Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

                                                                  Iwona Lifsches


«Πάρε αυτά και γύρνα στο σπίτι σου, αυτός ο κόσμος κατασπαράζει τα μικρά παιδιά, η νύχτα δεν είναι στο νούμερό σου μικρέ, είναι μπαλωμένη ζακέτα για όσους ξέχασαν να κρυώνουν και να πονούν» του είπε ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας, απροσδιορίστου ηλικίας και του 'βαλε μερικά κέρματα στο χέρι.
Τον παρακολούθησε να απομακρύνεται, να μουρμουρίζει και να βλαστημάει τις λακκούβες με τα νερά. Κοίταξε τα χρήματα στην παλάμη του: έφταναν ν' αγοράσει μερικά σουβλάκια και μισό καρβέλι ψωμί. Ήταν τυχερός, θα την έβγαζε κι απόψε.
Τρίτο βράδυ στους δρόμους και ήδη τον είχαν κλέψει, τον είχαν χλευάσει και τον είχαν διώξει απ' όλα τα παγκάκια της πλατείας, όμως αυτό τον πείσμωνε ακόμα πιο πολύ: δεν θα γυρνούσε στο σπίτι του κι ας πεινούσε, κι ας φοβόταν, κι ας κρύωνε.
Το στομάχι άρχισε να γουργουρίζει. Έπρεπε να κρύψει τα λεφτά στην τσέπη του και να τρέξει στην καντίνα, αυτήν που έκανε τη μύτη του να σπάει με τις μυρωδιές της.
Θα κρατούσε μισό σουβλάκι να το δώσει στον μαύρο σκύλο, εκείνον τον θεόρατο με τα τσιμπούρια που τριγύριζε στο άλσος, ικετεύοντας τους περαστικούς. Δεν τον μεταχειρίζονταν καλύτερα από κείνον: τον κλωτσούσαν και τον έδιωχναν όλοι από κοντά τους.
Είχε ορκιστεί στον εαυτό του πως θα τον τάιζε όποτε του περίσσευε έστω μια μπουκιά. Μπορεί να ήταν μικρός, αλλά ήξερε κι όλας την αξία της φιλίας.

Μαρία Φουσταλιεράκη 14-1-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...