Timoléon Marie Lobrichon - Toy shop window (1909)
«Μπροστά στον θάνατο τα λόγια δεν υπάρχουν». Κάπου
είχε διαβάσει αυτή τη φράση και από σεβασμό σταμάτησε ν' αναμασάει τα ίδια
παράπονα.
Σώπασε.
Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και το μυαλό της έφυγε από τα βρόμικα, τα χυμένα λάδια
και τα πατημένα χώματα με τα μαραμένα λουλούδια του νεκροταφείου των ενηλίκων
και πήγε χοροπηδώντας στα παιδικά μνήματα, που βρισκόταν ξέγνοιαστα και
απομονωμένα στην άλλη άκρη του λόφου.
Τα ολοκαίνουργια παιχνίδια στέκονταν υπομονετικά
μέσα στις συσκευασίες τους -δίπλα από τα μάρμαρα- ενόσω οι μανάδες σαπούνιζαν
με περισσή επιμέλεια τα κάγκελα, τους σταυρούς και τις φωτογραφίες. Ταυτόχρονα,
αντικαθιστούσαν στα πορσελάνινα βάζα τα παλιά λουλούδια, που δεν προλάβαιναν
ποτέ να μαραθούν.
Ένα ποδηλατάκι ήταν παρκαρισμένο δίπλα στον τάφο
ενός τρίχρονου παιδιού –στην ηλικία που συνήθως πρωτοανακαλύπτουν τις ρόδες τα
παιδιά. Ήταν τυλιγμένο το τιμόνι του με κόκκινες κορδέλες γιορτινές ενώ το
σιωπηλό κουδούνι στραφτάλιζε στον μεσημεριανό ήλιο.
Πιο πέρα, μέσα σε ένα τάφο νεογέννητου, υπήρχαν
λούτρινα αρκουδάκια και χελώνες, και παπάκια κίτρινα και ελέφαντες γκρι· όλα τα ζώα της φάρμας και του δάσους.
Σε άλλους τάφους είχε μπαλόνια, γλειφιτζούρια,
αυτοκινητάκια, κούκλες, τουβλάκια, εργαλεία μαστορέματος και ό,τι άλλο παιχνίδι
θες, έβρισκες στο παιδικό νεκροταφείο -εκτός από ηλεκτρονικά παιχνίδια που δεν
κάνουν καλό στα μικρά παιδιά-.
Θα ερχόταν πάλι νωρίς το βράδυ, λίγο πριν νυχτώσει,
να καληνυχτίσει τους πεθαμένους της πριν πάει στο σπίτι να ξεκουράσει τα
πονεμένα της μέλη.
Στον γυρισμό, μέσα στο λεωφορείο, παραδόθηκε στον
ήχο της μηχανής που ακουγόταν για νανούρισμα, τυλίχτηκε στο παλτό της και
αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε πως δεν έφυγε από το νεκροταφείο όταν έδυσε ο ήλιος.
Ονειρεύτηκε πως έμεινε εκεί, ακίνητη και κρατώντας την αναπνοή της, πίσω από
ένα δέντρο, κρυμμένη από τον φύλακα που έδιωχνε με ανυπόμονα σφυρίγματα τους
αργοπορημένους επισκέπτες. Βιαζόταν να κλειδώσει την κεντρική πύλη.
Αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω,
έβγαλε μια άλλη, μια ασημένια σφυρίχτρα από την αριστερή του τσέπη και άρχισε
να σφυρίζει δυνατά. Ήταν το σύνθημα. Από τους παιδικούς τάφους ακούστηκε
φασαρία· φωνές και γέλια.
Ένα ένα τα παιδιά, σήκωναν τα καπάκια από τα
φέρετρα και αφού τέντωναν τα ποδαράκια τους να ξεμουδιάσουν, έβγαιναν με ένα
σάλτο και έτρεχαν να παίξουν με τα καινούργια τους παιχνίδια.
Τα
μικρότερα παιδιά και τα βρέφη που δεν περπατούσαν ακόμα, τσίριζαν από
ανυπομονησία, όσο περίμεναν κάποιο από τα μεγαλύτερα, να τα σηκώσει αγκαλιά και
να τα βγάλει έξω.
ο νεκροταφείο μετατράπηκε σε παιδική χαρά. Τα φώτα
από τα καντήλια έφεγγαν αρκετά και μαζί με το λιγοστό φως του φεγγαριού, τα
βοηθούσε να μην σκοντάφτουν στα μάρμαρα.
Ήταν
τόσο χαριτωμένα να τα βλέπει κανείς. Αν δεν ήταν τόσο χλωμά τα προσωπάκια τους
δεν θα τα ξεχώριζες από τα ζωντανά παιδιά.
Μόλις άρχισε να ξημερώνει, αποκαμωμένα από το
παιχνίδι, χασμουρήθηκαν, τεντώθηκαν, χτένισαν τα μαλλάκια τους, τίναξαν καλά
καλά τα βρόμικα χώματα από τα καλά τους ρουχαλάκια και γύρισαν ήσυχα ήσυχα στα
νεκρικά τους κρεβατάκια για να κοιμηθούν ως το βράδυ που θα σφύριζε πάλι ο
φύλακας την ασημένια σφυρίχτρα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 16-1-2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...