Ανήσυχοι
έγιναν οι καιροί και σύννεφα μαζεύτηκαν όταν οι ήρωες έπαψαν να γεννούν
διαδόχους.
Χαμένος
πήγε όλος ο χρόνος ανάμεσα στα θαύματα. Δεν έγινα ο βράχος που άξιζε να
ξαποστάσει η ελπίδα.
Αρνήθηκα
να γεννήσω από φόβο απογόνους μην τυχόν και μου ζητήσουν ευθύνες την ώρα που
εύθικτοι θα ρίχνονταν πιασμένοι χέρι - χέρι στα πηγάδια.
Στα
πηγάδια ζει ο πόνος της ψυχής όταν τον απαρνιούνται οι άνθρωποι που δεν
εμπιστεύονται πλέον τον εαυτό τους.
Την
πυξίδα της ζωής έχασαν τη στιγμή που έπαψαν να 'ναι πια παιδιά.
Τα
παιδιά όμως θυμούνται αμυδρά, ακόμα κι όταν μεγαλώνουν.
Τ'
αντικείμενα που τους θύμιζαν αγάπη λάτρεψαν για λόγους ασφαλείας όταν έγιναν
ενήλικες και σταμάτησαν να παίζουν κουτσό σε μονοπάτια που μύριζαν έρωτα.
Μαράζωσε
ο Έρωτας και ξέχασε πόση δύναμη έχει η τρέλα του. Τη φαρέτρα με δυσκολία
κουβαλά σήμερα και τα βέλη του χάρτινα έγιναν.
Κάπου
- κάπου, ένα ζευγαράκι φιλιέται στα παγκάκια αδιαφορώντας για τα βιαστικά
βήματα των περαστικών. Αιώνια πίστη ορκίζεται και παντοτινή αγάπη την ώρα που
γεύεται φιλιά βουτηγμένα στο πετιμέζι.
Κουνά
το κεφάλι όταν τους βλέπει ο Έρωτας και δακρύζει το χαμόγελό του. Γέρασε και
ξέχασε πως ακόμα ορκίζονται ανόητα οι άνθρωποι όταν νιώθουν μικροί θεοί.
Σκουπίζει
τα δάκρυα με το κόκκινο μαντήλι που κουβαλά για ενθύμιο στο βρώμικο πέτο,
σέρνει τα κουρασμένα βήματα του κόσμου πίσω του και ξαπλώνει στο απέναντι
παγκάκι.
Σκεπάζεται
με τη μελαγχολική κουβέρτα των πατημένων όρκων κι ονειρεύεται ένα ελπιδοφόρο
μέλλον για τους ερωτευμένους.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 5-2-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...