Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΒΑΖΑ ΒΕΝΖΙΝΗ

                                                           Chagall, Μπλε τοπίο, 1949


Τον είδα με την άκρη του ματιού μου . Ο υπάλληλος έβαζε βενζίνη στο αυτοκίνητό του ενώ εκείνος καθάριζε έναν ανύπαρκτο λεκέ στην πεντακάθαρη οροφή. Χαμογέλασα στη γνώριμη σκηνή και κρύφτηκα πίσω από μια κυριούλα· περίμενε κι εκείνη το λεωφορείο, θα πήγαινε να πάρει την εγγόνα της απ' τον παιδικό σταθμό, την αγαπημένη της, αυτήν που της είχαν δώσει το όνομά της.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο με συμπαθούν οι ηλικιωμένοι και συχνά μου πιάνουν την κουβέντα σε στάσεις λεωφορείων και στην ουρά στο σούπερ μάρκετ. Στο τέλος, εκείνοι με γεμίζουν με ευχές και εγώ τους ανταποδίδω χαμόγελα κατανόησης.
Σίγουρα πηγαίνει σε ρομαντικό ραντεβού. Το ξέρω γιατί δεν φοράει τα ρούχα της δουλειάς. Είναι περιποιημένος, τα μαλλιά του είναι καλοχτενισμένα και σίγουρα μοσχομυρίζει καθαριότητα. Από εδώ που στέκομαι δεν μπορώ να τον μυρίσω, αλλά, παραδόξως, μυρίζω το άρωμά του στην άκρη της μύτης μου. Ακόμα με αναστατώνει αυτό το άρωμα. Ακόμα μου γεννάει σεισμούς αυτό το αρσενικό.
Ήμασταν τόσο αταίριαστοι μα και τόσο ίδιοι. Δύσκολη ένωση. Ζηλεύαμε φρικτά ο ένας τον άλλον και κανένας δεν έκανε πίσω στους καυγάδες. Ας όψεται ο εγωισμός και οι ισχυρές προσωπικότητές μας. Ας προσέχαμε. Αλλά δεν προσέχαμε και, να, τώρα που δεν έχουμε. Τώρα, παίρνει ο καθένας αγκαλιά το πείσμα του και κοιμάται μόνος τα βράδια.
Πλήρωσε τον υπάλληλο και έκανε να φύγει. «Ωχ, όχι! Νομίζω πως με είδε. Έρχεται προς το μέρος μου. Το μυαλό μου μού λέει: τρέχα, αλλά τα πόδια μού λένε: στάσου».
Η κυριούλα μού τραβάει το μανίκι. «Χλώμιασες» μου λέει.
«Είσαι καλά;».
«Καλά είμαι» της απαντάω και ορμάω στο πρώτο λεωφορείο που έφτασε στη στάση. Δεν έχω ιδέα πού πάει, αλλά μου φτάνει που θα με πάρει μακριά από δω. Όχι, δεν θα μείνω να δω τη συνέχεια. Το έχω δει πολλές φορές αυτό το έργο. Απ' έξω κι ανακατωτά το έχω μάθει πια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 5-3-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...