Claudia Tremblay
Ο πατέρας τη ρώτησε τι ήθελε να γίνει. Ποτέ δεν
είχε φανταστεί τη ζωή της μακριά από τον πατέρα, γι' αυτό έκανε τάχα πως
σφύριξε η τσαγιέρα και έτρεξε στην κουζίνα.
Όση ώρα ανακάτευε το τσάι στο μέλι, θυμήθηκε τον
όρκο που είχε δώσει -μικρό κορίτσι- πάνω στον τάφο της μάνας: να μην αφήσει τον
πατέρα. Δεν σκόπευε να φύγει από κοντά του. Τον αγαπούσε τον μπαμπάκα της. Ήταν
σαν ένας τεράστιος αρκούδος -γενναιόδωρος και καλοσυνάτος-.
Μετά την κηδεία, ο αρκούδος έπαψε να θυμίζει τον
παλιό του εαυτό -ήταν κάτι λιγότερο από άνθρωπος: ένας σωρός από κόκαλα,
σάρκες, κλάματα και μουρμουρητά.
Μάζεψε γρήγορα γρήγορα το τραπέζι και έριξε μια
θλιβερή ματιά στο πιάτο του πατέρα· πάλι
έφαγε όσο ένα νεογέννητο σπουργίτι. Τον έβλεπε να παραιτείται κάθε μέρα από τη
ζωή του και να κολυμπάει στο πηχτό τέλμα της θλίψης.
Δεν ήταν πια κοριτσάκι. Είχε φτάσει σε ηλικία
γάμου, έλεγαν όλοι, μα εκείνη δεν την ενδιέφερε να παντρευτεί και να
εγκαταλείψει τον πατέρα της· τη
μοναδική οικογένειά της.
Διέφερε πολύ από τα άλλα κορίτσια. Ακόμα και όταν
ήταν μικρούλα, σπάνια έπαιζε με κούκλες, με ψεύτικα κατσαρολικά και πλαστικά μπιμπερό.
Εκείνη ήταν διαφορετική. Ονειρευόταν να γίνει πιλότος και να πετάει ψηλά στον
ουρανό.
Το είχε εκμυστηρευτεί κάποτε στον πατέρα της όταν
την είδε να ζωγραφίζει με ζήλο ένα αεροπλάνο. Ήξερε πως δεν θα την κοροϊδέψει
και γι' αυτό του ψιθύρισε στο αυτί το μυστικό της. Εκείνος χαμογέλασε, της
έκλεισε συνωμοτικά το μάτι, την πήρε στην αγκαλιά του και με τα δυνατά του
μπράτσα την έκανε αεροπλανάκι σε όλο το δωμάτιο.
Η μάνα, που εκείνο τον καιρό ήταν γερή σαν άλογο,
τούς πήρε μισοαστεία μισοσοβαρά στο κατόπι με την παντόφλα: εκείνον γιατί
ξέχασε πως έχει κόρη και όχι γιο, και την μικρή γιατί ντρόπιαζε τη μάνα της στη
γειτονιά που δεν φερόταν σαν καθώς πρέπει κόρη.
Εκείνη η φορά ήταν η πρώτη και η τελευταία που
μοιράστηκε με κάποιον το όνειρό της. Έπειτα αρρώστησε η μάνα και ο πατέρας δεν
είχε χρόνο να παίζει μαζί της και να την κάνει πια αεροπλανάκι με τα δυνατά του
μπράτσα.
Σήμερα, καθηλωμένος από τα γεράματα σε απραξία και ανημποριά,
εξαρτιόταν από την κόρη του ακόμα και για τις απλές, καθημερινές του ανάγκες.
Συχνά βέβαια είχε διαύγεια, μα τον περισσότερο
καιρό ζούσε σε ένα δικό του κόσμο: άλλες φορές την περνούσε για τη γυναίκα του,
ενώ άλλες τη νόμιζε ακόμα παιδούλα και την ρωτούσε αν διάβασε τα μαθήματά της
για το σχολείο.
Οι γειτόνισσες την κοιτούσαν με λύπηση όταν την
έβλεπαν στο δρόμο και δεν καταλάβαιναν γιατί ένα νέο κορίτσι έθαψε τόσο πρόθυμα
τα νιάτα του δίπλα σε έναν μισότρελο πατέρα. Όσο ήταν ακόμα νέα τής μιλούσαν
απ' έξω απ' έξω για προξενιά και για όμορφους νεαρούς που έχουν τον τρόπο τους,
αλλά ευτυχώς τώρα που παραμεγάλωσε, έπαψαν να την ζαλίζουν και να της δείχνουν
πέπλα, δαντέλες και μπομπονιέρες στα περιοδικά.
Ποτέ δεν την ενδιέφεραν οι γάμοι και τα νυφικά.
Μοναδική της επιθυμία ήταν να μάθει να πετάει, αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε
να εγκαταλείψει για πάντα τον πατέρα της και αυτό δεν θα το έκανε ποτέ. Έτσι,
ξέχασε για πάντα τα όνειρα, τα σύννεφα και τους ουρανούς.
Στη γη δεν την κρατούσε τόσα χρόνια μόνο ο όρκος
που έδωσε πάνω από το μνήμα της μάνας, μα και το ίδιο το μνήμα που καθημερινά
φρόντιζε να έχει φρέσκα λουλούδια και πεντακάθαρα μάρμαρα.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 5-1-2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...