Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΗ


Δεν ήθελαν να είναι πρωταγωνίστριες.

Αναγκάστηκαν.

Η πίστα δεν έπρεπε να μένει άδεια.

Όχι για πολύ.

Αρσενικά βήματα την κούρσευαν τα ξημερώματα.

Τα θηλυκά από κάτω σήκωναν τα χέρια από έκσταση.

Αλίμονο.

Απογοήτευση.

Οι άνδρες μετανάστευσαν σε άλλες πολιτείες.

Χωρίς πίστες.

Χωρίς παλαμάκια και μουσική.

Έρημα έμειναν τα λουλούδια να σαπίζουν στις μεγάλες πίστες.



Μαρία Φουσταλιεράκη 26-2-2017

ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΚΑΤΟΙΚΕΙ Η ΗΘΙΚΗ



Μέσα στο στομάχι μας κατοικεί η ηθική. Συγκάτοικος γίνεται με τα γαστρικά υγρά που έχουν το χρέος να διασπούν τις τροφές και να τις δολοφονούν για να ζήσουμε εμείς.

Δήμιοι από ανάγκη γίνονται κι όχι από διαστροφή.

Η ηθική, δήμιος από ανάγκη και κείνη, διασπά τις προθέσεις και τις πράξεις των ανθρώπων που μας πλησιάζουν και τις μεταφράζει σε αισθήματα.

Όταν ασύμβατοι με μας και την ηθική μας άνθρωποι, μας πλησιάζουν ή έρχονται με δόλιες προθέσεις δίπλα μας, ακόμα κι αν έχουν μπουκέτα από ανοιξιάτικα λουλούδια στα χέρια, το στομάχι δεν ξεγελιέται.

Μας ειδοποιεί. Με ένα κόμπο και ένα σφίξιμο που και να θέλουμε να δικαιολογήσουμε ή να αγνοήσουμε, δε μπορούμε.


Μαρία Φουσταλιεράκη 25-2-2017

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΓΑΜΟΥ


Πάλι κάθισαν αμίλητοι στο τραπέζι για να φάνε. Εκείνη φανερά κουρασμένη. Εκείνος φανερά νευρικός. Στην τηλεόραση έπαιζε ένα παμπάλαιο σήριαλ. Παλιό και βαρετό. Σαν το γάμο τους.
Από καιρό ήξεραν πως εκείνη δεν ήταν ευτυχισμένη. Τα παιδιά μεγάλωσαν κι έμεναν πλέον σε δικά τους σπίτια. Άδειασε η καθημερινή χαρά και τους έμεινε μόνο η ησυχία.

Παράπονο το' χε που εκείνος σπάνια της μιλούσε. Όχι για τις ανάγκες του σπιτιού, τι θα φάνε ή αν τους περισσεύουν λεφτά για να αλλάξει το σαλόνι.
Δε μοιραζόταν τις σκέψεις του, ούτε τα συναισθήματά του. Βαρύς απ' τη μέρα που τον γνώρισε.
Το είχε βρει όμορφο τότε. Οι άνδρες δε μιλάνε πολύ, της είχαν μάθει. Λίγα και σταράτα λένε.

Εκείνη, τα λόγια αγάπης που της έλειπαν, τα διάβαζε στα βιβλία. Χόρταινε από ερωτικές εξομολογήσεις και ρομαντισμό στις στοίβες που είχε στο κομοδίνο της.
Καμιά φορά του το ‘λεγε, με τρόπο. Αυτός την κοιτούσε αδιάφορα και δεν της χαλάλιζε δεύτερη ματιά. Έτσι είμαι εγώ, ήταν η μόνιμη απάντησή του.
Ποτέ δεν της είχε μιλήσει γι' αγάπη, ποτέ δεν της έφερνε λουλούδια και έρωτα, ακόμα και τον πρώτο καιρό, έκαναν σαν από καθήκον. Χωρίς λόγια, χωρίς πάθος.
Ούτε στο κρεβάτι γνώρισε την τρυφερότητά του. Μπορεί να μην είχε τρυφερή πλευρά μέσα του.

Τα παιδιά, που τ' αγαπούσε, δεν είχε καμιά αμφιβολία, δεν τ' αγκάλιαζε, ούτε τα φιλούσε ακόμα κι όταν ήταν μικρά. Μονάχα τα φρόντιζε έτσι όπως έπρεπε.
Θαρρείς και φοβόταν την επαφή με τα ξένα σώματα. Όλων.

Κουράστηκε να του ζητάει και αυτός να της αρνείται. Να περπατήσουν χέρι με χέρι στη βόλτα τους. Να πάνε ένα ταξίδι οι δυο τους. Να βγουν ραντεβού.
Αυτά είναι χαζά, της απαντούσε. Κάθε βράδυ εκείνη τα ονειρευόταν αυτά τα χαζά και αναστέναζε στον ύπνο της.

Γλυκό έχει; Τη ρώτησε μόλις τέλειωσε το φαγητό του.
Εκείνη δεν άκουσε την πρώτη φορά που της μίλησε. Ταξίδευε. Έτσι έκανε κάθε φορά που η πραγματικότητα δεν της άρεσε. Σχεδόν συνέχεια δηλαδή. Μόνιμα ήταν χαμένη στις σκέψεις της.
Στην κοσμάρα της, όπως της έλεγε υποτιμητικά εκείνος μπροστά σε παρέες φιλικές, αλλά μπροστά και σε συγγενείς.
Όταν επιστρέψεις απ' τον κόσμο σου φέρε κανένα γλυκό να φάμε, άντε γιατί θα με κάνεις ν’ αργήσω, της είπε υποτιμητικά.
Τον κοίταξε χωρίς να ξαφνιαστεί. Τον είχε μάθει τόσα χρόνια. Άξεστος, χοντροκομμένος, λίγος σαν άνθρωπος και ειρωνικός.
Έφτιαξα κορμό, στο ψυγείο είναι, του είπε και σηκώθηκε να του σερβίρει ένα μεγάλο κομμάτι.

Τι σχέδια έχεις γι' απόψε; τον ρώτησε. Θα πας πάλι στο καφενείο ή στην ταβέρνα με την παρέα σου;
Στο καφενείο, έχει μπάλα απόψε, της απάντησε χωρίς να την κοιτάξει.

Εσύ τι θα κάνεις; θα διαβάσεις κανένα βιβλίο πάλι ή θα δεις τηλεόραση;

Τίποτα από τα δύο, του είπε άχρωμα και σηκώθηκε όρθια. Απόψε θα βγω. Να γιορτάσω την επέτειο του γάμου μας.

Εσύ μπορείς να γιορτάσεις αν θες την επέτειο του χωρισμού μας.

Καρφί δε μου καίγεται πια.

Θέλω να φύγεις απ' το σπίτι.

Σου έβαλα τα ρούχα σου στη μεγάλη καφέ βαλίτσα. Είναι πάνω στο κρεβάτι. Να μην ξεχάσεις ν' αφήσεις πουρμπουάρ. Στα δίπλωσα τακτικά.


Μαρία Φουσταλιεράκη 25-2-2017

ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΞΑΝΑΔΕΙ


Μόνο εγώ καταλάβαινα αυτό το συννεφιασμένο βλέμμα της. Συνοδευόταν πάντα μ’ ένα ελαφρύ σκύψιμο του κεφαλιού και μ’ ένα βάρος στους ώμους που έμοιαζε αβάσταχτο.

Ήμουν σίγουρη για το τι συμβαίνει. Θα τον συναντούσε. Ξανά. Ρώτησα μόνο αν είναι σίγουρη πως αντέχει να τον δει.

Έγνεψε ένα αόριστο δεν ξέρω, ούτε να μιλήσει δεν είχε κουράγιο.

Καταλάβαινα, γι’ αυτό έτρεμα τις συναντήσεις τους.

Εκείνη πάντα γύριζε τόσο απογοητευμένη. Με λαχτάρα πήγαινε, με καημό επέστρεφε. Πάντα.

Είχε δυο χρόνια να τον δει. Νομίζαμε πως είχε τελειώσει αυτό το παιχνίδι μεταξύ τους. Είχα ξεγελαστεί και γω όπως κι κείνη πως τον είχε ξεπεράσει επιτέλους.

Είχε μάθει να ζει τελευταία χωρίς τα κλεφτά του τηλεφωνήματα. Η άλλη, σπάνια τον άφηνε μόνο του. Θαρρείς από ένστικτο, θαρρείς από φόβο, ήξερε πως αν μείνει για λίγο μόνος του, σ’ εκείνη θα έτρεχε πάλι. Το είχε καταλάβει. Δεν ήταν χαζή. Καμιά γυναίκα δεν είναι χαζή σε τέτοια θέματα.

Εγώ θύμωνα μαζί του. Επειδή ήταν δειλός και άτιμος. Του το είχα πει μια φορά πως είναι ατιμία να την κάνει να κλαίει. Και γω κλαίω, μου απάντησε. Τα δικά του δάκρυα δε με συγκινούσαν. Εκείνης τα μάτια όμως δεν άξιζε να κλαίνε.

Έπρεπε να οπλιστώ με αγάπη και υπομονή γι’ ακόμα μια φορά. Έπρεπε να φορέσω πάλι βαμβακερά ρούχα. Απορροφούν καλύτερα από κάθε άλλο ύφασμα τα δάκρυα και είναι απαλά για να κουρνιάζει ο πόνος της.

Κάθε φορά γύριζε όλο και περισσότερο κλαμένη και ηττημένη από κείνον.  Ερχόταν στο σπίτι μου αμέσως μετά τη συνάντησή τους. Χτυπούσε το κουδούνι και περίμενε να της ανοίξω. Ήξερε πως δεν κοιμόμουν. Την περίμενα. Δε μου έλεγε ούτε μια κουβέντα. Δε χρειαζόταν. Έβλεπα τα μάτια της και καταλάβαινα τα πάντα.

Την έπαιρνα αγκαλιά και ξαπλώναμε στον καναπέ. Κούρνιαζε με τα πόδια μαζεμένα στο πονεμένο στήθος της. Μια σταλιά γινόταν. Ένα κουβαράκι από σάρκα. Της χάιδευα απαλά τα μαλλιά. Της μιλούσα. Δεν της μιλούσα για κείνον, ούτε τη μάλωνα. Της διηγούμουν ταξίδια και όνειρα που κάναμε από μικρές. Προσπαθούσα να την κάνω να ξεχαστεί απ’ το σήμερα. Την πήγαινα σε πιο ανέμελα χρόνια. Σε πιο αγνές εποχές.

Το κλάμα καταλάγιαζε σιγά – σιγά και αποκαμωμένη την έπαιρνε στο τέλος ο ύπνος. Τη σκέπαζα κι έφευγα ήσυχα απ’ το δωμάτιο για να μην την ταράξει η απουσία μου. Μετά τον έπαιρνα τηλέφωνο. Πάντα το είχε κλειστό τέτοιες ώρες και απαντούσε ο τηλεφωνητής. Του άφηνα μήνυμα. Πάντα το ίδιο. Συγχαρητήρια, πάλι μου την έστειλες κομμάτια. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Μάλλον περίμενα να ευαισθητοποιηθεί, να τη λυπηθεί και να την αφήσει ήσυχη, αν την αγαπούσε όπως της έλεγε.

Αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένη να επέμβω. Δυο χρόνια ήταν μεγάλο διάστημα που έμειναν χωρισμένοι κι εκείνη είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Είχε μάλιστα αρχίσει να ενδίδει και σε ανδρικά φλερτ. Ήταν τόσο όμορφη. Όλοι απορούσαν πως δεν είχε σύντροφο. Σπάνια κοπέλα που εκτός από ομορφιά, είχε καλοσύνη, ευφυΐα και έντονη προσωπικότητα. Που να ήξεραν πως περίμενε χρόνια τώρα ένα δειλό και άναδρο να πάρει μια απόφαση. Όχι απόφαση να χωρίσει, γιατί δεν ήταν παντρεμένος. Δεν ήταν άτιμη για να μπει ανάμεσα σε μια οικογένεια και να τη διαλύσει.

Ελεύθερος ήταν. Ούτε καν συζούσε. Μια σχέση είχε από παλιά που έλεγε πως τη λυπόταν και γι’ αυτό έμενε μαζί της. Εγώ διαφωνούσα. Κανείς δε μένει από λύπηση σε μια σχέση. Πίστευα πως από φόβο μη μείνει μόνος του στο τέλος δεν έφευγε. Ήξερε πως δεν είχε τα προσόντα να κρατήσει τη δικιά μου, ήταν τόσο λίγος σαν άνθρωπος. Δε μιλούσα, τα κρατούσα μέσα μου αυτά. Δε μ’ αφορούσε εξάλλου αυτός. Εκείνη μ’ ένοιαζε. Την αγαπούσα. Σα φίλη και κάτι παραπάνω. Σαν κόρη μου. Φίλες καρδιακές.

Αυτή τη φορά θα έκανα αισθητή την παρουσία μου. Θα πήγαινα να τον βρω κι ας μου το είχε απαγορεύσει εκείνη. Θα την παράκουγα. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε κάποιος τρίτος να του μιλήσει σκληρά και ωμά μήπως έρθει στα συγκαλά του επιτέλους. Εμένα με φοβόταν. Το ένιωθα. Τις ελάχιστες φορές που συναντηθήκαμε είδα το φόβο και τη ντροπή στα μάτια του την ώρα που τα κατέβαζε.

Παρασύρθηκα στις σκέψεις μου. Άλλαζαν οι εκφράσεις απ’ τα συναισθήματά μου και αποτυπωνόταν στο πρόσωπό μου. Χάθηκα για ώρα μέσα στις σκέψεις μου. Προετοίμαζα τις λέξεις που θα του έλεγα.  Θα πήγαινα να τον συναντήσω σήμερα κι όλας. Απροειδοποίητα. Δε θα είχε τα κότσια να με διώξει. Ήξερε πόσο πολύ την αγαπούσα.

Εκείνη καθόταν απέναντι μου αμίλητη, χαμένη κι εκείνη στις δικές της σκέψεις και με κοιτούσε. Είχα ξεχάσει προς στιγμήν την παρουσία της, τόσο πολύ είχα παρασυρθεί. Το τσιγάρο που αφηρημένα κρατούσα στο χέρι μ’ έκαψε και ο πόνος μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.

Ταράχτηκε κι κείνη απ’ τη φωνή μου μέσα στην ησυχία. Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε στα μάτια. Πήρα μια απόφαση, μου είπε. Δε θα πάω να τον συναντήσω. Δεν αντέχω να ξαναζήσω τα ίδια. Πονάει.

Δε μίλησα. Αιφνιδιάστηκα. Ευχάριστα. Μονάχα χαμογέλασα. Και κείνη χαμογέλασε. Πίκρα είχε εκείνο το χαμόγελο. Ήξερα ακριβώς πως ένιωθε. Έβαλε επιτέλους το καλό της πάνω απ’ τις επιθυμίες της. Σοφή επιλογή.

Περίμενε δέκα λεπτά να ετοιμαστώ και φύγαμε, της είπα μόνο. Θα πάμε βόλτα στην παραλία. Έχει τόσο όμορφη μέρα σήμερα. Να μην ξεχάσεις τα γυαλιά ηλίου. Θα πιούμε ηλιόλουστα τον καφέ μας σήμερα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 23-2-2017

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΩΒ


Πολλά απ’ αυτά που ζούσα και σκεφτόμουν μου έμοιαζαν ανώφελα, ακαταλαβίστικα και μάταια.

Συχνά αναρωτιόμουν τι άλλο άραγε θα μου επιφύλασσε η ζωή.

Πόσες ακόμα παρτίδες άραγε θα έχανα; Ερχόταν στιγμές που νόμιζα πως διάλεγα λάθος τραπέζι για να παίξω τη ζωντανή. Γιατί δεν καταλάβαινα πάντα τους κανόνες του παιχνιδιού. Μα πείσμωνα και δεν έκανα πίσω.

Γενικά δεν παραιτούμαι εύκολα. Το πείσμα το είχα εύκολο από παιδί. Άλλες φορές μου ‘βγαινε σε καλό, άλλες φορές πάλι με κρατούσε απομονωμένη και θυμωμένη. Μα ποτέ δε μετάνιωνα.

Προχωρούσε όπως – όπως η ζωή. Έστω και λειψά. Έστω και με συνεχείς παρακάμψεις. Εγώ μάζευα εμπειρίες και γνώριζα τον κόσμο.

Έγινα συλλέκτης ανθρώπων.

Όσο πιο παράξενοι άνθρωποι έμπαιναν στη ζωή μου, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία είχα να τους γνωρίσω βαθιά και πραγματικά. Ήθελα ν’ ανακαλύψω γιατί σκέφτονταν τόσο παράξενα και διαφορετικά. Τους έκρινα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά. Προσπαθούσα να καταλάβω το δικό τους μοτίβο ζωής που οδηγούσε τα βήματά τους και αναρωτιόμουν αν έκαναν και κείνοι στραβοτιμονιές ή αν έστριβαν άτσαλα στις μεγάλες λεωφόρους όταν οδηγούσαν με κλειστά μάτια τη ζωή τους.

Το σήμερα με βρίσκει να έχω τα μάτια γεμάτα από γνώση και εμπειρίες. Το στήθος μου να είναι φουσκωμένο από χαρά και πόνο και τα χέρια μου χορτασμένα από χάδια και φροντίδα.

Κάθε δική μου σκέψη, κάθε δική μου απόφαση οδηγούσε τα βήματά μου στη ζωή. Χωρίς ευθύνες για τους τρίτους και χωρίς άλλοθι για μένα. Άλλοτε ήταν βήματα σταθερά, άλλοτε τα έκανα τρεκλίζοντας, μα στο τέλος έγινα αυτό ακριβώς που προοριζόμουν να γίνω. Εγώ. Ο αληθινός εαυτός μου.

Καλός, κακός, αδιάφορος ή ενδιαφέρον, δεν έχει καμία σημασία.

Με τι μονάδα μέτρησης άλλωστε να μετρήσεις την ύπαρξη; Με ποια σταθμά να ζυγίσεις την ψυχή και να της βάλεις ταμπέλα; Δε γίνεται. Είναι ανώφελο. Αερικό είναι η ψυχή. Από πουθενά δεν πιάνεται και σε ταμπέλες αρνείται να σκαλώνει.

Μονάχα μερικές στιγμές νιώθει την ανάγκη να σταθεί ακίνητη για να ξαποστάσει. Ν’ αναπνεύσει το φρέσκο αέρα αλλαγής που αφουγκράζεται να φυσάει γύρω της. Τον εισπνέει βαθιά και μετά την εισπνοή, φουσκώνει και μεταμορφώνεται. Μπαλόνι γίνεται. Ίπταται ικανοποιημένη στους αιθέρες και εκπνέει χαρούμενη τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Κατ’ ευθείαν στη βρεγμένη γη.

Χρωματίζει με τη μαγική της παλέτα τα σοκάκια για να περπατά ξυπόλητη και ν’ αναγνωρίζει τα σκοτάδια από μακριά.

Δεν τα φοβάται τα σκοτάδια η ψυχή. Πρόκληση είναι για κείνη. Πρόκληση που την αναγκάζει να τα μυρίσει, να τ’ αγγίξει και να τα ψηλαφίσει. Η όραση των ανθρώπων είναι υπερτιμημένη και πολλές φορές εξαπατά την ψυχή.

Το άγγιγμα όμως δεν εξαπατά. Μονάχα ηλεκτρίζει το δέρμα σαν το ακουμπά βρεγμένο και το κάνει ερωτικά ν’ ανατριχιάζει.

Έχετε παρατηρήσει ποτέ πόσο όμορφο γίνεται ένα κορμί όταν ανατριχιάζει βρεγμένο; Πίνακας ζωγραφικής γίνεται. Καμβάς μονόχρωμος που πάνω του ακουμπάνε σα χρώματα τα ερωτικά ένστικτα, οι απελπισμένοι έρωτες και όλα τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα που αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και να γεράσουν άσχημα.

Τα όνειρα δεν πρέπει να μένουν ανεκπλήρωτα γιατί θυμώνουν και στοιχειώνουν την παλέτα του ζωγράφου. Του μπερδεύουν όλα τα έντονα κίτρινα και τ’ ατέλειωτα μπλε του ουρανού.

Τα όνειρα όταν εκπληρώνονται γίνονται μωβ.

Γι’ αυτό μουτζουρώνω μ’ αυτό το χρώμα τα χείλη μου. Για να τιμήσω τα όνειρα που είχα από παλιά. Για να τους πω ευχαριστώ που δε μ’ εγκατέλειψαν όταν εγώ εγκατέλειπα τον εαυτό μου και τον θυσίαζα σε ματωμένο βωμό γεμάτο ξένα όνειρα.

Τα όνειρά μου έχουν αγάπη και κατανόηση. Δε μ’ εκδικήθηκαν ποτέ που αυτομόλησα. Δε με μίσησαν ποτέ που λιποτάκτησα απ’ τον εαυτό μου.

Για την πίστη που είχαν σε μένα όταν εγώ την έχανα εντελώς, για πάντα θα τα ευγνωμονώ και θα τα τιμώ βάφοντας τα χείλη μου μωβ.



Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2017

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΙ ΚΟΣΜΟΙ


Κόσμοι διχασμένοι. Ανθρώπων που μεγαλώνουν να φοβούνται το θάνατο. Πάντοτε η ανεπάρκεια καταδικασμένη θα 'ναι να νιώθει μοναδική.
Κι ας υπάρχουν κόσμοι παράλληλοι, που άλλοτε περπατούν κι άλλοτε σέρνονται στο ίδιο μοναδικό σύμπαν.
Κι ας υπάρχουν παράλληλες ζωές που περπατούν κάτω απ' τις σόλες παπουτσιών ξένων σχεδιαστών.
Ας υπάρχουν.
Βερεσέ οφείλουμε μονάχα στον εαυτό μας.
Παπούτσια στο δικό μας νούμερο οφείλουμε ν' αποκτούμε.
Ματιά έντιμη και καθαρή να κοιτάζουμε τους τρίτους.
Αυστηρή καλοσύνη και αγνή αγάπη στον εαυτό μας.
Γιατί όλα κρίνονται όταν μουτζουρώνονται.
Όλα κρίνονται την ώρα που σβήνονται οι περίσσιες λέξεις.
Στο χειρόγραφο της ζωής όταν μείνουν οι ελάχιστες.
Αυτές που κάτι καλό έχουν στον κόσμο να πουν.


Μαρία Φουσταλιεράκη 23-2-2017

ΑΠΟΨΕ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ


Απόψε είδε πως έγινε μεγάλο το φεγγάρι.
Πήρε το ραδιοφωνάκι, δυο άδεια ποτήρια κι ένα γεμάτο μπουκάλι.
Στην ταράτσα ανέβηκε για να γιορτάσει. Ή να θυμηθεί.
Στην εσωτερική τσέπη είχε καπνό και αναπτήρα
Γέμισε ως τη μέση τα ποτήρια και τα πόδια κρέμασε στο κενό.
Ξυπόλητα, ταξίδευαν στην άκρη του κόσμου.
Η ταράτσα είχε ακόμα νωπές μνήμες. Διαμαρτυρήθηκε.
Τέσσερα πόδια θυμόταν να περπατούν πάνω της.
Τότε τσούγκριζαν τα ποτήρια με γέλια.
Απόψε ησυχία. Μόνο μουσική και παράσιτα απ' το μικρό ραδιοφωνάκι.
Οι αναμνήσεις ζούσαν κάτω στο δωμάτιο. Κρεμασμένες άτακτα στο σκουριασμένο καρφί πίσω απ 'τη ντουλάπα.
Ακολούθησαν κρυφά πριν κλειδώσει την πόρτα πίσω.
Δίπλα κάθισαν και πρόσφεραν φλόγα ν' ανάψει το τσιγάρο.
Μυστήριο πράγμα η φωτιά.
Μόνη της ανάβει όποτε βγαίνει το φεγγάρι, μα η δύστυχη πραγματικότητα τρέχει κάθε φορά για να τη σβήσει.


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2-2017

ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ


Δε μπορεί.
Θα υπάρχουν και συμβατές γυναίκες.
Ένα ακόμα πρώτο ραντεβού τέλειωσε άδοξα.
Και πολύ νωρίς.
Δε μπορεί να κυκλοφορούν μόνο προβλήματα σ' αυτή την πόλη.
Δε μπορεί όλες οι διαθέσιμες γυναίκες να ψάχνουν μόνο την καλοπέραση.
Δεν είναι κακό να καλοπερνάς.
Καθόλου.
Είπαμε, να ξοδεύεις.
Όχι να ξοδεύεσαι.
Έχει τεράστια διαφορά φίλη μου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2-2017

ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΔΡΕΣ


Δε μπορεί.
Θα υπάρχουν και συμβατοί άνδρες.
Ένα ακόμα πρώτο ραντεβού τέλειωσε άδοξα.
Και πολύ νωρίς.
Δε μπορεί να κυκλοφορούν μόνο προβλήματα σ' αυτή την πόλη.
Δε μπορεί όλοι οι διαθέσιμοι να ψάχνουν ώμους να κλαφτούν.
Δεν είναι κακό να κλαις.
Καθόλου.
Είπαμε, να κλάψεις.
Όχι να κλαφτείς.
Έχει τεράστια διαφορά φίλε μου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2-2017

ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΤΗ ΦΩΝΗ


Είχε βάλει παράπονο στη φωνή και μια πινελιά πίκρας στα μάτια την ώρα που μου 'λεγε πως δεν υπάρχουν εκεί έξω καλές γυναίκες και άξιες. Όσο χρειαζόταν εκείνος για να τις εμπιστευτεί.
Κανένα παράπονο δεν είχε απ' το ωραίο φύλο.
Μοιραία θηλυκά γνώριζε συχνά τις νύχτες που κυκλοφορούσε μόνος.
Μα κάθε φορά που συστήνονταν και το δεξί χέρι άπλωνε της χειραψίας, με τ' αριστερό την καρδιά του έκρυβε βαθιά στην τσέπη του παντελονιού.
Όταν τα ποτά χαλάρωναν τις άμυνες και νεογέννητα χαμόγελα κύκλωναν ερωτικά τις πρώτες κουβέντες, που συνήθως είναι τυπικές και ανιαρές,
το ένα χέρι έβαζε στη μπροστινή τσέπη για να βεβαιωθεί πως η καρδιά του ήταν ακόμα ασφαλής και με τ' άλλο, την κωλοτσέπη έπιανε για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξεχάσει ν' αγοράσει για τη σάρκα του προφυλακτικά.


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2-2017

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΣΑΙ


Αν τους αρνείσαι
να επιστρέφεις
πραγματικότητα
αγαπάς παραπάνω
απ' όσο αντέχεις


Μαρία Φουσταλιεράκη 22-2-2017

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΩΣ ΠΡΕΠΕΙ


Η Ποίηση δεν είναι μόνο θεωρία της σκέψης και του νου.
Η Ποίηση δεν είναι κάτι αραχνοΰφαντο.
Κάτι άσπιλο κι αμόλυντο που μας τυλίγει το κορμί
Κάτι που κάνει συντηρητικά ν' ανατριχιάζουν οι πόροι της ψυχής.
Ποίηση κρύβεται σε κάθε πράξη, σε κάθε τρόπο ζωής και σε κάθε τρόπο σκέψης
που 'χει κάνει ανίερη συμφωνία με το σώμα, τις εκκρίσεις και κάθε ποταπό του ένστικτο.
Ποίηση κρύβεται ακόμα και στο σπέρμα που 'χει απομείνει στο λερωμένο εσώρουχο της ερωμένης, όταν αναστενάζοντας το μυρίζει τα βράδια που της λείπει ο εραστής.
Η Ποίηση σίγουρα πάντως δεν είναι η καθωσπρέπει ερωμένη
που φορά τα βελούδινα γάντια της για ν' ακουμπήσει
το μόριο του ανδρός.



Μαρία Φουσταλιεράκη 21-2-2017

ΕΙΧΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙΣ


Είχες να με δεις χρόνια. Ούτε πρόσεξες πως άλλαξα χρώμα στα μαλλιά μου.
Καθίσαμε απέναντι και στα μάτια με κοιτούσες την ώρα που μιλούσαμε.
Όπως παλιά. Τότε που συνέχεια στα μάτια με κοιτούσες.
Δεν είμαι πια ερωτευμένη μαζί σου, ούτε εσύ.
Εξιστορώ όμως με τρυφερότητα τον υπέροχο έρωτά μας.
Σήμερα σ' αγαπώ περισσότερο από τότε. Τη βαθιά ψυχή σου.
Χαίρομαι που δεν έπεσα έξω με σένα.
Όταν ήρθε η ώρα, εκτιμήσαμε κι οι δύο κάθε δάκρυ χωρισμού.
Άξιζε κάθε δευτερόλεπτο σχέσης μαζί σου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 21-2-2017

ΠΑΛΙΑΝΘΡΩΠΟΣ


Μια προδομένη αγκαλιά παλιάνθρωπος έγινε από εκδίκηση.
Κοινοί γνωστοί την είδαν να ξεπουλά προσδοκίες μισοτιμής.
Τη ληγμένη πραμάτεια της διαλαλούσε με στεντόρεια φωνή
και περιφέρονταν χωρίς καθόλου ντροπή σε κακόφημα σοκάκια.
Σ' εκείνα που τα τακούνια λαβώνουν τρυφερά τα πόδια των παρθένων.
Καμιά ανταπόδοση δεν είναι αρκετά οδυνηρή μπρος στο ματαιωμένο έρωτα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 20-2-2017

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ


Ο πρώτος μύθος που καταρρίπτεται μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου που είναι γατόφιλος και αποφασίζει να γίνει γατομάνα ή γατοπατέρας, είναι αυτός που λέει πως οι γάτες δεν αγαπούν τους ανθρώπους που τις φιλοξενούν.

Γιατί μονάχα να φιλοξενήσεις και ν’ αναθρέψεις μπορείς μια γάτα. Ποτέ δε θα γίνεις το αφεντικό της όπως θα γίνεις σ’ ένα σκύλο.
Οι γάτες δεν έχουν αφεντικά. Μπορεί στην πορεία της ζωή τους ν’ αποκτήσουν δίποδους γονείς, δίποδα αδέρφια και μάλιστα να έχουν έντονα ανταγωνιστική σχέση μαζί τους, αλλά ποτέ δε θ’ αποκτήσουν αφεντικό.

Το γεγονός ότι δε μας λογαριάζουν σαν αφεντικά δε σημαίνει πως δε μας αγαπούν και δε μας το δείχνουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο.

Οι γάτες αγαπούν πολύ και μάλιστα δένονται συναισθηματικά με την οικογένεια που ζουν μαζί της.

Είναι συνήθως μικρά σε μέγεθος πλάσματα που έχουν όμως έντονη προσωπικότητα και απόλυτες απόψεις για τους ανθρώπους.

Η γάτα δε θα δεθεί μαζί σου και δε θα σ’ αγαπήσει επειδή τη φροντίζεις, την ταΐζεις και τη χαϊδεύεις.

Καθόλου. Θα σ’ αγαπήσει μόνο αν νιώσει πως έχεις αληθινά αισθήματα για κείνη. Τότε μόνο θα σου ανταποδώσει στο πολλαπλάσιο την αγάπη που εισπράττει και αν είναι μια πρώην αδέσποτη γάτα θα στην ανταποδώσει στον υπέρτατο βαθμό.

Οι γάτες νιώθουν την αγάπη μα και την αντιπάθειά μας, καταλαβαίνουν τα λόγια που τους λέμε και πολλοί από μας που έχουμε τη χαρά να έχουμε μέλη στην οικογένειά μας χνουδωτές ομορφιές, συνομιλούμε μαζί τους.

Ας φαίνεται απίθανο ή παράλογο. Συμβαίνει. Με τον καιρό, ακριβώς όπως με ένα νεογνό που η μάνα αρχίζει και αποκωδικοποιεί σταδιακά το κλάμα του και το μεταφράζει σε επιθυμίες, έτσι και με τη γάτα. Με τον καιρό το νιαούρισμα δεν είναι απλά ένα νιαούρισμα στ’ αυτιά μας, μα ο τρόπος της να επικοινωνεί. Απαιτώντας μάλιστα με σαφήνεια τις όποιες ανάγκες της.

Οι γάτες αγαπούν πολύ τον ύπνο. Όχι μόνο το χειμώνα, μα κάθε εποχή. Όταν κάνει πολύ κρύο θα τις δεις να βρίσκουν τα πιο ζεστά μέρη του σπιτιού, μπορεί και κάτω απ’ το καλοριφέρ, για να κοιμηθούν και το καλοκαίρι θα βρουν αντίστοιχα το πιο δροσερό μέρος για ν’ απλωθούν για ραχάτι.

Λέγεται πως οι γάτες αντιλαμβάνονται τα ενεργειακά πεδία και βάσει αυτών διαλέγουν τα αγαπημένα τους μέρη μέσα στο σπίτι.

Αγαπούν τις μαλακές κουβέρτες που έχουν τη μυρωδιά των ανθρώπων και φυσικά τα κρεβάτια μας. Το καλύτερο μέρος για να κοιμηθούν είναι όχι απλά στο ζεστό σου κρεβάτι, μα πάνω στο ζεστό σου σώμα.

Είναι μεγάλη απόδειξη αγάπης να κοιμάται στο κεφάλι σου δίπλα ή πάνω στο στήθος σου η γάτα. Και ας στο πλακώνει σε σημείο να δυσκολεύεσαι ν’ αναπνεύσεις ή απλωμένη πάνω στο γοφό σου αν κοιμάσαι πλάγια. Ακόμα κι να πιάνεσαι στην ίδια θέση, δε θες ν’ αλλάξεις πλευρό για να μη χαλάσεις το βαθύ της ύπνο. Οι γάτες άμα νιώθουν ασφαλείς, κοιμούνται αρκετά βαθιά και μάλιστα ονειρεύονται. Βγάζουν κραυγές και κουνούν τα πόδια και την ουρά στον ύπνο τους.

Αγαπούν πολύ και τα ανθρώπινα φαγητά. Ειδικά τα ψάρια, το κοτόπουλο και τα όλα τα κρεατικά. Δε θα διστάσουν ν’ ανέβουν στο τραπέζι για να φάνε μέσα απ’ το πιάτο σου ή να χωθούν στο νεροχύτη με τα άπλυτα πιάτα  και να τα γλύφουν. Ακόμα και στον κάδο σκουπιδιών θα τις βρεις να σκαλίζουν αν έχει υπολείμματα νόστιμου φαγητού.

Το σπίτι που τις φιλοξενεί το θεωρούν όλο δικό τους, αυτές δε νιώθουν φιλοξενούμενες, μα κυρίαρχα αφεντικά. Θα το εξερευνήσουν από το πάτωμα ως το ταβάνι βρίσκοντας απίθανες κρυψώνες μέσα σε ντουλάπες, πίσω από τις κουρτίνες ή ψηλά στα πατάρια.

Είναι εκπληκτικό αν σκεφτεί κανείς πως ένα τόσο μικρό ζώο σε μέγεθος σε σχέση με τον άνθρωπο, είναι ικανό να κάνει τόσο έντονα αισθητή την παρουσία και την αντιληπτικότητά του σε βαθμό να σε θαμπώνει με  την ευστροφία του.

Αντιλαμβάνεται πλήρως τα συναισθήματά μας, ειδικά όταν είμαστε στεναχωρημένοι ή λυπημένοι. Εκείνες τις στιγμές θα έρθει δίπλα μας, ακόμα και την ώρα που κλαίμε και θα κουρνιάσει φροντίζοντας ν’ ακουμπάει το σώμα μας με το δικό της.
Είναι ο τρόπος της να μας πει πως λυπάται, πως μας αγαπά και πως δεν πειράζει. Ό,τι και να συμβεί θα έχουμε τη δική της αγάπη.

Είναι συγκλονιστική η ζωή όταν ζεις με μια ή περισσότερες γάτες. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που σε πολλές περιπτώσεις επιλέγουν τη συντροφιά της οι ηλικιωμένοι ή οι πολύ μοναχικοί άνθρωποι.

Είναι η τέλεια επιλογή κατοικίδιου-συντρόφου για όσους δεν έχουν αλλεργία φυσικά, αλλά και για τα μικρά παιδιά που τ’ αγαπάει και παίζει μαζί τους με τεράστια υπομονή και για ώρες.


Μαρία Φουσταλιεράκη 20-2-2017

ΑΝΟΗΤΕΣ ΚΟΛΑΚΕΙΕΣ


Μην απορείτε που δεν καταπίνω ξένα λόγια, κολακείες ανόητων
και ευχολόγια ονειροπαρμένων.
Τ' ακούω με ευγένεια και φεύγω.
Μόλις στρίβω στη γωνία τα φτύνω.
Κι ας μην είναι ευγενικό θέαμα αυτό για μια κυρία.
Οι τρόποι καλής συμπεριφοράς προστάζουν χαμόγελα προσποιητά
και πρόστυχη ευγνωμοσύνη.
Σιχαίνομαι κάθε τι πρόστυχο που είναι ψεύτικο και φτιαχτό.
Η αυθεντική προστυχιά θέλει στομάχι, άντερα και περιφρόνηση.
Αυτή τη λατρεύω.
Της βγάζω το καπέλο κι ας μη φορώ.
Είναι αδερφή της καύλας και ξαδέρφη της ηδονής.
Μην κρίνετε τις λέξεις αυστηρά.
Κρίση ηθική ποτέ δεν προκαλούν.
Κάθε μία έχει τη δική της υπόσταση
Και τη δική της μοναδική γεύση.
Εγώ προτιμώ τις πικάντικες και τις αλμυρές.
Στις ξινές έχω αναπτύξει αλλεργία με τα χρόνια.
Γι' αυτό μην απορείτε που δεν τις καταπίνω.
Προσέχω πολύ τι βάζω μέσα μου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 20-2-2017

ΣΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΙΑ


Κάποιοι άνθρωποι κουβαλούν τις πληγές στην πλάτη με φυσικότητα.

Όπως κουβαλούν τα μικρά παιδιά όταν κουραστούν και δε μπορούν να περπατήσουν.

Αυτοί οι άνθρωποι τη μέρα βαδίζουν σκυμμένοι και κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους.

Μονόχνοτους και μονοκόμματους τους βλέπουν οι άλλοι. Νομίζουν πως δεν έχουν φαντασία και όνειρα.

Λάθος κάνουν. Εργάτες της ζωής γεννήθηκαν. Να μετρούν στο φως τις ώρες του ιδρώτα.

Όταν βραδιάζει  και το ημερολόγιο δείξει Σάββατο, κουρασμένοι απ’ το μεροκάματο επιστρέφουν στο σπίτι.

Βγάζουν τα ρούχα της αγγαρείας απ’ το κορμί, νίβονται, τρώνε μια μπουκιά ψωμί με λάδι και χτενίζονται μ’ επιμέλεια στον καθρέφτη.

Κάθε Σάββατο πηγαίνουν στα καταγώγια. Μόνοι.

Εκεί. με ανακούφιση αφήνουν τις πληγές της βδομάδας να κλάψουν χωρίς να ντρέπονται. Το μισοσκόταδο τα δάκρυα φωτίζει αντρίκια.

Τη μέρα τα καταγώγια είναι βρώμικα και κλειστά.

Τις βαριές πόρτες ανοίγουν μόλις βραδιάσει. Όλα τα φώτα ανάβουν στην είσοδο για να καλωσορίσουν με χειραψία τους απόκληρους.

Να υποδεχτούν με υπερηφάνεια τους αθέατους πόνους απ’ τους πολλούς.

Τα μεσάνυχτα οι μουσικοί παίρνουν τη θέση τους στο πάλκο και η τραγουδίστρια κάνει το σταυρό της στο φτωχικό καμαρίνι.

Βαθιά αναπνοή παίρνει μόλις βγει στη σκηνή και περπατά απαλά στην πίστα να μην πατήσει τους καημούς που χορεύουν.  

Είναι τόσο όμορφοι οι άνθρωποι εκείνη την ώρα πάνω στην πίστα.

Ζουν στη δική τους ώρα. Στην ώρα που νιώθουν σημαντικοί και ελεύθεροι.

Απαλλαγμένοι από ονόματα και κρυμμένοι απ’ το φως του ήλιου που τους πονάει το βλέμμα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 19-2-2017

ΔΕΝ ΤΟΛΜΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ


Κουράστηκα να σε σκέφτομαι και να μην τολμώ να γράψω για σένα.

Γράφω για πολλά, όμως όχι για σένα. Τα δάχτυλα στο χέρι μουδιάζουν κάθε φορά που ξεκινώ με γράμμα που έχει μέσα τ' όνομά σου.

Την παρόρμηση την έχω. Και την επιθυμία επίσης. Και μάλιστα έντονη. Μα δεν τολμώ. Γράφω μερικές γραμμές και σταματώ.

Τις διαβάζω και ξινίζει το βλέμμα μου.

Φτωχές μου φαίνονται και άνοστες. Σαν κακογραμμένα αισθηματικά τσέπης. Τις σβήνω με μανία και ξαναρχίζω. Πάλι δε με ικανοποιεί αυτό που διαβάζω.

Δε μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Μέσα μου οι λέξεις που σε περιγράφουν είναι τόσο εντυπωσιακές και φανταχτερές. Έχουν χρώματα, γεύσεις και αρώματα μοναδικά.

Μόλις κλείνω τα μάτια και σε θυμάμαι, το δωμάτιο ταξιδεύει και με παίρνει μαζί του. Φοράω άνετα ρούχα για το ταξίδι, πάντα λευκά και σ' ακολουθώ στα τυφλά.

Καμιά φορά περνάνε ώρες μέχρι ν' ανοίξω πάλι τα μάτια μου και να βρεθώ μόνη στο κρεβάτι.

Εκεί προσπαθώ να γράψω μερικές αράδες για σένα. Για να σου τις στείλω. Θέλω να' χουν τη μυρωδιά απ' τα σεντόνια μου.

Σήμερα έστρωσα εκείνα που σ' άρεσαν. Τα βάφτισες αγαπημένα σου, θυμάσαι;

Και το φαγητό που ετοίμασα σήμερα ήταν το πιο αγαπημένο σου απ' όλα. Εμένα ποτέ δε μ' άρεσε, αλλά δε στο αποκάλυψα ποτέ. Έκανα πως μ' άρεσε γιατί άρεσε σε σένα.

Φρέσκα τα έχω όλα στο μυαλό μου όσα σε αφορούν. Θέλω τόσο πολύ να στα γράψω. Θέλω τόσο πολύ να στα θυμίσω.

Φοβόσουν πως θα σε ξεχάσω τώρα που έπρεπε να φύγεις. Πίστευες πως θα βρω άλλον για ν' αγαπήσω. Εγώ δεν απαντούσα.

Δεν εμπιστεύομαι τα λόγια. Τα παίρνει ο αέρας και τα πάει όπου θέλει. Εμπιστεύομαι το χαρτί και το μελάνι.

Από τη μέρα που έφυγες δίπλα στο κομοδίνο μου έχω ένα γεμάτο τετράδιο με μουτζούρες. Δεν ήταν πάντα μουτζούρες.

Ήταν όλες μας οι λέξεις. Όλα μας τα αισθήματα. Όλα μας τα γέλια. Όλες οι εκδρομές και τα ταξίδια μας.

Έγραφα στο τετράδιο κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ κλαμένη. Πονούσε το χέρι μου, μα εγώ συνέχιζα.

Σκόπευα να σου ταχυδρομήσω το τετράδιο, μα τώρα δε μπορώ. Είναι άδειο από σελίδες. Τις έσκισα όλες. Μπερδεύτηκαν οι μουτζούρες με τις λέξεις και τώρα δε βγαίνει νόημα.

Τώρα δεν έχω αποδείξεις να με πείσω πως υπήρξες. Κανείς δε μπορεί να 'ναι αληθινός αν δεν υπάρχουν σημάδια από μελάνι πάνω του.

Κουράστηκα να σε σκέφτομαι και να μη μπορώ να στο πω.

Πέρασε τόσος καιρός, γράφτηκαν και σκίστηκαν πολλά τετράδια. Το κομοδίνο μου είναι πια νεκροταφείο αναμνήσεων. Αναμνήσεων πικρών.

Ίσως ποτέ δεν έφυγες από κοντά μου. Ίσως να πέθανες κι εγώ να μη μπορώ καθόλου να το αποδεχτώ.


Μαρία Φουσταλιεράκη 18-2-2017

ΕΚΑΨΑ ΤΑ ΡΟΥΧΑ


Μη με ρωτάς γιατί έκαψα τα ρούχα που μου χάρισες.
Ελεύθερη τρέχω απ' το πρωί κι ολόγυμνη στα πάρκα.
Μη με κοιτάς σα να μη μ' αναγνωρίζεις.
Εγώ είμαι.
Κρύωνα να σε περιμένω στις κούνιες που με άφησες.
Φωτιά έβαλα στο χρόνο όταν πάγωσε.
Μου' πες φεύγω να μάθω αν ξέρω ν' αγαπάω.
Πέρασαν από τότε όλες οι εποχές απ' το κορμί μου.
Ξηρασίες και πλημμύρες.
Όλα τα ρούχα που άφησες πριν φύγεις άλλαξαν.
Ξέφτια γέμισαν οι άκρες και πέρασαν απ' τη μόδα.
Σήμερα γύρισες να μου ανακοινώσεις αποφάσεις.
Άργησες.


Μαρία Φουσταλιεράκη 18-2-2017

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ


Ξημερώνει κάποτε μια μέρα, ηλιόλουστη ή όχι δεν έχει και μεγάλη διαφορά, όπου στεκόμαστε ακίνητοι και υπνωτισμένοι μπροστά σ' ένα πρόβλημα.

Μπορεί να προέκυψε άξαφνα και να μας αιφνιδίασε.

Μπορεί όμως να ζυμώνονταν για χρόνια κάτω απ' τις σόλες των καλών παπουτσιών μας.

Εμείς, ανόητα είχαμε την ελπίδα πως θα έμενε έξω απ' το σπίτι το πρόβλημα.

Ευχόμασταν να βολευόταν στο πατάκι της εξώπορτας κάθε φορά που σκουπίζαμε τα πόδια μας.

Έτσι δε θα μας τυραννούσαν άλλο με το βασανιστικό ήχο που έκαναν σε κάθε μας βήμα.

Αλλά δε μας έκαναν τη χάρη. Το πατάκι δεν τους άρεσε. Ευτυχώς.

Και τώρα, σήμερα, στεκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι δύσκολων αποφάσεων.

Νιώθουμε κάπως ανήμποροι, μπερδεμένοι και αναποφάσιστοι.

Όχι γιατί δεν ξέρουμε τί πρέπει να κάνουμε για να λύσουμε το πρόβλημα.

Πάντα ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Είναι ξεκάθαρο ποιο είναι το σωστό και το καλό μας.

Αυτό που μας δυσκολεύει είναι να πούμε φωναχτά τις αποφάσεις που πήραμε.

Γιατί πρέπει να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα και τις συνέπειες.

Κάθε τι έχει κόστος και πόσο μάλλον μια σοβαρή απόφαση.

Δεν είναι θέμα ηθικής ή καθαρής συνείδησης. Είναι ζήτημα γαστρονομικό.

Κανείς δε μπορεί να φτιάξει ομελέτα χωρίς να σπάσει τ' αυγά που του χρειάζονται πρώτα.


Μαρία Φουσταλιεράκη 18-2-2017

ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ


Ανάποδος άνθρωπος και αντισυμβατικός γεννήθηκα. Έτσι μου γκρίνιαζε για πολλά χρόνια η μάνα μου. Η αλήθεια είναι πως σπάνια θυμάμαι να πηγαίνω με το ρεύμα. Κάτι μακρινές καθώς πρέπει εποχές θυμάμαι μόνο κι ακόμα σουφρώνω τα χείλη με απογοήτευση.

Δεν το κάνω για να ξεχωρίσω ή για να δείξω κάποιου είδους ανωτερότητα ή σνομπισμό. Μακριά από μένα αυτά.
Με γνώμονα το ένστικτο και το καλό μου βαδίζω και δεν το' χω μετανιώσει ως τώρα.

Για μένα που με ξέρω καλά, καθόλου ανάποδη δε με βρίσκω. Οι άλλοι βέβαια, δεν ασπάζονται πάντα αυτή τη γνώμη. Παράξενη τους φαίνομαι στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη ζωή και τα προβλήματά της. Ακραίο τους φαίνεται που δε μοιρολογώ στις δυσκολίες, μα βάζω κάτω τη φαντασία και την εφευρετικότητα για να βρω τις καλύτερες δυνατές και εφικτές λύσεις.

Να όπως σήμερα για παράδειγμα.

Ούτε ψησταριά, ούτε κάρβουνα είχα στο σπίτι για να τηρήσω και γω το έθιμο. Εννοείται πως είχα αμελήσει ν' αγοράσω και κρέατα. Όταν όλοι στη γειτονιά άρχισαν να ψήνουν, οι μυρωδιές μου ζάλισαν το μυαλό. Δε μπορούσα με τίποτα ν' αντισταθώ.

Ε; Τι να έκανα; Πήδηξα στο μπαλκόνι του γείτονα, έκλεψα την ψησταριά του, σούφρωσα κρυφά τη σακούλα με τα κάρβουνα, πλιατσικολόγησα όλα τα κρέατα που 'χε μ' επιμέλεια μαρινάρει και δε μου έφταναν όλα αυτά. Έβαλα χέρι και στην κάβα του. Ωραιότατα κρασιά είχε αγοράσει ο προνοητικός άνθρωπος. Μπράβο του!

Αλλά φαίνεται πως όταν πεινάω δεν είμαι καλή κλέφτρα. Άφησα προφανή ίχνη πίσω μου και προδόθηκα. Με ανακάλυψε ο γείτονας. Ήρθε θυμωμένος να μου ζητήσει το λόγο. Με το δίκιο του. Κι γω αυτό θα έκανα στη θέση του.

Όταν χτύπησε το κουδούνι μου, για λίγα δευτερόλεπτα ντράπηκα, τ' ομολογώ. Όχι για την κλοπή. Αυτή την έκανα εν πλήρει συνειδήσει. Που μ' έπιασε σχεδόν στα πράσα ντράπηκα. Θεωρώ τον εαυτό μου καλή κλέφτρα. Ταπεινώθηκα.

Μονόδρομος η λύση. Άνοιξα την πόρτα με το σαγηνευτικότερο χαμόγελό μου και έκλεψα και το γείτονα!
Κούκλος ήταν ούτως η άλλως, δεν ήταν δυσάρεστη απόφαση αυτός ο μονόδρομος.

Σας είπα, εγώ είμαι παράξενη και αντισυμβατική. Δεν είμαι συνηθισμένος άνθρωπος. Και δε δίνω συνηθισμένες λύσεις στα προβλήματά μου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 16-2-2017

Η ΘΕΣΗ ΜΟΥ


Έχω φυλαγμένη μια θέση στη ζωή μου που δεν την έχω μοιραστεί ως τώρα με κανέναν.

Άνθρωπο ποτέ δεν προσκάλεσα να καθίσει για να δω αν θα ταιριάξει. Άνθρωπο γένους αρσενικού. Για άνδρα έχω προορισμένη αυτή τη μυστική από κόκκινο βελούδο πολυθρόνα.

Στοίχισε ακριβά η ιδιαίτερη κατασκευή και το ύφασμα, μα άξιζε κάθε λεπτό του χρόνου. Είναι χάρμα οφθαλμών.

Έχει μεγάλη αξία για μένα, είμαι περήφανη που την έχω και ας μη την επιδεικνύω στον καθένα.
Μου το απαίτησε. Είναι ντροπαλή στα ξένα μάτια και δε θέλω να τη φέρνω σε δύσκολη θέση.

Την προσέχω πολύ και στα δύσκολα καταφεύγω στη διπλή αγκαλιά της για να ονειρευτώ ξυπνητή.

Την ξεσκονίζω μ' επιμέλεια για να μη νιώθει παραμελημένη που χρησιμοποιώ μονάχα τη μια μεριά της.

Όταν κάποια βράδια σκοπεύω να κοιμηθώ έξω απ' τη ζωή μου, πριν φύγω, την κανακεύω. Ειδικά άμα βρέχει και αστράφτει. Τότε φοβάται πιο πολύ τη μοναξιά.

Στη μεριά που δεν τολμώ να κοιμηθώ είναι γραμμένη μια φράση, μια δέηση, ένα όνομα, δεν ξέρω ακριβώς τι. Δε μπορώ να το διαβάσω. Δεν την ξέρω αυτή τη γλώσσα.

Οπότε δεν έχω άλλη επιλογή. Την κρατάω άδεια. Για κάποιον συγκεκριμένο. Αυτόν που θα μιλά την παράξενη γλώσσα της.

Μπορεί να είναι μια γλώσσα αρχαία και να μην τη μιλά κανείς σήμερα.

Μπορεί να είναι μια γλώσσα μελλοντική που ακόμα δεν έχει εφευρεθεί.

Άδικα μπορεί να τη φυλάω και να μου πιάνει χώρο. Το 'χω σκεφτεί σοβαρά κι αυτό, μα κατέληξα πως δε με νοιάζει. Εγώ αυτή τη θέση θα συνεχίσω να την κρατάω.

Εξάλλου λειτουργεί σαν θαυμάσιο οχυρό ανάμεσα σε μένα και τις παράλογες πολλές φορές παρορμήσεις μου και με προστατεύει.

Όταν δελεάζομαι να προσκαλέσω κάποιον στη ζωή μου, τον φαντάζομαι να κάθεται εκεί. Στη μεγάλη και άνετη πολυθρόνα. Στην άδεια θέση που με τόση φροντίδα διατηρώ άσπιλη και καθαρή ως τώρα.

Πάντα μου φαίνεται ιεροσυλία να ξαπλώσει κάποιος που δε θα γνωρίζει τη γλώσσα της.

Όποιον κι αν έχω σκεφτεί ως τώρα να κάθεται δίπλα μου στην κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα, μου μοιάζει ασύμβατος και ιερόσυλος.


Μαρία Φουσταλιεράκη 16-2-2017

ΜΑΣΚΑΡΕΜΑΤΑ


Καθόλου δεν του άρεσαν τα μασκαρέματα.

Με στόμφο τέτοια έθιμα καυτηρίαζε και τα ονόμαζε παγανιστικά.

Αρνιόταν τα πινέλα που χρωμάτιζαν με χαρά τα πρόσωπα.

Το δικό του, σοβαρό ήταν όλο το χρόνο,
σε βαθμό να μοιάζει πληκτικός στα ξένα μάτια.

Μα εγώ που τον γνώριζα, δεν ήταν.

Τη μόνη μασκαράτα που δέχτηκε να φορέσει μια φορά, 
ήταν εκείνη του κλόουν.

Όχι όμως εκείνου που γελά για τους άλλους, 
την άλλη, 
που γελά με τον εαυτό του.


Μαρία Φουσταλιεράκη 17-2-2017