Μόνο
εγώ καταλάβαινα αυτό το συννεφιασμένο βλέμμα της. Συνοδευόταν πάντα μ’ ένα
ελαφρύ σκύψιμο του κεφαλιού και μ’ ένα βάρος στους ώμους που έμοιαζε αβάσταχτο.
Ήμουν
σίγουρη για το τι συμβαίνει. Θα τον συναντούσε. Ξανά. Ρώτησα μόνο αν είναι
σίγουρη πως αντέχει να τον δει.
Έγνεψε
ένα αόριστο δεν ξέρω, ούτε να μιλήσει δεν είχε κουράγιο.
Καταλάβαινα,
γι’ αυτό έτρεμα τις συναντήσεις τους.
Εκείνη
πάντα γύριζε τόσο απογοητευμένη. Με λαχτάρα πήγαινε, με καημό επέστρεφε. Πάντα.
Είχε
δυο χρόνια να τον δει. Νομίζαμε πως είχε τελειώσει αυτό το παιχνίδι μεταξύ τους.
Είχα ξεγελαστεί και γω όπως κι κείνη πως τον είχε ξεπεράσει επιτέλους.
Είχε
μάθει να ζει τελευταία χωρίς τα κλεφτά του τηλεφωνήματα. Η άλλη, σπάνια τον
άφηνε μόνο του. Θαρρείς από ένστικτο, θαρρείς από φόβο, ήξερε πως αν μείνει για
λίγο μόνος του, σ’ εκείνη θα έτρεχε πάλι. Το είχε καταλάβει. Δεν ήταν χαζή.
Καμιά γυναίκα δεν είναι χαζή σε τέτοια θέματα.
Εγώ
θύμωνα μαζί του. Επειδή ήταν δειλός και άτιμος. Του το είχα πει μια φορά πως
είναι ατιμία να την κάνει να κλαίει. Και γω κλαίω, μου απάντησε. Τα δικά του
δάκρυα δε με συγκινούσαν. Εκείνης τα μάτια όμως δεν άξιζε να κλαίνε.
Έπρεπε
να οπλιστώ με αγάπη και υπομονή γι’ ακόμα μια φορά. Έπρεπε να φορέσω πάλι
βαμβακερά ρούχα. Απορροφούν καλύτερα από κάθε άλλο ύφασμα τα δάκρυα και είναι
απαλά για να κουρνιάζει ο πόνος της.
Κάθε
φορά γύριζε όλο και περισσότερο κλαμένη και ηττημένη από κείνον. Ερχόταν στο σπίτι μου αμέσως μετά τη
συνάντησή τους. Χτυπούσε το κουδούνι και περίμενε να της ανοίξω. Ήξερε πως δεν
κοιμόμουν. Την περίμενα. Δε μου έλεγε ούτε μια κουβέντα. Δε χρειαζόταν. Έβλεπα
τα μάτια της και καταλάβαινα τα πάντα.
Την
έπαιρνα αγκαλιά και ξαπλώναμε στον καναπέ. Κούρνιαζε με τα πόδια μαζεμένα στο
πονεμένο στήθος της. Μια σταλιά γινόταν. Ένα κουβαράκι από σάρκα. Της χάιδευα
απαλά τα μαλλιά. Της μιλούσα. Δεν της μιλούσα για κείνον, ούτε τη μάλωνα. Της
διηγούμουν ταξίδια και όνειρα που κάναμε από μικρές. Προσπαθούσα να την κάνω να
ξεχαστεί απ’ το σήμερα. Την πήγαινα σε πιο ανέμελα χρόνια. Σε πιο αγνές εποχές.
Το
κλάμα καταλάγιαζε σιγά – σιγά και αποκαμωμένη την έπαιρνε στο τέλος ο ύπνος. Τη
σκέπαζα κι έφευγα ήσυχα απ’ το δωμάτιο για να μην την ταράξει η απουσία μου.
Μετά τον έπαιρνα τηλέφωνο. Πάντα το είχε κλειστό τέτοιες ώρες και απαντούσε ο
τηλεφωνητής. Του άφηνα μήνυμα. Πάντα το ίδιο. Συγχαρητήρια, πάλι μου την
έστειλες κομμάτια. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Μάλλον περίμενα να
ευαισθητοποιηθεί, να τη λυπηθεί και να την αφήσει ήσυχη, αν την αγαπούσε όπως
της έλεγε.
Αυτή
τη φορά ήμουν αποφασισμένη να επέμβω. Δυο χρόνια ήταν μεγάλο διάστημα που
έμειναν χωρισμένοι κι εκείνη είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Είχε μάλιστα
αρχίσει να ενδίδει και σε ανδρικά φλερτ. Ήταν τόσο όμορφη. Όλοι απορούσαν πως
δεν είχε σύντροφο. Σπάνια κοπέλα που εκτός από ομορφιά, είχε καλοσύνη, ευφυΐα
και έντονη προσωπικότητα. Που να ήξεραν πως περίμενε χρόνια τώρα ένα δειλό και
άναδρο να πάρει μια απόφαση. Όχι απόφαση να χωρίσει, γιατί δεν ήταν
παντρεμένος. Δεν ήταν άτιμη για να μπει ανάμεσα σε μια οικογένεια και να τη
διαλύσει.
Ελεύθερος
ήταν. Ούτε καν συζούσε. Μια σχέση είχε από παλιά που έλεγε πως τη λυπόταν και
γι’ αυτό έμενε μαζί της. Εγώ διαφωνούσα. Κανείς δε μένει από λύπηση σε μια
σχέση. Πίστευα πως από φόβο μη μείνει μόνος του στο τέλος δεν έφευγε. Ήξερε πως
δεν είχε τα προσόντα να κρατήσει τη δικιά μου, ήταν τόσο λίγος σαν άνθρωπος. Δε
μιλούσα, τα κρατούσα μέσα μου αυτά. Δε μ’ αφορούσε εξάλλου αυτός. Εκείνη μ’
ένοιαζε. Την αγαπούσα. Σα φίλη και κάτι παραπάνω. Σαν κόρη μου. Φίλες
καρδιακές.
Αυτή
τη φορά θα έκανα αισθητή την παρουσία μου. Θα πήγαινα να τον βρω κι ας μου το
είχε απαγορεύσει εκείνη. Θα την παράκουγα. Δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε κάποιος
τρίτος να του μιλήσει σκληρά και ωμά μήπως έρθει στα συγκαλά του επιτέλους.
Εμένα με φοβόταν. Το ένιωθα. Τις ελάχιστες φορές που συναντηθήκαμε είδα το φόβο
και τη ντροπή στα μάτια του την ώρα που τα κατέβαζε.
Παρασύρθηκα
στις σκέψεις μου. Άλλαζαν οι εκφράσεις απ’ τα συναισθήματά μου και αποτυπωνόταν
στο πρόσωπό μου. Χάθηκα για ώρα μέσα στις σκέψεις μου. Προετοίμαζα τις λέξεις
που θα του έλεγα. Θα πήγαινα να τον
συναντήσω σήμερα κι όλας. Απροειδοποίητα. Δε θα είχε τα κότσια να με διώξει.
Ήξερε πόσο πολύ την αγαπούσα.
Εκείνη
καθόταν απέναντι μου αμίλητη, χαμένη κι εκείνη στις δικές της σκέψεις και με
κοιτούσε. Είχα ξεχάσει προς στιγμήν την παρουσία της, τόσο πολύ είχα
παρασυρθεί. Το τσιγάρο που αφηρημένα κρατούσα στο χέρι μ’ έκαψε και ο πόνος μ’
επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ταράχτηκε
κι κείνη απ’ τη φωνή μου μέσα στην ησυχία. Μου έπιασε τα χέρια και με κοίταξε
στα μάτια. Πήρα μια απόφαση, μου είπε. Δε θα πάω να τον συναντήσω. Δεν αντέχω
να ξαναζήσω τα ίδια. Πονάει.
Δε
μίλησα. Αιφνιδιάστηκα. Ευχάριστα. Μονάχα χαμογέλασα. Και κείνη χαμογέλασε.
Πίκρα είχε εκείνο το χαμόγελο. Ήξερα ακριβώς πως ένιωθε. Έβαλε επιτέλους το
καλό της πάνω απ’ τις επιθυμίες της. Σοφή επιλογή.
Περίμενε
δέκα λεπτά να ετοιμαστώ και φύγαμε, της είπα μόνο. Θα πάμε βόλτα στην παραλία.
Έχει τόσο όμορφη μέρα σήμερα. Να μην ξεχάσεις τα γυαλιά ηλίου. Θα πιούμε
ηλιόλουστα τον καφέ μας σήμερα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 23-2-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...