Ruff by Peter Adderley
Δεν είχα χορτάσει ακόμα ύπνο μα το όνειρο μού
ξύπνησε όλες τις αισθήσεις. Έγλυφα, λέει, μια φρυγανιά με μέλι, ήμουν γύρω στα
πέντε, άνοιξη στον κήπο μας, ξυπόλυτη και απόλυτα ευτυχισμένη -όπως ξέρουν μόνο
τα μικρά παιδιά να είναι.
Ψαχούλεψα στο κομοδίνο για νερό και το ήπια όλο, αν
και ήταν όνειρο, η γλύκα του μελιού ήταν ολοζώντανη και με δίψασε. Άνοιξα τα
πατζούρια και σήκωσα, από συνήθεια, τα μάτια στον ουρανό. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν
είχε ξημερώσει· ένα σκούρο πέπλο τον
κάλυπτε πέρα ως πέρα. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην πατήσω τον διακόπτη όμως
εστίασα με προσοχή και τα μάτια μου συνήθισαν στο λιγοστό φως.
Ο γάτος, σαν με άκουσε πως σηκώθηκα, ήρθε να
εισπράξει πρωινά χάδια. Έριξα μια τελευταία ματιά στο σκουρόχρωμο πέπλο του
ουρανού και αναρωτήθηκα αν αυτό το χρώμα ονομάζουν γκρι σουρί οι Γάλλοι.
Μέχρι να πάω στην κουζίνα, να στύψω το χυμό από
τέσσερα πορτοκάλια -τον ήπια μονορούφι και με αγωνία μην προλάβουν και πεθάνουν
οι βιταμίνες- το πέπλο άρχισε να σηκώνεται και ξαφνικά εμφανίστηκε έξω μια
σκούρα μελαγχολική μα όμορφη μέρα.
Όταν γύρισα πίσω στο δωμάτιο, παρέα με το πιάτο
μου, είδα πως στα κάγκελα υπήρχαν χοντρές σταγόνες βροχής και πως σε μερικά
σημεία είχαν γίνει λάσπες.
"Πρέπει να καθαρίζω πιο τακτικά το
μπαλκόνι", σκέφτηκα.
Έφαγα
στα όρθια, μπροστά στην μπαλκονόπορτα, μια φέτα με μέλι· δεν ήταν το ίδιο νόστιμο, και όσο μασούλαγα το
ψωμί, κοίταζα αδιάφορα τις λάσπες και τα πεθαμένα φύλλα που είχαν γίνει
σκουπίδια.
Όταν τελείωσα, έπλυνα τα δόντια μου, βούρτσισα τα
μαλλιά μου και έβαλα μπόλικη αντιρυτιδική κρέμα στο πρόσωπό μου. Δεν άλλαξα
ρούχα, αποφάσισα να μείνω με τις πιτζάμες. Διάλεξα ένα βιβλίο ταιριαστό με τον
καιρό και ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού -εκεί είναι μεγαλύτερα τα παράθυρα-.
Δεν
πρόλαβα να βολευτώ στη χνουδωτή κουβέρτα -χειμωνιάτικη συντροφιά για το
διάβασμα- και ξεκίνησε να βρέχει.
Στην αρχή η βροχή ήταν ψιλή, με το ζόρι τη
διέκρινα, αν και είχε βγει μια φέτα ο ήλιος, αλλά αμέσως μετά, χόντρυναν οι
στάλες και έπεφταν με ορμή στα κάγκελα, στα τζάμια και στην μεταλλική τέντα του
γείτονα.
Διάβαζα κάμποση ώρα, είχα απορροφηθεί και δεν ξέρω
για πόσο ακόμα συνεχίστηκε ο χαλασμός εκεί έξω. Όταν πόνεσαν τα μάτια μου και
έκλεισα το βιβλίο, σημείωσα στο μυαλό μου τη σελίδα 93. Το ακούμπησα, με
κλειστά μάτια, στο τραπεζάκι δίπλα μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ο
ήχο της βροχής που όσο δυνάμωνε, τόσο με νανούριζε. Μετά δεν ξέρω. Αποκοιμήθηκα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 30-1-2019
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή