Πολλά
απ’ αυτά που ζούσα και σκεφτόμουν μου έμοιαζαν ανώφελα, ακαταλαβίστικα και
μάταια.
Συχνά
αναρωτιόμουν τι άλλο άραγε θα μου επιφύλασσε η ζωή.
Πόσες
ακόμα παρτίδες άραγε θα έχανα; Ερχόταν στιγμές που νόμιζα πως διάλεγα λάθος
τραπέζι για να παίξω τη ζωντανή. Γιατί δεν καταλάβαινα πάντα τους κανόνες του
παιχνιδιού. Μα πείσμωνα και δεν έκανα πίσω.
Γενικά
δεν παραιτούμαι εύκολα. Το πείσμα το είχα εύκολο από παιδί. Άλλες φορές μου
‘βγαινε σε καλό, άλλες φορές πάλι με κρατούσε απομονωμένη και θυμωμένη. Μα ποτέ
δε μετάνιωνα.
Προχωρούσε
όπως – όπως η ζωή. Έστω και λειψά. Έστω και με συνεχείς παρακάμψεις. Εγώ μάζευα
εμπειρίες και γνώριζα τον κόσμο.
Έγινα
συλλέκτης ανθρώπων.
Όσο
πιο παράξενοι άνθρωποι έμπαιναν στη ζωή μου, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία είχα να
τους γνωρίσω βαθιά και πραγματικά. Ήθελα ν’ ανακαλύψω γιατί σκέφτονταν τόσο
παράξενα και διαφορετικά. Τους έκρινα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά.
Προσπαθούσα να καταλάβω το δικό τους μοτίβο ζωής που οδηγούσε τα βήματά τους
και αναρωτιόμουν αν έκαναν και κείνοι στραβοτιμονιές ή αν έστριβαν άτσαλα στις
μεγάλες λεωφόρους όταν οδηγούσαν με κλειστά μάτια τη ζωή τους.
Το
σήμερα με βρίσκει να έχω τα μάτια γεμάτα από γνώση και εμπειρίες. Το στήθος μου
να είναι φουσκωμένο από χαρά και πόνο και τα χέρια μου χορτασμένα από χάδια και
φροντίδα.
Κάθε
δική μου σκέψη, κάθε δική μου απόφαση οδηγούσε τα βήματά μου στη ζωή. Χωρίς
ευθύνες για τους τρίτους και χωρίς άλλοθι για μένα. Άλλοτε ήταν βήματα σταθερά,
άλλοτε τα έκανα τρεκλίζοντας, μα στο τέλος έγινα αυτό ακριβώς που προοριζόμουν
να γίνω. Εγώ. Ο αληθινός εαυτός μου.
Καλός,
κακός, αδιάφορος ή ενδιαφέρον, δεν έχει καμία σημασία.
Με
τι μονάδα μέτρησης άλλωστε να μετρήσεις την ύπαρξη; Με ποια σταθμά να ζυγίσεις
την ψυχή και να της βάλεις ταμπέλα; Δε γίνεται. Είναι ανώφελο. Αερικό είναι η
ψυχή. Από πουθενά δεν πιάνεται και σε ταμπέλες αρνείται να σκαλώνει.
Μονάχα
μερικές στιγμές νιώθει την ανάγκη να σταθεί ακίνητη για να ξαποστάσει. Ν’
αναπνεύσει το φρέσκο αέρα αλλαγής που αφουγκράζεται να φυσάει γύρω της. Τον
εισπνέει βαθιά και μετά την εισπνοή, φουσκώνει και μεταμορφώνεται. Μπαλόνι
γίνεται. Ίπταται ικανοποιημένη στους αιθέρες και εκπνέει χαρούμενη τα χρώματα
του ουράνιου τόξου. Κατ’ ευθείαν στη βρεγμένη γη.
Χρωματίζει
με τη μαγική της παλέτα τα σοκάκια για να περπατά ξυπόλητη και ν’ αναγνωρίζει
τα σκοτάδια από μακριά.
Δεν
τα φοβάται τα σκοτάδια η ψυχή. Πρόκληση είναι για κείνη. Πρόκληση που την
αναγκάζει να τα μυρίσει, να τ’ αγγίξει και να τα ψηλαφίσει. Η όραση των
ανθρώπων είναι υπερτιμημένη και πολλές φορές εξαπατά την ψυχή.
Το
άγγιγμα όμως δεν εξαπατά. Μονάχα ηλεκτρίζει το δέρμα σαν το ακουμπά βρεγμένο
και το κάνει ερωτικά ν’ ανατριχιάζει.
Έχετε
παρατηρήσει ποτέ πόσο όμορφο γίνεται ένα κορμί όταν ανατριχιάζει βρεγμένο;
Πίνακας ζωγραφικής γίνεται. Καμβάς μονόχρωμος που πάνω του ακουμπάνε σα χρώματα
τα ερωτικά ένστικτα, οι απελπισμένοι έρωτες και όλα τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα που
αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και να γεράσουν άσχημα.
Τα
όνειρα δεν πρέπει να μένουν ανεκπλήρωτα γιατί θυμώνουν και στοιχειώνουν την
παλέτα του ζωγράφου. Του μπερδεύουν όλα τα έντονα κίτρινα και τ’ ατέλειωτα μπλε
του ουρανού.
Τα
όνειρα όταν εκπληρώνονται γίνονται μωβ.
Γι’
αυτό μουτζουρώνω μ’ αυτό το χρώμα τα χείλη μου. Για να τιμήσω τα όνειρα που
είχα από παλιά. Για να τους πω ευχαριστώ που δε μ’ εγκατέλειψαν όταν εγώ
εγκατέλειπα τον εαυτό μου και τον θυσίαζα σε ματωμένο βωμό γεμάτο ξένα όνειρα.
Τα
όνειρά μου έχουν αγάπη και κατανόηση. Δε μ’ εκδικήθηκαν ποτέ που αυτομόλησα. Δε
με μίσησαν ποτέ που λιποτάκτησα απ’ τον εαυτό μου.
Για
την πίστη που είχαν σε μένα όταν εγώ την έχανα εντελώς, για πάντα θα τα
ευγνωμονώ και θα τα τιμώ βάφοντας τα χείλη μου μωβ.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...