Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑΞΙ

                                                                              Kenton Nelson


Είχαν κοπεί τα πόδια μου. Η καρδιά μου έκανε όσο θόρυβο κάνει το αντλιοστάσιο στο χωριού του παππού μου. Έβγαλα διακριτικά τη βεντάλια που κουβαλούσα πάντα στην τσάντα μου, σήκωσα διακριτικά το φουστάνι μου και έκανα αέρα ανάμεσα στα μπούτια μου.
Ευτυχώς έκανε ζέστη σήμερα, έτσι αν κάποιου το μάτι έπεφτε κάτω απ' το τραπέζι, το πολύ πολύ να νόμιζε πως είμαι υπερβολική· δεν έκανε δα τόση ζέστη.
Είχα σκυλοβαρεθεί και ο ιδρώτας που έτρεχε στην πλάτη μου με έκανε να νιώθω βρόμικη.
Σηκώθηκα απότομα και χωρίς να δώσω εξήγηση στους συγγενείς, πήρα την τσάντα μου και ψέλλισα στο αυτί του άντρα μου πως μου αδιαθέτησα και γι' αυτό φεύγω.
Μου έκανε ένα αόριστο νεύμα πως θα βρεθούμε αργότερα και συνέχισε να λέει χαζογελώντας, το ανέκδοτο που έλεγε πάντα στις οικογενειακές συνεστιάσεις.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το ανέκδοτο με εκνεύριζε και μού τριβέλιζε το μυαλό όση ώρα περίμενα για ταξί. Ήταν εντελώς ανόητο, σεξιστικό και χυδαίο: έλεγε για έναν κακομοίρη και αδαή κερατά που όλοι κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του.
Άρχισα να χάνω την υπομονή μου που δεν ερχόταν ταξί. Είπα ψέματα πως πάω στο σπίτι επειδή τάχα λερώθηκα, η αλήθεια είναι πως έφυγα γιατί δεν άντεχα άλλο να ακούω τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Μπάφιασα, βλέπεις όλο το σόι ήταν σε απαρτία σήμερα!
Ταξί δεν έβλεπα στον ορίζοντα, η ορθοστασία με είχε κουράσει αφάνταστα, το φούντωμα στο κορμί μου ξαναγύρισε και το ταμπούρλο -που χτυπούσε μέσα στο στήθος μου- με έκανε να φοβηθώ πως αν πάθω –αυτή τη στιγμή- κρίση πανικού, δεν θα μπορέσω να την ελέγξω με τις τεχνικές που ήξερα.
Είχα σκύψει το κεφάλι και ανέπνεα ρυθμικά μετρώντας από μέσα μου. Κάποιος μού μιλούσε -το ήξερα χωρίς να βλέπω πρόσωπο- άκουγα μόνο μια φωνή, μα δεν ξεχώριζα καθόλου λέξεις.
Η αναπνοή μου ήρθε κάποια στιγμή στα συγκαλά της και η καρδιά μου χτυπούσε επιτέλους, σχετικά, φυσιολογικά. Η καταστροφή είχε αποφευχθεί· για την ώρα τουλάχιστον.
Ένας άνδρας, ένας γοητευτικότατος νεαρός άνδρας με κοιτούσε με ανησυχία και με ρωτούσε επίμονα, ξανά και ξανά, αν είμαι καλά και αν χρειαζόμουν ιατρική βοήθεια. Τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον του και του εξήγησα πως, περιμένοντας για ταξί, ένιωσα μια ξαφνική σκοτοδίνη -μια δυσφορία- μα πως τώρα νιώθω αρκετά καλύτερα.
Προσφέρθηκε ευγενικά να με πάει με το αυτοκίνητό του στον προορισμό μου, και χωρίς να πολυσκεφτώ, απάντησα αγανακτι-σμένη: κάπου που να μην με βρει ποτέ κανείς. Τους σιχάθηκα όλους.
Πού να 'ξερα εκείνη τη στιγμή πως αυτός ο άγνωστος άνθρωπος θα πραγματοποιούσε αυτήν την άμυαλη επιθυμία μου.
Και που να 'ξερε κι εκείνος, πως δεν χρειαζόταν να ασκήσει τόση βία. Θα του δινόμουν οικειοθελώς. Το είχα αποφασίσει πολύ πριν δω τη λάμψη της λεπίδας να λάμπει μέσα από τα μάτια του.

Μαρία Φουσταλιεράκη 19-2-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...