' ευχή. Γέννησε φυσιολογικά, χωρίς να ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα, ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Η γιατρός, -είχε διαλέξει γυναίκα, της ερχόταν πιο βολικό-, την συνεχάρη που ήταν τόσο συνεργάσιμη ασθενής.
Είχε αρνηθεί να της χορηγήσουν επισκληρίδιο αναλγησία και είχε επιμείνει σθεναρά για φυσιολογικό τοκετό, εκτός κι αν, λόγω επιπλοκών, ήταν αναγκαία η καισαρική τομή. Ήθελε να ζήσει τη μαγεία του τοκετού από την αρχή μέχρι το τέλος, έχοντας όλες τις αισθήσεις. Ήθελε να είναι το πρώτο πρόσωπο που θα έβλεπε το παιδί της μόλις θα ερχόταν στον κόσμο.
Όταν έφτασε η ώρα να πάρει εξιτήριο από τη γυναικολογική κλινική, ήταν πολύ χαρούμενη και ανυπομονούσε να φροντίζει μόνη της την κόρη της. Η γιατρός ήρθε να την εξετάσει και να βεβαιώσει το εξιτήριο.
"Θέλω να σε ρωτήσω κάτι", της είπε η γιατρός, όταν τελείωσε την εξέταση ρουτίνας. "Ήξερες πως ήσουν παρθένα; Ο υμένας σου έσπασε κατά τη διάρκεια του τοκετού". "Το ήξερα", απάντησε ατάραχη εκείνη.
Πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να εξιστορεί: Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα αγόρια. Ούτε στο σχολείο, ούτε στην εφηβεία, ούτε μετά που μεγάλωσα και εργαζόμουν.
Οι άντρες μού έδειχναν από μικρή έντονο ενδιαφέρον, αλλά εγώ ποτέ δεν είχα την επιθυμία -ούτε καν την περιέργεια- να κάνω έρωτα, και ποτέ μου δεν είχα φίλο.
Ζούσα μια ήσυχη ζωή, είχα τη δουλειά μου, φρόντιζα τη γριά μάνα μου και ήμουν ευχαριστημένη. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να κάνω παιδί ή να παντρευτώ.
Πριν δύο χρόνια, όμως, άρχισα να λαχταράω ένα παιδί και αυτή η λαχτάρα δεν έφευγε με τίποτα. Επειδή δεν ήθελα να παντρευτώ, ούτε ήθελα να φύγω από το σπίτι που μεγάλωσα και να αποχωριστώ την άρρωστη μάνα μου, βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Όταν το συζήτησα μαζί της καταλήξαμε στη λύση του προξενιού. Δεν γινόταν να κάνω παιδί χωρίς νόμιμο σύζυγο. Έπρεπε να παντρευτώ έστω και για τα μάτια του κόσμου.
Μια ξαδέρφη μού βρήκε έναν μεγαλούτσικο συνταξιούχο, όμως καλό και ήσυχο άνθρωπο, που δεν ήθελε να πεθάνει μαγκούφης και μετά το γάμο δέχτηκε να μείνει μαζί μας. Ήταν μεγάλο το σπίτι και μας χωρούσε όλους. Είχε κι εκείνος μια σχεδόν κατάκοιτη μάνα που τη φρόντιζε ολομόναχος. Πήγαινε κάθε μέρα. Την τάιζε, της μαγείρευε, την καθάριζε, την έκανε μπάνιο.
Η ζωή μου μετά το γάμο δεν είχε αλλάζει σχεδόν καθόλου και ήμουν πολύ ικανοποιημένη που το σχέδιό μου πήγαινε κατά πως αποφασίσαμε εγώ και η μάνα. Από την επόμενη της στέψης παρότρυνα τον άντρας μου να κοιμάται κάποια βράδια στο σπίτι της μάνας του, και ειδικά από όταν έμεινα έγκυος και χειροτέρεψε η υγεία της πεθεράς μου, σπάνια ερχόταν να κοιμηθεί στο σπίτι μας.
Όσο για τις συζυγικές μας συνευρέσεις, ευτυχώς θεέ μου, ποτέ δεν με πίεσε. Μάλλον ούτε εκείνος ήταν για πολλά πολλά όσον αφορά τα σεξουαλικά. Ήμουν τυχερή. Το παιδί το έπιασα αμέσως, μονάχα με καναδυό χάδια και πεντέξι φιλιά.
Ποτέ δεν ήθελα άντρα στο κρεβάτι μου. Παιδί ήθελα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 18-1-2019

ΤΑ ΟΛΟΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

                                          Timoléon Marie Lobrichon - Toy shop window (1909)


«Μπροστά στον θάνατο τα λόγια δεν υπάρχουν». Κάπου είχε διαβάσει αυτή τη φράση και από σεβασμό σταμάτησε ν' αναμασάει τα ίδια παράπονα.
Σώπασε. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και το μυαλό της έφυγε από τα βρόμικα, τα χυμένα λάδια και τα πατημένα χώματα με τα μαραμένα λουλούδια του νεκροταφείου των ενηλίκων και πήγε χοροπηδώντας στα παιδικά μνήματα, που βρισκόταν ξέγνοιαστα και απομονωμένα στην άλλη άκρη του λόφου.
Τα ολοκαίνουργια παιχνίδια στέκονταν υπομονετικά μέσα στις συσκευασίες τους -δίπλα από τα μάρμαρα- ενόσω οι μανάδες σαπούνιζαν με περισσή επιμέλεια τα κάγκελα, τους σταυρούς και τις φωτογραφίες. Ταυτόχρονα, αντικαθιστούσαν στα πορσελάνινα βάζα τα παλιά λουλούδια, που δεν προλάβαιναν ποτέ να μαραθούν.
Ένα ποδηλατάκι ήταν παρκαρισμένο δίπλα στον τάφο ενός τρίχρονου παιδιού –στην ηλικία που συνήθως πρωτοανακαλύπτουν τις ρόδες τα παιδιά. Ήταν τυλιγμένο το τιμόνι του με κόκκινες κορδέλες γιορτινές ενώ το σιωπηλό κουδούνι στραφτάλιζε στον μεσημεριανό ήλιο.
Πιο πέρα, μέσα σε ένα τάφο νεογέννητου, υπήρχαν λούτρινα αρκουδάκια και χελώνες, και παπάκια κίτρινα και ελέφαντες γκρι· όλα τα ζώα της φάρμας και του δάσους.
Σε άλλους τάφους είχε μπαλόνια, γλειφιτζούρια, αυτοκινητάκια, κούκλες, τουβλάκια, εργαλεία μαστορέματος και ό,τι άλλο παιχνίδι θες, έβρισκες στο παιδικό νεκροταφείο -εκτός από ηλεκτρονικά παιχνίδια που δεν κάνουν καλό στα μικρά παιδιά-.
Θα ερχόταν πάλι νωρίς το βράδυ, λίγο πριν νυχτώσει, να καληνυχτίσει τους πεθαμένους της πριν πάει στο σπίτι να ξεκουράσει τα πονεμένα της μέλη.
Στον γυρισμό, μέσα στο λεωφορείο, παραδόθηκε στον ήχο της μηχανής που ακουγόταν για νανούρισμα, τυλίχτηκε στο παλτό της και αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε πως δεν έφυγε από το νεκροταφείο όταν έδυσε ο ήλιος. Ονειρεύτηκε πως έμεινε εκεί, ακίνητη και κρατώντας την αναπνοή της, πίσω από ένα δέντρο, κρυμμένη από τον φύλακα που έδιωχνε με ανυπόμονα σφυρίγματα τους αργοπορημένους επισκέπτες. Βιαζόταν να κλειδώσει την κεντρική πύλη.
Αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω, έβγαλε μια άλλη, μια ασημένια σφυρίχτρα από την αριστερή του τσέπη και άρχισε να σφυρίζει δυνατά. Ήταν το σύνθημα. Από τους παιδικούς τάφους ακούστηκε φασαρία· φωνές και γέλια.
Ένα ένα τα παιδιά, σήκωναν τα καπάκια από τα φέρετρα και αφού τέντωναν τα ποδαράκια τους να ξεμουδιάσουν, έβγαιναν με ένα σάλτο και έτρεχαν να παίξουν με τα καινούργια τους παιχνίδια.
Τα μικρότερα παιδιά και τα βρέφη που δεν περπατούσαν ακόμα, τσίριζαν από ανυπομονησία, όσο περίμεναν κάποιο από τα μεγαλύτερα, να τα σηκώσει αγκαλιά και να τα βγάλει έξω.
ο νεκροταφείο μετατράπηκε σε παιδική χαρά. Τα φώτα από τα καντήλια έφεγγαν αρκετά και μαζί με το λιγοστό φως του φεγγαριού, τα βοηθούσε να μην σκοντάφτουν στα μάρμαρα.
Ήταν τόσο χαριτωμένα να τα βλέπει κανείς. Αν δεν ήταν τόσο χλωμά τα προσωπάκια τους δεν θα τα ξεχώριζες από τα ζωντανά παιδιά.
Μόλις άρχισε να ξημερώνει, αποκαμωμένα από το παιχνίδι, χασμουρήθηκαν, τεντώθηκαν, χτένισαν τα μαλλάκια τους, τίναξαν καλά καλά τα βρόμικα χώματα από τα καλά τους ρουχαλάκια και γύρισαν ήσυχα ήσυχα στα νεκρικά τους κρεβατάκια για να κοιμηθούν ως το βράδυ που θα σφύριζε πάλι ο φύλακας την ασημένια σφυρίχτρα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-1-2019

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

                                                                  Iwona Lifsches


«Πάρε αυτά και γύρνα στο σπίτι σου, αυτός ο κόσμος κατασπαράζει τα μικρά παιδιά, η νύχτα δεν είναι στο νούμερό σου μικρέ, είναι μπαλωμένη ζακέτα για όσους ξέχασαν να κρυώνουν και να πονούν» του είπε ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας, απροσδιορίστου ηλικίας και του 'βαλε μερικά κέρματα στο χέρι.
Τον παρακολούθησε να απομακρύνεται, να μουρμουρίζει και να βλαστημάει τις λακκούβες με τα νερά. Κοίταξε τα χρήματα στην παλάμη του: έφταναν ν' αγοράσει μερικά σουβλάκια και μισό καρβέλι ψωμί. Ήταν τυχερός, θα την έβγαζε κι απόψε.
Τρίτο βράδυ στους δρόμους και ήδη τον είχαν κλέψει, τον είχαν χλευάσει και τον είχαν διώξει απ' όλα τα παγκάκια της πλατείας, όμως αυτό τον πείσμωνε ακόμα πιο πολύ: δεν θα γυρνούσε στο σπίτι του κι ας πεινούσε, κι ας φοβόταν, κι ας κρύωνε.
Το στομάχι άρχισε να γουργουρίζει. Έπρεπε να κρύψει τα λεφτά στην τσέπη του και να τρέξει στην καντίνα, αυτήν που έκανε τη μύτη του να σπάει με τις μυρωδιές της.
Θα κρατούσε μισό σουβλάκι να το δώσει στον μαύρο σκύλο, εκείνον τον θεόρατο με τα τσιμπούρια που τριγύριζε στο άλσος, ικετεύοντας τους περαστικούς. Δεν τον μεταχειρίζονταν καλύτερα από κείνον: τον κλωτσούσαν και τον έδιωχναν όλοι από κοντά τους.
Είχε ορκιστεί στον εαυτό του πως θα τον τάιζε όποτε του περίσσευε έστω μια μπουκιά. Μπορεί να ήταν μικρός, αλλά ήξερε κι όλας την αξία της φιλίας.

Μαρία Φουσταλιεράκη 14-1-2019

ΧΝΟΥΔΩΤΗ ΣΒΟΥΡΑ

                                                      Mínimas I by David De La Mano


Έψαχνε μια εξήγηση που θα την ικανοποιούσε. Δεν ήξερε ακόμα τι θα σκαρφιζόταν, αλλά δεν μπορούσε να της πει την αλήθεια. Δεν θα της έδινε τη χαριστική βολή, όχι εκείνος, την αγαπούσε υπερβολικά για να την πικράνει τόσο πολύ.
Τη νύχτα που γέννησε η γάτα τους, κανείς δεν άκουσε τα παραπονεμένα μιάου που έκαναν τα νεογέννητα. Δεν ακούγονταν βέβαια ακόμα σαν μιάου, σαν κανονικά νιαουρίσματα, αλλά περισσότερο σαν οξύς ήχος, όπως το τριζοβόλισμα του πεύκου σε καλά χωνεμένο τζάκι.
Λίγο μετά που γεννήθηκαν τα γατάκια, αυτός σηκώθηκε να πιεί νερό. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά με την λεχώνα. Την τύλιξε βιαστικά με μια κουβέρτα και μαζί με τα μωρά, τους πήγε στην κλινική. Ο κτηνίατρος δεν κατάφερε να την σώσει, κράτησε όμως στη ζωή όλα τα μωρά της.
Δεν ήθελε να τα πάρει πίσω στο σπίτι. Τα θεωρούσε υπεύθυνα για το θάνατο της χνουδωτής σβούρας που είχε φέρει τόση χαρά στη ζωή τους. Ειδικά στη μικρή που δεν χόρταινε να την χαϊδεύει και να της τραβάει την ουρά όταν ήταν βρεφάκι.
Βάδιζε πάνω κάτω στον προθάλαμο του ιατρείου και σκεφτόταν ένα ψέμα που έπρεπε να σκαρφιστεί. Δεν γινόταν αλλιώς. Αν μάθαινε το παιδί πως η γάτα τους πέθανε, δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ που δεν την έσωσε.
Το ήξερε πως εκείνος έφταιγε για όλα. Δεν έπρεπε να υποσχεθεί στο παιδί πως όταν θα έβγαινε απ' το νοσοκομείο, θα επέτρεπε στη γάτα να κοιμάται μαζί της. Τώρα, φυσούσε ξεφυσούσε και ικανοποιητική λύση δεν έβρισκε.
Δεν θα τηρούσε έτσι κι αλλιώς την υπόσχεση που της έδωσε, ενδίδοντας στα παρακάλια της: οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί, η γάτα έπρεπε να απομακρυνθεί. Ωστόσο είχε βρει λύση. Την φυσική της παρουσία θα αντικαθιστούσε η τεχνολογία: θα την έβλεπε όποτε ήθελε στην οθόνη του υπολογιστή τους και θα διαπίστωνε πόσο χαρούμενη ήταν στο σπίτι που θα την φιλοξενούσαν.
Ήταν δικό του το φταίξιμο. Εκατό τοις εκατό έφταιξε εκείνος. Πρώτα πρώτα που αμέλησε να στειρώσει τη γάτα και ιδού τα αποτελέσματα. Δεν ήταν πως το ξεχνούσε, μα η κλονισμένη υγεία της μικρής σπάνια του άφηνε χρόνο να σκεφτεί κάτι άλλο.
Κι εκείνο το αναθεματισμένο θηλυκό! Μία και μοναδική φορά ξέχασε την πίσω πόρτα ανοιχτή και αμέσως εκείνη έτρεξε να ερωτοτροπήσει με τους αδέσποτους της γειτονιάς. Βέβαια, αν είχε το μυαλό του συγκεντρωμένο θα άκουγε από μέρες τις ερωτικές καντάδες και τους προκλητικούς διαλόγους που γίνονταν κάτω απ' το παράθυρο του σπιτιού του. Ήταν η εποχή τους.
Και αφού γκαστρώθηκε η καλή σου, συνάμενη κουνάμενη γύρισε στο σπίτι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν είχε λείψει πολλές ώρες και αν δεν γρατζουνούσε επίμονα την εξώπορτα να της ανοίξουν, κανείς δεν θα είχε καταλάβει πως έλειπε.
Τα γατάκια θα τα αναλάμβανε ο γιατρός. Θα τους έβρισκε καλά σπίτια, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί, του είπε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη την ώρα που τον ξεπροβόδιζε. Ο γιατρός ήξερε την κατάσταση στο σπίτι γι' αυτό τόσο πρόθυμα τον απάλλαξε από αυτό το αναπάντεχο πρόβλημα.
Γύρισε στο σπίτι και μπήκε μέσα κάνοντας ησυχία. Κανείς δεν κατάλαβε πως έλειψε. Ξεντύθηκε και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα ως πάνω από το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια και πίεσε τον εαυτό του να κοιμηθεί μερικές ώρες. Δεν ήθελε να δείχνει άυπνος και ταλαιπωρημένος όταν θα πήγαινε να δει το κοριτσάκι του στο νοσοκομείο.
Λίγο πριν βυθιστεί στον ύπνο, πήρε την απόφασή του: θα της έλεγε την αλήθεια. Θα παραδεχόταν πως απέτυχε να τηρήσει την υπόσχεση πως τίποτα κακό δεν θα άφηνε να συμβεί από εδώ και πέρα στην οικογένειά τους. Θα της έλεγε πως, δυστυχώς, ο μπαμπάς δεν ήταν παντοδύναμος, κι ας το' θελε πολύ.
Δεν του πήγαινε καρδιά να την κοροϊδέψει και να την γεμίσει με ψέματα. Υπήρχε όμως και ένας ακόμα λόγος που βάρυνε αυτή του την απόφαση: είχε έρθει η ώρα ν' αρχίσει να εκπαιδεύει τον εαυτό του στην απώλεια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 13-1-2019

Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ, ΖΙΛΜΠΕΡ ΣΙΝΟΥΕ, ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2018



Διαβάζοντας την ιστορία της Ιρένα Σέντλερ, της γυναίκας που έσωσε τη ζωή 2.500 παιδιών στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν σταμάτησα στιγμή ν' αναρωτιέμαι από τι υλικό είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι που ρισκάρουν τη ζωή τους, που αντέχουν στις κακουχίες, στην εξαθλίωση και στον πόνο για τον ιερότερο των σκοπών: την προστασία της ανθρώπινης ζωής.
Όταν έκλεισα το βιβλίο κατάλαβα πως η ερώτησή μου ήταν λανθασμένη και κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε κατασκευασμένοι από το ίδιο υλικό, αλλά αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσά μας, είναι το ανάστημα: το αν είσαι διατεθειμένος να σκύψεις χαμηλά και να σκεπάσεις με το ίδιο σου το κορμί έναν άγνωστο, έναν ξένο, έναν συνάνθρωπο, για να τον προστατέψεις από βέβαιο αφανισμό.
Ποτέ δεν θα πάψω να εντυπωσιάζομαι με εμάς, το ανθρώπινο είδος που με την ίδια ευκολία που παράγουμε θαύματα, κάνουμε ασύλληπτες φρικαλεότητες.
Ο Ζιλμπέρ Σινουέ, ένας καλός συγγραφέας με τεράστιο κύρος, γνωστοποίησε σε όλη την οικουμένη μια παλιά ιστορία, που γνώριζαν λίγοι.
Με εντιμότητα, ειλικρίνεια, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και συγγραφικές φαμφάρες, ο μαέστρος-συγγραφέας μετέτρεψε σελίδα τη σελίδα έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο σε υπεράνθρωπο.
Αυτή την απίθανη, μα αληθινή ιστορία, το ευρύ κοινό την έμαθε το 1999, όταν τρεις μαθήτριες λυκείου στην Αμερική, έγραψαν ένα θεατρικό έργο για έναν εθνικό διαγωνισμό ιστορίας.
Το έργο τους βασίστηκε στη τη ζωή μιας νέας γυναίκας που με αυταπάρνηση, πείσμα, ανδρεία και θέληση, έσωσε 2.500 παιδιά από βέβαιο θάνατο.

Μαρία Φουσταλιεράκη 12-1-2019

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ

                                                                Gustave Klimpt


Στο υπόσχομαι, όμως δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κρατήσω την υπόσχεσή μου, του απάντησε θλιμμένη την ώρα που μασουλούσε ένα μήλο. Ήταν το αγαπημένο της χειμωνιάτικο φρούτο: το έτρωγε ολόκληρο με τη φλούδα -αφού το σαπούνιζε πρώτα καλά καλά- ·το έκανε γέμιση για γλυκιά μηλόπιτα με κανέλα και μπόλικα καρύδια ·το πρόσθετε σε κρύες σαλάτες με σπανάκι, ρόδια και φλούδες από παρμεζάνα. Αγαπούσε πολύ τα μήλα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που της ζητούσε να του υποσχεθεί πως θα σκεφτεί σοβαρά την επιθυμία του να κάνουν παιδί. Δεν την πίεζε, της το ζητούσε μόνο. Στα δέκα χρόνια που ζούσαν μαζί, ποτέ δεν την ζόρισε να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Ούτε τώρα θα την πίεζε κι ας ήταν τόσο σημαντικό για τον ίδιο: ήθελε πάρα πολύ να γίνει γονιός, ένιωθε ώριμος και έτοιμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός βρέφους. Είχε αποδεχτεί πως με την έλευση ενός παιδιού, θα άλλαζαν για αρκετά χρόνια πολλές από τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του. Καθόλου δεν τον πείραζε.
Αν ήταν μάλιστα βιολογικά εφικτό, θα το κυοφορούσε ο ίδιος, αλλά δυστυχώς, η μόνη δυνατή συνεισφορά του στην τεκνοποίηση, αυτή τη στιγμή, ήταν να συμμετέχει βιολογικά, μέσω του σπέρματός του.
Το είχαν συζητήσει πολλές φορές και κάθε φορά κατέληγαν να πονάνε και οι δύο. Ήξερε πως φοβόταν μήπως γίνει κακή μάνα -σαν την δική της- , γι' αυτό ήταν απόλυτη στην άρνησή της. Την καταλάβαινε απόλυτα γι' αυτό δεν επέμενε, αλλά περίμενε υπομονετικά να μαλακώσει η άρνηση και η στρεβλή της πεποίθηση και να αλλάξει γνώμη με τα χρόνια .
Την πεθερά του δεν την εκτιμούσε καθόλου, δεν ήταν, αυτό που θα λέγαμε, ιδανικός γονέας για την γυναίκα του. Δεν βρισκόταν καν στο μέσο όρο ή έστω κάτω κάτω στη λίστα με τους κάπως υποφερτούς στη συμπεριφορά τους γεννήτορες: ήταν σκληρή, απόλυτη, κακιά, τελειομανής, ξεροκέφαλη, απεχθανόταν να της χαλούν την τάξη και δεν άντεχε τα παιδικά κλάματα. Αν υπήρχε βραβείο ακαταλληλότητας γονικού ρόλου, σίγουρα θα το κέρδιζε.
Σε αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει εκείνος όταν πρωτογνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, τότε που ήταν ένα νέο κορίτσι στο άνθος της ηλικίας του, και ήδη τόσο σοβαρή και απογοητευμένη από τη ζωή της. Έψαχνε οποιαδήποτε αφορμή για να ξεφύγει από το κακοποιητικό περιβάλλον που ζούσε και όταν τον γνώρισε γαντζώθηκε στην αγάπη και τη φροντίδα του.
Από όταν θυμόταν τον εαυτό της, η μητέρα της την βασάνιζε με αδιαφορία και έλλειψη τρυφερότητας. Την ενδιέφερε μονάχα η κοινωνική της θέση και η τέλεια εικόνα της οικογένειας που πρόβαλλε στον έξω κόσμο, χωρίς να νοιάζεται για τον μέσα κόσμο - όσο και να την παρακαλούσε η μικρή, ποτέ δεν ξάπλωσε στο πάτωμα να παίξει μαζί της τουβλάκια και πλαστελίνες: το θεωρούσε ανόητο και εντελώς απρεπές.
Για αυτούς και για άλλους τόσους λόγους ποτέ δεν την πίεσε, παραπάνω από όσο άντεχε, να κάνουν παιδί. Ακόμα και η πεθερά του το ήθελε, και την πίεζε συχνά λέγοντας πως ήταν η μόνη στον κύκλο τους που δεν είχε ακόμα εγγόνι να επιδεικνύει. Εκείνη, κάθε χρόνο τής υποσχόταν πως την επόμενη χρονιά θα την κάνει γιαγιά, μα μέσα της είχε ορκιστεί να της στερήσει το μοναδικό πράγμα που μπορούσε.
Σε όποιον άλλον τη ρωτούσε, απαντούσε με υπεροψία πως δεν ήθελε ν' αποκτήσει παιδιά για να μην χαλάσει την άψογη σιλουέτα της.

Μαρία Φουσταλιεράκη 11-1-2019

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΗ ΧΑΣΑΜΕ

                                                      Glossolalia by Marco Mazzoni


«Εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς νιώθω, κι εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω με εύκολα λόγια τι μου συμβαίνει» είπε ο νεαρός που βημάτιζε πέρα δώθε στο δωμάτιο, κοιτώντας κάτω στα παπούτσια του, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρύψει τα χέρια του που έτρεμαν.
«Να, είναι σαν να κοιμάσαι βαθιά και ήρεμα -σαν έμβρυο, τυλιγμένο μέσα σε απαλή και χνουδωτή κουβέρτα και μετά ξυπνάς απότομα, επειδή ένας κουβάς με παγωμένο νερό σε περιλούζει από το κεφάλι έως τα πέλματα των ποδιών σου: Νιώθεις έντρομος το παγωμένο νερό να κατρακυλάει από τους ώμους στην πλάτη, έπειτα στην σπονδυλική σου στήλη και σε όλο το υπόλοιπο σώμα, και όπου σε ακουμπάει εσύ σκληραίνεις, -το δέρμα σου γίνεται σαν πετσί ζώου. Ταυτόχρονα όμως, μια ανεξέλεγκτη και απαγορευμένη στύση ξυπνάει μέσα στο παντελόνι σου. Πονάς και ηδονίζεσαι ταυτόχρονα. Το ίδιο έντονα απολαμβάνεις τον πόνο όσο και την ξεχασμένη ηδονή. Η διέγερση είναι τόσο απαιτητική, τόσο σφοδρή και αυταρχική που σου κόβεται η αναπνοή.
Αρχικά, προσπαθείς να αναπνεύσεις σαν σκύλος -συνεχόμενα και κοφτά- έπειτα προσπαθείς να πάρεις πιο βαθιές αναπνοές, αλλά δεν μπορείς, πνίγεσαι και αρχίζεις να βήχεις. Βήχεις τόσο δυνατά ώσπου φτύνουν αίμα τα σοκαρισμένα σωθικά σου.
Στο τέλος εκσπερματίζεις άθελά σου.
Και είναι τόσο επώδυνη η στιγμή που εκτινάσσεται το σπέρμα από μέσα σου, που νομίζεις πως θα πεθάνεις.
Μέχρι να ξαναβρεί η καρδιά τούς φυσιολογικούς της παλμούς και να ηρεμήσουν κάπως τα πνευμόνια σου, εσύ έχεις πάει κι έχεις έρθει στον άλλο κόσμο πολλές φορές. Να. Κάπως έτσι είναι»
«Τόσο τρομακτικό μου φαίνεται να ερωτευτώ» παραδέχτηκε ο νέος άντρας στον ψυχολόγο, που τον άκουγε έχοντας την επαγγελματική έκφραση κατανόησης στο πρόσωπό του.
«Τόσο τρομακτικό μου φαίνεται να αφεθώ στον έρωτα όσο τρομαχτικό είναι το όνειρο που βλέπω κάθε βράδυ στον ύπνο μου -αυτό που περιέγραψα- και το βλέπω ξανά και ξανά. Σχεδόν κάθε βράδυ από τότε που χάσαμε την καημένη τη μαμά».

Μαρία Φουσταλιεράκη 10-1-2019

ΕΠΟΧΙΚΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ

                                                                           Jack Vettriano


Ο εραστής που είχε βάρδια εκείνη την εποχή ήταν εξίσου εντυπωσιακός με όλους τους προηγούμενους. Την περνούσε σχεδόν ένα κεφάλι και αυτή η διαφορά αντί να της χαλάει την εικόνα, την δείχνει ανθρώπινη και προσιτή. Εκείνος, είχε δεν είχε πατήσει τα είκοσι πέντε, -βία τα τριάντα- ενώ εκείνη ήταν ένα άχρονο θηλυκό που βάδιζε ξυπόλυτο στον κόσμο.
Ο κύκλος της είχε συνηθίσει να την βλέπει αγκαζέ με αυτούς τους αγαλματένιους νεαρούς και δεν έδιναν πλέον σημασία. Οι ακριβές κρέμες και οι αξιοπρόσεκτοι συνοδοί την διατηρούσαν ακμαία, συνήθιζε να αστειεύεται στις παρέες της.
Υπήρχαν όμως και κακεντρεχείς που ψιθύριζαν πως, αυτοί που τη συνόδευαν, ήταν στην πραγματικότητα σεξουαλικοί σκλάβοι των διεστραμμένων της ορέξεων. Μερικοί συγγενείς που γνώριζαν, δεν μπορούσαν να καταπιούν πώς τολμούσε και ρεζίλευε, με τα καμώματά της, το ιστορικό τους επώνυμο.
Εκείνη, πάντοτε αντισυμβατική, ποτέ δεν έδωσε ούτε εξηγήσεις ούτε και δεκάρα για τις απόψεις των άλλων: το τι έκανε στα πατώματα του σπιτιού της και στο κρεβάτι της, αφορούσε μονάχα την ίδια και τους εκάστοτε που την συντρόφευαν.
«Οι άνθρωποι είμαστε τόσο αφόρητα βαρετοί», απαντούσε, στις αδιάκριτες ερωτήσεις των δημοσιογράφων, «γι' αυτό επιβάλλεται να ξεπερνάμε τα όριά μας και συχνά να επαναπροσδιορίζουμε την προσωπική μας ηθική, όπως, και τα όρια της ψυχικής μας αντοχής.»
Πραγματικά νοιαζόταν γι’ αυτόν τον νεαρό άντρα -ήθελε να κάνει κάτι καλό γι' αυτόν- και του αφιέρωσε αρκετό, από τον πολύτιμο χρόνο της, για να του μάθει να δείχνει αριστοκρατικός. Τον έστειλε πολλές φορές στη μανικιουρίστα ώσπου να βγουν τα γράσα και η μυρωδιά του πετρελαίου από τα νύχια του.
Όταν ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση τού χάρισε μια ζηλευτή γκαρνταρόμπα, έναν διόλου ευκαταφρόνητο ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό και τέλος, του ζήτησε να μετακομίσει σε ένα από τα διαμερίσματα που διατηρούσε στο κέντρο της πόλης.
Τον είχε γνωρίσει σχεδόν αξημέρωτα, μια μέρα που εκείνη είχε τυρρανικές αϋπνίες και εκείνος πήγαινε στη δουλειά του. Οδηγούσε αφηρημένη και παραλίγο να τον τραυματίσει θανάσιμα την ώρα που έτρεχε ξέπνοος να προλάβει το λεωφορείο της γραμμής. Μετά το απότομο φρενάρισμα βγήκε να δει τι ζημιά είχε γίνει.
Αμέσως της έκαναν εντύπωση το παρουσιαστικό και οι ευγενικοί του τρόποι -άλλος στη θέση του μάλλον θα την έβριζε-, όμως εκείνος προσπάθησε να μειώσει τη σοβαρότητα του συμβάντος μη θέλοντας να την κάνει να αισθανθεί ακόμα πιο ένοχη από όσο ήδη ένιωθε.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά την επιταγή που του πρότεινε για να αντικαταστήσει το παντελόνι του που σκίστηκε όταν βούτηξε στο πεζοδρόμιο για να σωθεί.
Της άρεσε η στάση του -τα χρήματα έφταναν να αγοράσει όχι ένα αλλά δέκα παντελόνια σαν αυτό που φορούσε- και επέμεινε πολύ να τον πάει με το αυτοκίνητό της στη δουλειά του. Σκέφτηκε πως ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνον, αφού εξαιτίας της έχασε το λεωφορείο.
Έτσι γνώρισε το τελευταίο της απόκτημα. Μέχρι να φτάσουν στο συνεργείο αυτοκινήτων που δούλευε, πρόλαβε να αξιολογήσει έναν θαυμάσιο χαρακτήρα μα και να θαυμάσει ένα καλοφτιαγμένο κορμί. Αποδείχτηκε ακούραστος και πρόθυμος. Έμαθε γρήγορα πώς έπρεπε να συμπεριφέρεται μπροστά σε κόσμο και συχνά πυκνά την συνόδευε σε σημαντικές κοινωνικές συναθροίσεις.
Τον κράτησε πολλά χρόνια κοντά της. Αποδείχτηκε καλή και γενναιόδωρη: όταν τον αποδέσμευσε από τις υπηρεσίες του τού έδωσε μια γενναία επιταγή για να πραγματοποιήσει ένα τρελό όνειρό του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 10-1-2019

Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ 18+

                                                   Les Fleurs Du Male by Steven Miller

Αφού ξεπροβόδισε τον επισκέπτη του, άνοιξε τον δερμάτινο χαρτοφύλακα και τοποθέτησε με μεγάλη προσοχή το νέο του απόκτημα. Έβαλε τον κωδικό ασφαλείας και έπειτα, ικανοποιημένος με τον εαυτό του, σερβιρίστηκε μια γενναία μερίδα ουίσκι σε κρυστάλλινο ποτήρι. Τύλιξε τη μεταξωτή ρόμπα γύρω από το κορμί του και βούλιαξε στην αναπαυτική πολυθρόνα σταυρώνοντας, τα υγρά ακόμα από το μπάνιο, πόδια του.
Σαν κινέζος αυτοκράτορας ένιωθε όταν φορούσε αυτήν τη μακριά μαύρη ρόμπα. Άναψε τελετουργικά ένα χειροποίητο πούρο και γεύτηκε την πανάκριβη ρουφηξιά, τεντώνοντας το κεφάλι προς τα πίσω ενώ την ίδια ώρα φυσούσε τον καπνό προς στο ταβάνι.
Είχε μερικές ώρες ακόμα στη διάθεσή του ώσπου να επιστρέψει στην απαιτητική του πραγματικότητα -την Κυριακή δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον ενοχλεί, εάν τυχόν προέκυπτε κάποιο ζήτημα ζωής ή θανάτου, η προσωπική του γραμματέας γνώριζε καλά τι έπρεπε να κάνει.
Απόψε ένιωθε εξαντλημένος και αποφάσισε να διανυκτερεύσει εδώ. Αναστέναξε ευχαριστημένος και κάλεσε στη ρεσεψιόν του πολυτελέστατου ξενοδοχείου για να του ετοιμάσουν ένα λιτό δείπνο: πρόσεχε πολύ την υγεία και φυσικά την διατροφή του. Μόλις έκανε αυτή τη σκέψη γέλασε σαρκαστικά: η λέξη διατροφή του έφερε στο νου τη λέξη διαστροφή. Δεν απείχαν πολύ αυτές οι έννοιες: και οι δύο έτρεφαν, η μια το σώμα και η άλλη το πνεύμα.
Δείπνησε διαβάζοντας τα οικονομικά νέα, αγαπημένη συνήθεια, και έπειτα ξάπλωσε στο υπέρδιπλο κρεβάτι, το οποίο απαγόρευσε νωρίτερα στην καριέρα να τακτοποιήσει. Στα ανακατεμένα σεντόνια υπήρχε ακόμα η μυρωδιά από το σπέρμα και τη φτηνή κολόνια του νεαρού που κέρδισε πρόθυμα και με τον ιδρώτα του, την υπέρογκη αμοιβή για τις υπηρεσίες του.
Στην πραγματικότητα, το γραφείο δεν χρέωνε με αστρονομικά ποσά μόνο τα καλλίγραμμα και πανέμορφα νεαρά αγόρια με τα ευμεγέθη προσόντα, μα κυρίως την εχεμύθεια όσων εμπλέκονταν σ’ αυτά τα δήθεν επαγγελματικά ραντεβού.
Η υπεύθυνη, μια άριστη ομολογουμένως επαγγελματίας και πολίτης υπεράνω υποψίας, ήταν ενήμερη για τη μικρή διαστροφή του να φωτογραφίζει, πάντοτε μετά το τέλος της συνεύρεσης, τα προσόντα των ακόλαστων νεαρών, και φρόντιζε να υπάρχει πάντα στη σουίτα μια φωτογραφική μηχανή τελευταίας τεχνολογίας, καθώς και ένας, επίσης τελευταίας τεχνολογίας, τρισδιάστατος εκτυπωτής.
Ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του διεστραμμένο. Απλά συλλέκτη. Η συλλογή του αποτελούνταν από δεκάδες τρισδιάστατα μοντέλα, μοναδικού κάλλους και συμμετρίας το κάθε ένα. Ήταν χρόνιος και παθιασμένος συλλέκτης.
Στην κατοχή του είχε επίσης σπάνια αγάλματα, αυθεντικούς πίνακες μεγάλων ζωγράφων, που άξιζαν χιλιάδες ευρώ, χαρακτικά και μερικά από τα πιο σημαντικά πρωτότυπα χειρόγραφα που υπήρχαν στον κόσμο. Κανένα όμως από τα σπάνια αποκτήματα που είχε δεν του προξενούσε την ανατριχίλα και την συγκίνηση που του προξενούσε το ζωντανό πέος του έκφυλου άντρα από το Ηράκλειο. Δεν είχε δει ομορφότερο ούτε αρμονικότερο σε όλη τη ζωή του.


Μαρία Φουσταλιεράκη 6-1-2019

ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΗΘΕΛΕ ΜΟΝΟ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ

                                                               Claudia Tremblay


Ο πατέρας τη ρώτησε τι ήθελε να γίνει. Ποτέ δεν είχε φανταστεί τη ζωή της μακριά από τον πατέρα, γι' αυτό έκανε τάχα πως σφύριξε η τσαγιέρα και έτρεξε στην κουζίνα.
Όση ώρα ανακάτευε το τσάι στο μέλι, θυμήθηκε τον όρκο που είχε δώσει -μικρό κορίτσι- πάνω στον τάφο της μάνας: να μην αφήσει τον πατέρα. Δεν σκόπευε να φύγει από κοντά του. Τον αγαπούσε τον μπαμπάκα της. Ήταν σαν ένας τεράστιος αρκούδος -γενναιόδωρος και καλοσυνάτος-.
Μετά την κηδεία, ο αρκούδος έπαψε να θυμίζει τον παλιό του εαυτό -ήταν κάτι λιγότερο από άνθρωπος: ένας σωρός από κόκαλα, σάρκες, κλάματα και μουρμουρητά.
Μάζεψε γρήγορα γρήγορα το τραπέζι και έριξε μια θλιβερή ματιά στο πιάτο του πατέρα· πάλι έφαγε όσο ένα νεογέννητο σπουργίτι. Τον έβλεπε να παραιτείται κάθε μέρα από τη ζωή του και να κολυμπάει στο πηχτό τέλμα της θλίψης.
Δεν ήταν πια κοριτσάκι. Είχε φτάσει σε ηλικία γάμου, έλεγαν όλοι, μα εκείνη δεν την ενδιέφερε να παντρευτεί και να εγκαταλείψει τον πατέρα της· τη μοναδική οικογένειά της.
Διέφερε πολύ από τα άλλα κορίτσια. Ακόμα και όταν ήταν μικρούλα, σπάνια έπαιζε με κούκλες, με ψεύτικα κατσαρολικά και πλαστικά μπιμπερό. Εκείνη ήταν διαφορετική. Ονειρευόταν να γίνει πιλότος και να πετάει ψηλά στον ουρανό.
Το είχε εκμυστηρευτεί κάποτε στον πατέρα της όταν την είδε να ζωγραφίζει με ζήλο ένα αεροπλάνο. Ήξερε πως δεν θα την κοροϊδέψει και γι' αυτό του ψιθύρισε στο αυτί το μυστικό της. Εκείνος χαμογέλασε, της έκλεισε συνωμοτικά το μάτι, την πήρε στην αγκαλιά του και με τα δυνατά του μπράτσα την έκανε αεροπλανάκι σε όλο το δωμάτιο.
Η μάνα, που εκείνο τον καιρό ήταν γερή σαν άλογο, τούς πήρε μισοαστεία μισοσοβαρά στο κατόπι με την παντόφλα: εκείνον γιατί ξέχασε πως έχει κόρη και όχι γιο, και την μικρή γιατί ντρόπιαζε τη μάνα της στη γειτονιά που δεν φερόταν σαν καθώς πρέπει κόρη.
Εκείνη η φορά ήταν η πρώτη και η τελευταία που μοιράστηκε με κάποιον το όνειρό της. Έπειτα αρρώστησε η μάνα και ο πατέρας δεν είχε χρόνο να παίζει μαζί της και να την κάνει πια αεροπλανάκι με τα δυνατά του μπράτσα.
Σήμερα, καθηλωμένος από τα γεράματα σε απραξία και ανημποριά, εξαρτιόταν από την κόρη του ακόμα και για τις απλές, καθημερινές του ανάγκες.
Συχνά βέβαια είχε διαύγεια, μα τον περισσότερο καιρό ζούσε σε ένα δικό του κόσμο: άλλες φορές την περνούσε για τη γυναίκα του, ενώ άλλες τη νόμιζε ακόμα παιδούλα και την ρωτούσε αν διάβασε τα μαθήματά της για το σχολείο.
Οι γειτόνισσες την κοιτούσαν με λύπηση όταν την έβλεπαν στο δρόμο και δεν καταλάβαιναν γιατί ένα νέο κορίτσι έθαψε τόσο πρόθυμα τα νιάτα του δίπλα σε έναν μισότρελο πατέρα. Όσο ήταν ακόμα νέα τής μιλούσαν απ' έξω απ' έξω για προξενιά και για όμορφους νεαρούς που έχουν τον τρόπο τους, αλλά ευτυχώς τώρα που παραμεγάλωσε, έπαψαν να την ζαλίζουν και να της δείχνουν πέπλα, δαντέλες και μπομπονιέρες στα περιοδικά.
Ποτέ δεν την ενδιέφεραν οι γάμοι και τα νυφικά. Μοναδική της επιθυμία ήταν να μάθει να πετάει, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να εγκαταλείψει για πάντα τον πατέρα της και αυτό δεν θα το έκανε ποτέ. Έτσι, ξέχασε για πάντα τα όνειρα, τα σύννεφα και τους ουρανούς.
Στη γη δεν την κρατούσε τόσα χρόνια μόνο ο όρκος που έδωσε πάνω από το μνήμα της μάνας, μα και το ίδιο το μνήμα που καθημερινά φρόντιζε να έχει φρέσκα λουλούδια και πεντακάθαρα μάρμαρα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 5-1-2019

ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΠΙΕΙ ΓΟΥΛΙΑ

                                                                 Cécile Veilhan


Εκείνη τη μέρα δεν είχα πιει γουλιά. Το θυμόμουν καλά γιατί ένας πονοκέφαλος με παίδευε από βραδύς και μου είχε χαλάσει κι άλλο την ήδη πολύ κακή διάθεση που είχα. Στη δουλειά δεν το είπα σε κανέναν. Φοβήθηκα μήπως με περάσουν για τρελή. Καιρό τώρα λένε πως μάλλον τα χάνω σιγά σιγά. Δεν μου το λένε κατάμουτρα, μα πίσω από την πλάτη μου τους ακούω: στην τουαλέτα, κυρίως, όταν κρύβομαι για να κλάψω.
Κανείς δεν με κατηγορεί στα φανερά, αλλά ούτε και με υποστηρίζει με πάθος. Μάλλον δεν ξέρουν πώς να μου φερθούν ή, ακόμα χειρότερα, θεωρούν πως μου άξιζε. Από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκε ότι χάθηκε το παιδί μου - όλοι οι υπόλοιποι το έλεγαν αγέννητο ή έμβρυο-, η οικογένειά μου επέμεναν να επιστρέψω στην εργασία μου. Υποστήριζαν πως η καθημερινή ρουτίνα θα με βοηθούσε να ξεχάσω πιο γρήγορα -θαρρείς πως εγώ ήθελα να ξεχάσω ποτέ!
Ο προϊστάμενος, από την άλλη, προσφέρθηκε να μου δώσει επιπλέον άδεια για όσο διάστημα χρειαζόμουν ώσπου να γίνω εντελώς καλά. Τότε ήταν που ανακάλυψα την ευεργετική επίδραση του αλκοόλ και το ευλογημένο μούδιασμα του μυαλού.
Εκείνη τη μέρα όμως δεν είχα πιει γουλιά. Το ορκίζομαι. Ντύθηκα, ετοιμάστηκα να πάω στη δουλειά -καιρός ήταν, είπα στον εαυτό μου- και μόλις έφτασα στη στάση να πάρω το λεωφορείο, άκουσα χαρούμενα τιτιβίσματα. Παιδάκια έπαιζαν στο απέναντι πάρκο.
Μεμιάς, όλη η αβάσταχτη απελπισία του πένθους, όλος ο ανομολόγητος πόνος των τόσων μηνών, τράνταξε το κορμί μου. Έκανε τα χέρια μου να τρέμουν ανεξέλεγκτα και τα πόδια μου να τρεκλίζουν χορεύοντας.
Πέρασα σαν αστραπή τον δρόμο και έφτασα στην είσοδο του πάρκου με τα χέρια ορθάνοιχτα. Κατευθύνθηκα στις κούνιες όπου ένα μικρό παιδάκι – κοριτσάκι ήταν- έκανε κούνια τσιρίζοντας από έξαψη και κουνούσε χαρούμενα τα πόδια του στον αέρα. Δεν ήθελα να του κάνω κακό. Ήθελα μονάχα να το χαϊδέψω στο κεφαλάκι του. Μου φάνηκε πως έμοιαζε στη δική μου κόρη και ήθελα να της το πω.
Οι γονείς του παιδιού πανικοβλήθηκαν, την απομάκρυναν από κοντά μου και κάλεσαν αμέσως την αστυνομία. Με συνέλαβαν να κάθομαι ήσυχη στην άδεια κούνια, να μιλάω στον αέρα και να σχηματίζω καρδιές κάτω στο χιόνι με τα πόδια μου.
Ήταν μια μέρα σαν την σημερινή. Είχε χιονίσει και ήμουν ευδιάθετη. Ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω. Στο κεφαλόσκαλο γλίστρησα και βρέθηκα ξαπλωμένη κάτω. Προτού καλά καλά σηκωθώ, το χιόνι ανάμεσα στα πόδια μου είχε γίνει κατακόκκινο.

Μαρία Φουσταλιεράκη 4-1-2019