Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΧΝΟΥΔΩΤΗ ΣΒΟΥΡΑ

                                                      Mínimas I by David De La Mano


Έψαχνε μια εξήγηση που θα την ικανοποιούσε. Δεν ήξερε ακόμα τι θα σκαρφιζόταν, αλλά δεν μπορούσε να της πει την αλήθεια. Δεν θα της έδινε τη χαριστική βολή, όχι εκείνος, την αγαπούσε υπερβολικά για να την πικράνει τόσο πολύ.
Τη νύχτα που γέννησε η γάτα τους, κανείς δεν άκουσε τα παραπονεμένα μιάου που έκαναν τα νεογέννητα. Δεν ακούγονταν βέβαια ακόμα σαν μιάου, σαν κανονικά νιαουρίσματα, αλλά περισσότερο σαν οξύς ήχος, όπως το τριζοβόλισμα του πεύκου σε καλά χωνεμένο τζάκι.
Λίγο μετά που γεννήθηκαν τα γατάκια, αυτός σηκώθηκε να πιεί νερό. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά με την λεχώνα. Την τύλιξε βιαστικά με μια κουβέρτα και μαζί με τα μωρά, τους πήγε στην κλινική. Ο κτηνίατρος δεν κατάφερε να την σώσει, κράτησε όμως στη ζωή όλα τα μωρά της.
Δεν ήθελε να τα πάρει πίσω στο σπίτι. Τα θεωρούσε υπεύθυνα για το θάνατο της χνουδωτής σβούρας που είχε φέρει τόση χαρά στη ζωή τους. Ειδικά στη μικρή που δεν χόρταινε να την χαϊδεύει και να της τραβάει την ουρά όταν ήταν βρεφάκι.
Βάδιζε πάνω κάτω στον προθάλαμο του ιατρείου και σκεφτόταν ένα ψέμα που έπρεπε να σκαρφιστεί. Δεν γινόταν αλλιώς. Αν μάθαινε το παιδί πως η γάτα τους πέθανε, δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ που δεν την έσωσε.
Το ήξερε πως εκείνος έφταιγε για όλα. Δεν έπρεπε να υποσχεθεί στο παιδί πως όταν θα έβγαινε απ' το νοσοκομείο, θα επέτρεπε στη γάτα να κοιμάται μαζί της. Τώρα, φυσούσε ξεφυσούσε και ικανοποιητική λύση δεν έβρισκε.
Δεν θα τηρούσε έτσι κι αλλιώς την υπόσχεση που της έδωσε, ενδίδοντας στα παρακάλια της: οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί, η γάτα έπρεπε να απομακρυνθεί. Ωστόσο είχε βρει λύση. Την φυσική της παρουσία θα αντικαθιστούσε η τεχνολογία: θα την έβλεπε όποτε ήθελε στην οθόνη του υπολογιστή τους και θα διαπίστωνε πόσο χαρούμενη ήταν στο σπίτι που θα την φιλοξενούσαν.
Ήταν δικό του το φταίξιμο. Εκατό τοις εκατό έφταιξε εκείνος. Πρώτα πρώτα που αμέλησε να στειρώσει τη γάτα και ιδού τα αποτελέσματα. Δεν ήταν πως το ξεχνούσε, μα η κλονισμένη υγεία της μικρής σπάνια του άφηνε χρόνο να σκεφτεί κάτι άλλο.
Κι εκείνο το αναθεματισμένο θηλυκό! Μία και μοναδική φορά ξέχασε την πίσω πόρτα ανοιχτή και αμέσως εκείνη έτρεξε να ερωτοτροπήσει με τους αδέσποτους της γειτονιάς. Βέβαια, αν είχε το μυαλό του συγκεντρωμένο θα άκουγε από μέρες τις ερωτικές καντάδες και τους προκλητικούς διαλόγους που γίνονταν κάτω απ' το παράθυρο του σπιτιού του. Ήταν η εποχή τους.
Και αφού γκαστρώθηκε η καλή σου, συνάμενη κουνάμενη γύρισε στο σπίτι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Δεν είχε λείψει πολλές ώρες και αν δεν γρατζουνούσε επίμονα την εξώπορτα να της ανοίξουν, κανείς δεν θα είχε καταλάβει πως έλειπε.
Τα γατάκια θα τα αναλάμβανε ο γιατρός. Θα τους έβρισκε καλά σπίτια, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί, του είπε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη την ώρα που τον ξεπροβόδιζε. Ο γιατρός ήξερε την κατάσταση στο σπίτι γι' αυτό τόσο πρόθυμα τον απάλλαξε από αυτό το αναπάντεχο πρόβλημα.
Γύρισε στο σπίτι και μπήκε μέσα κάνοντας ησυχία. Κανείς δεν κατάλαβε πως έλειψε. Ξεντύθηκε και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα ως πάνω από το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια και πίεσε τον εαυτό του να κοιμηθεί μερικές ώρες. Δεν ήθελε να δείχνει άυπνος και ταλαιπωρημένος όταν θα πήγαινε να δει το κοριτσάκι του στο νοσοκομείο.
Λίγο πριν βυθιστεί στον ύπνο, πήρε την απόφασή του: θα της έλεγε την αλήθεια. Θα παραδεχόταν πως απέτυχε να τηρήσει την υπόσχεση πως τίποτα κακό δεν θα άφηνε να συμβεί από εδώ και πέρα στην οικογένειά τους. Θα της έλεγε πως, δυστυχώς, ο μπαμπάς δεν ήταν παντοδύναμος, κι ας το' θελε πολύ.
Δεν του πήγαινε καρδιά να την κοροϊδέψει και να την γεμίσει με ψέματα. Υπήρχε όμως και ένας ακόμα λόγος που βάρυνε αυτή του την απόφαση: είχε έρθει η ώρα ν' αρχίσει να εκπαιδεύει τον εαυτό του στην απώλεια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 13-1-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...