Δεν
σκόπευα ν' ανοίξω το στόμα μου για ν' απολογηθώ. Τι να πω και ποιος να
καταλάβει; Προτίμησα να σκύψω το κεφάλι, όχι για ν' αποφεύγω τα μπουκάλια, τους
αναπτήρες και τ' άλλα πρόχειρα αντικείμενα που μου πετούσαν βρίζοντάς με, αλλά
για να μην βλέπω την απέχθεια και το μίσος στα μαύρα μάτια τους.
Κάπου
είχα διαβάσει, θυμάμαι, πως το ξένο μίσος αφήνει ανεξίτηλο λεκέ όταν πέφτει στα
ρούχα και πως αν σ' ακουμπήσει σε γυμνό δέρμα, το σημείο εκείνο νεκρώνει και
γίνεται μελανό.
Τους
άκουγα τι έλεγαν όταν με έβγαλαν άρον άρον έξω από το μεγάλο κτήριο και με
έχωσαν βιαστικά σε ένα αυτοκίνητο.
Δεν
με καταριόταν όλοι τους. Κάποιοι έλεγαν πως έκρυβα το πρόσωπό μου από ντροπή
και κάποιοι άλλοι υπέθεταν πως είχα μετανιώσει και άλλοι, λίγοι, έλεγαν πως δεν
είμαι και πολύ στα καλά μου.
Όλοι
τους έκαναν λάθος. Τίποτα δεν ήταν αλήθεια απ' όλα αυτά, αλλά δεν σκόπευα να
τους διαψεύσω. Δεν σκόπευα να διαψεύσω κανέναν. Δεν θα άνοιγα το στόμα μου να
πω κουβέντα. Τι να πω και ποιος να καταλάβει;
Όλοι
έβλεπαν στο πρόσωπό μου τη φόνισσα που είχε σκοτώσει. Εγώ δεν είμαι φόνισσα και
δεν σκόπευα να σκοτώσω κανέναν. Τον αγαπούσα πολύ. Μετά όμως, ξαφνικά νύχτωσε
και κουνούσε και δεν έβλεπα τίποτα πια μέσα στα πυκνά σκοτάδια.
Δεν
ξέρω πώς βρέθηκε ένα ματωμένο μαχαίρι στα χέρια μου. Το τελευταίο που θυμάμαι
είναι εκείνους τους τρομαχτικούς πειρατές με τα παράξενα καπέλα και το βρόμικο
αμπάρι που με είχαν πισθάγκωνα δεμένη για μέρες. Α, και μια ανυπόφορη μυρωδιά
θυμάμαι από φύκια και χαλασμένα στρείδια.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 8-5-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...