Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ

                                                                            Daniela Volpari 


Ένα παλιό, γνώριμο φάντασμα με επισκέπτεται τέτοιες μέρες και μου θυμίζει μια ξεχασμένη, από χρόνια, ζωή.
Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχα παραμείνει στο σκοτάδι. Τότε δεν ήξερα τη διαφορά γιατί εκεί, στο σκοτάδι μου, ζούσα αμέριμνη και τον περισσότερο καιρό, τολμώ να πω, χαρούμενη.

Βέβαια, ίχνη προδοσίας και υποψίες ανεντιμότητας περνούσαν πυκνά συχνά από μπροστά μου, αλλά η φιλοσοφία μου εκείνη την εποχή, ήταν αυτή που έλεγε μέχρι αποδείξεως του εναντίον.
Καλύτερα να μην είχα ξυπνήσει. Ένας κουβάς με παγωμένο νερό θα με ξυπνούσε πιο ομαλά και θα συνέχιζα να ζω τη μασκαράτα της ζωής μου. Θα συνέχιζα να ζω, τάχα, την απόλυτη οικογενειακή ευτυχία.

Πιο εύκολο είναι να ζεις ανυποψίαστος την κάθε μέρα. Είναι πιο μπορετό να σώζεις τους άλλους σε μια μεγάλη καταστροφή παρά να γίνεσαι εσύ ο διασώστης του εαυτού σου.

Οι εικόνες που μού 'φερε στο νου το γνώριμο φάντασμα, με έκαναν να θυμηθώ ξεχασμένες λεπτομέρειες απ' το οικείο μου σκοτάδι.

Για παράδειγμα, αυτές τις μέρες θα ήμουν τρομερά χαρούμενη αλλά και τρομερά αγχωμένη να τα προλάβω όλα.

Θα γινόμουν παντοδύναμη για να τους ευχαριστήσω όλους και θα τριγύριζα σαν εργατική μέλισσα, αναψοκοκκινισμένη, με μόνιμα σηκωμένα τα μανίκια μου.

Θα έτρεμα, μέχρι τελευταία στιγμή, μήπως ξεχάσω να ψωνίσω κάτι σημαντικό για το γιορτινό τραπέζι και φέρω άθελά μου, τον εαυτό μου, σε δύσκολη θέση μπροστά σε τόσους καλεσμένους.

θα ανοιγόκλεινα με δέος κάθε δυο και τρεις το φούρνο, θα ανακάτευα συνέχεια κατσαρόλες, θα εκστασιαζόμουν με το χρώμα που πήρα τα ξεροψημένα κουλουράκια και θα έκρυβα στο παιδικό δωμάτιο τον μπακλαβά μέχρι να σιροπιάσει.

Φυσικά τίποτα δεν θα αγόραζα έτοιμο. Τίποτα δεν αγόραζα έτοιμο σ' εκείνη τη ζωή.
Όλα θα τα έφτιαχνα, ως συνήθως, με τα χέρια μου και θα πέθαινα στο τέλος από την ορθοστασία, μα θα ξεκουραζόμουν μονομιάς με τα μπράβο που θα εισέπραττα.

Στο μεγάλο γιορτινό τραπέζωμα, όταν θα έφευγε και ο τελευταίος καλεσμένος, δεν θα ήξερα πού να βάλω το κορμί μου από την κούραση, αλλά θα έλεγα χίλιες και πάλι χίλιες φορές χαλάλι βλέποντας τα καλά σερβίτσια άδεια και την οικογένειά μου χορτασμένη.
Είχαμε κάνει παράδοση να γιορτάζουμε με συγγενείς και φίλους στο δικό μας σπίτι τις σημαντικές γιορτές.

Τώρα που βλέπω αυτή τη ζωή από μακριά και ο ρόλος της χρυσοχέρας μού είναι πλέον ξένος, νομίζω πως ένιωθα τεράστια μοναξιά τότε μα δεν το ήξερα.
Ίσως εξαιτίας αυτής της μοναξιάς να χρειαζόμουν συνεχώς κόσμο γύρω μου, ίσως γι' αυτό να διοργάνωνα μεγάλες γιορτές με την παραμικρή αφορμή.

Μάλλον ήταν απ' αυτές τις μοναξιές που μετατρέπονται σε ερημιές όταν πολυκαιρίζουν, και που δεν τις παραδέχεσαι ούτε στον εαυτό σου, φοβούμενη μην κάνεις καμιά κουταμάρα.
Ούτε σε ξένους τις εκμυστηρεύεσαι για να μην σε περιγελάσουν ή, ακόμα χειρότερα, να μην σε κακοχαρακτηρίσουν.
Τρέμεις να αποκαλύψεις τις υπόνοιες που έχεις, πως η ευτυχία σου είναι κάλπικη και επίπλαστη, μήπως σκεφτούν πως είσαι αχάριστη και πως ψάχνεις να βρεις προβλήματα επειδή δεν έχεις εσύ η τυχερή, που έχεις στέγη πάνω απ' το κεφάλι σου, χρήματα, υγιή και χαρούμενα παιδιά, γεμάτο ψυγείο και ντουλάπια με τρόφιμα.

Κανείς τους όμως δεν ξέρει πως όσο γεμάτα είναι αυτά τα ντουλάπια τόσο άδεια είναι η αγκαλιά σου.
Κανείς δεν ξέρει, ίσως να υποψιάζονται μόνο οι κοντινοί σου, πως ο άντρας που φτιάξατε οικογένεια μαζί, έχει πάψει να σε αγκαλιάζει και να σε έχει ερωμένη του.

Είσαι σίγουρη πως τα χάδια και τα φιλιά που κλέβει από το γάμο σας, τα χαρίζει σε άλλη. Δεν το έχεις δει με τα μάτια σου, όμως το ξέρεις. Το νιώθεις. Το μυρίζεις. Το αφουγκράζεσαι χωρίς να τολμάς να το ξεστομίσεις σε κανέναν.
Φοβάσαι πως αν το πεις θα σε περάσουν για τρελή που θες χωρίς λόγο να χάσεις τη βολή σου ή για ανόητη που σκαλίζει ασήμαντες λεπτομέρειες.
Μην ξεχνάς πως ο σύζυγός είναι τύπος και υπογραμμός στα μάτια της κοινωνίας και η οικογένεια υποδειγματική και δακτυλοδεικτούμενη.
Επιπλέον, εκείνος δεν έχει δώσει ποτέ δικαιώματα για τέτοιες ανεντιμότητες.

Είναι προσεκτικός. Προσέχει πολύ.
Εσύ ξέρεις πως είναι ανέντιμος, αλλά δεν ξέρεις αν είναι ηθικό και έντιμο για τα παιδιά σας να τινάξεις στον αέρα την οικογενειακή θαλπωρή τους.

Και περνάει ο καιρός και εσύ ζεις μέσα στις αμφιβολίες, στο θυμό και στα διλήμματα που σου φορτώθηκαν από το πουθενά. Επιπλέον, νιώθεις κερατάς και δαρμένος μαζί.

Οι μέρες περνούν χωρίς εσύ να παίρνεις καμία απόφαση. Δεν μπορείς. Είσαι καθηλωμένη στο ίδιο σημείο. Ούτε μπρος να κάνεις ούτε πίσω.

Πίνεις λευκό κρασί την ώρα που μαγειρεύεις μηχανικά και ένα χωνευτικό ουίσκι μόνη σου στο μπαλκόνι, μετά το βραδινό φαγητό για να σκεφτείς καθαρότερα.
Η προδοσία δεν χωνεύεται ούτε εύκολα ούτε γρήγορα, όσο και να περπατάς πάνω κάτω στο μπαλκόνι.

Ο καιρός περνάει και εσύ συνεχίζεις να φοράς την πεντακάθαρη ποδιά τής νοικοκυράς, συνεχίζεις να χαμογελάς με ευγένεια σε όλους και διοργανώνεις συνεχώς τραπέζια με πολύ κόσμο.

Δεν ρισκάρεις να σε βρει μεγάλη γιορτή χωρίς καλεσμένους, μόνη με την οικογένειά σου, αυτή που θεωρείς οικογένεια και ζωή σου.

Φοβάσαι πως δεν θα κρατηθείς έτσι όπως θα είστε κεκλεισμένων των θυρών, γύρω από το στρωμένο, με όλα τα αγαθά, τραπέζι, και θα ατάραχη θα αφήσεις να πέσει το κολωνάτο ποτήρι με το κόκκινο κρασί στο χαλί.
Και όταν θα έχεις τραβήξει επιτέλους την προσοχή του συζύγου σου, φοβάσαι πως θα πιάσεις το ολόλευκο και τέλεια κολλαρισμένο τραπεζομάντηλο από τις δύο άκρες του και θα το τραβήξεις με όση δύναμη έχεις.

Δεν το έκανες όμως. Δεν διέλυσες το ευλογημένο φιάσκο με τέτοιο εντυπωσιακό τρόπο. Αντίθετα, για το καλό των παιδιών, μάζεψες χαμηλόφωνα την αξιοπρέπειά σου μαζί με τα πράγματα των παιδιών και φύγατε χωρίς σκηνές και υστερίες.

Όταν το φάντασμα εξαφανίστηκε και μ' άφησε να κολυμπάω σε μια χλιαρή λίμνη γεμάτη χρωματιστές αναμνήσεις, για μια στιγμή μόνο, σκέφτηκα πως θα 'θελα να ξεχνούσα για μια φορά το πρέπει, το καλό και το επίπεδό μου και να τραβούσα δυνατά εκείνο το τραπεζομάντηλο.
Και ας έπρεπε μετά να καθαρίζω γονατισμένη τα φαγητά και τα κρύσταλλα από το πάτωμα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 25-12-2018

ΤΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ

                                                                           Claudia Tremblay


Πόρνη με βρόμικα λουστρίνια τής έλαχε να γίνει πριν ακόμα μεγαλώσει.
Ανήμερα των γενεθλίων της, την ώρα που έμπαινε στα δεκατέσσερα, στρίμωξε σε μια μικρή βαλίτσα τη ζωή της, έκοψε με δυο μαχαιριές όλες κι όλες τις σγουρές κοτσίδες, πήρε ενθύμιο τη στομωμένη φαλτσέτα του πατέρα, έβαψε πολλές στρώσεις μαβιά τα χείλια με το κραγιόν που 'κλεψε πέρσι από τη μάνα και πριν διαολοστείλει για τα καλά το σύμπαν που γεννήθηκε, άρπαξε δυο μέτρια πορτοκάλια απ' την κουζίνα, να δείχνουν φουσκωμένα τα βυζιά της.
Ήταν αποφασιστικό, έξυπνο και ανθεκτικό στα δύσκολα, κορίτσι. Σπάνια λύγιζε ή φοβόταν.
Συνήθισε το ίδιο τους όμορφους με τους αποκρουστικούς πελάτες και δεν την ενοχλούσε καμία μπόχα των κορμιών τους.
Κατά καιρούς, όταν ένιωθε όμορφη και φυσιολογική, ακολουθούσε σαν υπάκουο σκυλί όποιον νταβατζή της έταζε περισσότερη αγάπη.
Όταν ήρθε η ώρα να σβήσει μέσα της δεκαοχτώ κεριά, είχε ήδη σιχαθεί τα βρόμικα σκοτάδια.
Αποφάσισε όμως, με μια γερασμένη σοφία που μόνο στο δρόμο αποκτάς, πως ήρθε η ώρα. Τα νιάτα της αθώωσαν όλης της γης τους πατεράδες.
Με τα χέρια έφτιαξε δυνατά στηρίγματα στον τοίχο και σήκωσε τη φούστα της για τελευταία φορά μέχρι ψηλά στον αφαλό.
Τα λεπτά της ρουτίνας πρώτη φορά τής φάνηκαν συναλλαγή αιώνια.
Την ώρα που έβαζε στην τσέπη την καθιερωμένη πληρωμή μια γριά συγχώρεση τής σκάλωσε στα δόντια και όταν έφτυσε στη γη τα πικρά σάλια τού πελάτη, ψωμί με πετιμέζι νοστάλγησε, σε μια άλλη γη, στο παραθαλάσσιο χωριό της.
Τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια σκάλωσαν στη σχάρα του υπονόμου όταν προσπάθησε να τρέξει και μια ξένη υγρασία την ανατρίχιασε μέσα και έξω απ' το κορμί της.
Κάθισε ανακούρκουδα να ελευθερώσει το λουστρίνι και είδε με συμπόνια ένα πνιγμένο, ολόχοντρο ποντίκι να κολυμπάει.
Ανήμερα των γενεθλίων της ζήλεψε την τύχη αυτού του τρωκτικού και τις χριστουγεννιάτικες βιτρίνες που πουλούσαν ολοκαίνουργια, κατάμαυρα λουστρίνια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 24-12-2018