Catrin Welz-Stein
Με τα τελευταία λεφτά έβγαλε εισιτήριο και αγόρασε
μια τοπική εφημερίδα για να ξεκοκαλίσει στη διαδρομή. Ο υπάλληλος στο γκισέ
όταν ρώτησε "για πού" κατάπληκτος τον άκουσε να λέει "για όπου
φτάνουν" και του έδειξε τα λιγοστά χαρτονομίσματα και κέρματα που είχε
απλωμένα στην παλάμη του.
Βρήκε το βαγόνι και βολεύτηκε στη θέση του. Δεν
ταξίδευαν πολλοί επιβάτες αυτή την ώρα. "Καλύτερα" σκέφτηκε "θα
έχω ατάραχο ταξίδι". Τα τελευταία χρόνια τον κούραζαν οι ατέλειωτες,
ανόητες ομιλίες και η οχλοβοή που έκαναν οι άνθρωποι και απέφευγε να τρώει σε
μαγαζιά που δειπνούσαν πολυάριθμες παρέες. Δεν του άρεσε ο ήχος που έκανε η
γλώσσα τους όταν ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα στον ουρανίσκο και σιχαινόταν τα
σάλια που πετάγονταν έξω από το, γεμάτο με φαγητό, στόμα τους.
Το συγκεκριμένο δρομολόγιο έκανε μονάχα δυο στάσεις
σε κεντρικούς σταθμούς πριν φτάσει στον τελικό προορισμό του.
Μέχρι
τον πρώτο είχε διαβάσει, από το τέλος προς την αρχή, την τοπική εφημερίδα:
συνήθεια που είχε αποκτήσει μετά την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Έκτοτε,
συχνά πυκνά ανακάλυπτε νέες ιδιοτροπίες: στο ντύσιμο, στη διατροφή, στη
μοναχικότητα, στα νυχτερινά αναγνώσματα.
Ανέκαθεν
βολευόταν να διαβάζει στο σκοτάδι - έφεγγε το βιβλίο με ένα μικρό φακό. Τη
νύχτα ανακάλυπτε καθαρότερα τον κόσμο χωρίς ανθρώπους να τον διακόπτουν με την αγενή
παρουσία τους.
Όταν το τρένο σταμάτησε στον δεύτερο σταθμό για να
φορτώσει και να ξεφορτώσει εμπορεύματα, υπολόγισε πως μπήκαν άλλοι δεκαοχτώ
επιβάτες. Όλοι τους έδειχναν νυσταγμένοι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια της
περιοχής και επέστρεφαν στα χωριά τους.
Όλοι κουβαλούσαν από ένα μεγάλο μπόγο. Υπέθεσε πως
εκεί μέσα είχαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους μαζί με μερικά δώρα για τις
οικογένειές τους: καρύδια, ρόδια, αυγά, κότες ζωντανές και λευκό αλεύρι. Οι
περισσότεροι εργάτες ήταν άντρες μα ξεχώρισε με δυσκολία και μια νεαρή γυναίκα
ανάμεσά τους. Φορούσε ίδιες μπότες με τους υπόλοιπους -βρόμικες και σκληρές-
και ένα μαύρο κασκέτο που έκρυβε τα μαλλιά της.
Όταν βόλεψε τον μπόγο κάτω από το κάθισμα, τέντωσε
τα πόδια της και έβγαλε το κασκέτο της. Μια ολόχρυση πλεξούδα κύλησε στην πλάτη
της και όταν γύρισε το πρόσωπό της είδε δυο παρθενικά ποτάμια να τον κοιτούν. Αμέσως
ντράπηκε, έστρεψε το κορμί του στο παράθυρο και κρύφτηκε πίσω από την ήδη ξεκοκαλισμένη
εφημερίδα. Το στομάχι του άρχισε ν' ανακατεύεται και κόμποι ιδρώτα εμφανίστηκαν
στο μέτωπό του.
Έβγαλε διακριτικά μια χάρτινη σακούλα από την τσέπη
του παλτού του, βυθίστηκε στο κάθισμά του και, χωρίς να κάνει καθόλου θόρυβο,
άδειασε το περιεχόμενο από τα πικρά σωθικά του, μέσα της.
Μέχρι
να φτάσει στον προορισμό του ένιωθε αδύναμος, ακόμα πιο γέρος από όσο ήταν, και
πάρα πολύ κουρασμένος.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 3-1-2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...