Κάποιοι
άνθρωποι κουβαλούν τις πληγές στην πλάτη με φυσικότητα.
Όπως
κουβαλούν τα μικρά παιδιά όταν κουραστούν και δε μπορούν να περπατήσουν.
Αυτοί
οι άνθρωποι τη μέρα βαδίζουν σκυμμένοι και κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους.
Μονόχνοτους
και μονοκόμματους τους βλέπουν οι άλλοι. Νομίζουν πως δεν έχουν φαντασία και
όνειρα.
Λάθος
κάνουν. Εργάτες της ζωής γεννήθηκαν. Να μετρούν στο φως τις ώρες του ιδρώτα.
Όταν
βραδιάζει και το ημερολόγιο δείξει
Σάββατο, κουρασμένοι απ’ το μεροκάματο επιστρέφουν στο σπίτι.
Βγάζουν
τα ρούχα της αγγαρείας απ’ το κορμί, νίβονται, τρώνε μια μπουκιά ψωμί με λάδι
και χτενίζονται μ’ επιμέλεια στον καθρέφτη.
Κάθε
Σάββατο πηγαίνουν στα καταγώγια. Μόνοι.
Εκεί.
με ανακούφιση αφήνουν τις πληγές της βδομάδας να κλάψουν χωρίς να ντρέπονται.
Το μισοσκόταδο τα δάκρυα φωτίζει αντρίκια.
Τη
μέρα τα καταγώγια είναι βρώμικα και κλειστά.
Τις
βαριές πόρτες ανοίγουν μόλις βραδιάσει. Όλα τα φώτα ανάβουν στην είσοδο για να
καλωσορίσουν με χειραψία τους απόκληρους.
Να
υποδεχτούν με υπερηφάνεια τους αθέατους πόνους απ’ τους πολλούς.
Τα
μεσάνυχτα οι μουσικοί παίρνουν τη θέση τους στο πάλκο και η τραγουδίστρια κάνει
το σταυρό της στο φτωχικό καμαρίνι.
Βαθιά
αναπνοή παίρνει μόλις βγει στη σκηνή και περπατά απαλά στην πίστα να μην
πατήσει τους καημούς που χορεύουν.
Είναι
τόσο όμορφοι οι άνθρωποι εκείνη την ώρα πάνω στην πίστα.
Ζουν
στη δική τους ώρα. Στην ώρα που νιώθουν σημαντικοί και ελεύθεροι.
Απαλλαγμένοι
από ονόματα και κρυμμένοι απ’ το φως του ήλιου που τους πονάει το βλέμμα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 19-2-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...