Οι
έγνοιες ξύπνησαν πριν από μένα, ανησυχούσαν ως συνήθως, αυτές πάντα για κάτι
ανησυχούν.
Χρόνια
προσπαθώ να τις πείσω πως είναι ανώφελο, μα δε μ' ακούν.
Σηκώθηκαν
αξημέρωτα πάλι απ' το κρεβάτι, με κοίταξαν που κοιμόμουνα βαθιά και κούνησαν με
αποδοκιμασία το κεφάλι.
Μάζεψαν
όμως τα σκεπάσματα απ' το πάτωμα και με σκέπασαν να μην κρυώνω.
Έσυραν
τα νυσταγμένα βήματά τους μέχρι την κουζίνα, ήπιαν νερό και έφτιαξαν καφέ.
Σκέτο
ελληνικό πίνουν, όπως και γω και μέχρι να γίνει ο καφές πρόσθεσαν λάδι στο
καντήλι που είχε σωθεί.
Έβαλαν
θερμόμετρο στο άρρωστο παιδί, του έδωσαν νερό και τάισαν τη γάτα που νιαούριζε
πεινασμένη.
Πριν
απ' όλους μας στο σπίτι ξυπνάνε κάθε μέρα οι έγνοιες.
Θέλουν
να προλάβουν να πιουν με ηρεμία τον καφέ τους την ώρα που όλοι κοιμούνται.
Είναι
η μόνη ώρα που ανενόχλητες από τις απαιτήσεις μας, φροντίζουν και κείνες τον
εαυτό τους.
Η
μυρωδιά της πρώτης τζούρας του τσιγάρου ξόρκισε όλους τους απλήρωτους
λογαριασμούς
Η
μυρωδάτη γουλιά του καφέ έδιωξε μακριά τις ανησυχίες για το μέλλον των παιδιών.
Τριάντα
λεπτά ελευθερίας και ηρεμίας χάριζαν στον εαυτό τους κάθε πρωί. Μισή ώρα μακριά
απ' τις έγνοιες της ζωής.
Λίγο
πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι έπλεναν το βρώμικο φλιτζάνι, πετούσαν τ' αποτσίγαρα
στον κάδο και ξυπνούσαν τα παιδιά να πάνε στο σχολείο.
Εμένα
με ξυπνούσαν πάντα τελευταία, ήξεραν πως δεν κοιμάμαι καλά τα βράδια και πως
μπερδεμένα όνειρα μου έκλεβαν τον ύπνο.
Μόλις
άνοιγα τα μάτια και πεταγόμουν απ' το κρεβάτι με το φόβο πως είχα παρακοιμηθεί,
στα ζεστά μου σκεπάσματα έτρεχαν εκείνες να φωλιάσουν.
Η
ζεστασιά από τη θαλπωρή του κορμιού μου τους ηρεμούσε, τους θύμιζε φιλόξενη
μήτρα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 1-2-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...