Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Η ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΤΗΣ


Γυμνή ένιωθε, αλλά με μια γύμνια που δεν έκανε τις γυναίκες να κοκκινίζουν στο δρόμο και τους άνδρες να θέλουν να στρίψουν το μουστάκι τους.
Η δική της γύμνια σχετιζόταν με τις σκέψεις που έκανε για τη ζωή και το θάνατο. Όσο περισσότερες έκανε, τόσο βαρύτερο γινόταν το βήμα της και γυμνό.

Σαν τον επιμελή ταξιδιώτη, κάθε φορά που επέστρεφε, ένα ένα έβγαζε τα ρούχα από τη βαλίτσα και τα ξεχώριζε αναλόγως τη βρομιά.

Αυτά που είχε φορέσει μόνο μια φορά, τα μύριζε στις μασχάλες, τα κοιτούσε εξονυχιστικά στο λαιμό και αν δεν έβρισκε σημάδια από λεκέδες, τα κρεμούσε στη ντουλάπα.

Στη δεξιά μεριά κρεμούσε τα φορέματα και εκείνα καμάρωναν και κοκορεύονταν για το μήκος του ποδόγυρου, είχε πολλά φουστάνια, ένα για κάθε περίσταση.

Από τα αριστερά, εκεί που η ντουλάπια είχε  συρτάρια, έβαζε διπλωμένες τις μπλούζες, πάντα ανάλογα με το χρώμα.
Ξεκινούσε να τις φτιάχνει σε στοίβες, αλλά προηγουμένως, τοποθετούσε στον πάτο μαλακό χαρτί.
Πρώτα έβαζε τις λευκές, αυτές που είχαν το χρώμα του χιονιού, έπειτα αυτές που είχαν το λευκό του πάγου, στη συνέχεια αυτές που ήταν ίδιες με τις λευκές ξασπρισμένες από τον ήλιο πέτρες και συνέχιζε με τις όλο και σκουρότερες, ώσπου κατέληγε στις μαύρες που ήταν και οι περισσότερες.

Το μαύρο χρώμα δεν ξεχωρίζει εύκολα, μπερδεύει τους ανθρώπους γιατί πολλές φορές δείχνει πανομοιότυπο. Πώς να ξεχωρίσει κανείς το περιστασιακό μαύρο της απογοήτευσης από το αιφνιδιαστικό μαύρο της ματαίωσης ή το σταδιακό μαύρο της κατάθλιψης από το απόλυτο μαύρο του θανάτου;

Αφού τελείωνε με τα μαύρα και τα θανατερά, στη μέση της ντουλάπας πετούσε εσκεμμένα άτσαλα όλες τις φούστες και τα παντελόνια. Έπειτα, χάζευε τα παράταιρα ζευγάρια που δημιουργούνταν. Της άρεσε να ανακατεύει τα σύμβολα των φύλων και να τα μπερδεύει.

Τα υπόλοιπα ρούχα που έμεναν εκτός ντουλάπας, μύριζαν εμπειρίες και είχαν ίχνη από ανθρώπινες δραστηριότητες. Πιτσιλιές από ποτό στο στήθος, ξεραμένο ιδρώτα στους μηρούς και τις μασχάλες, σάλτσες από λογιών λογιών φαγητά στους γιακάδες. Όλα μαζί τα πετούσε στο καλάθι των απλύτων, με το ένα χέρι, γιατί με το άλλο έκλεινε τη μύτη της.

Έπειτα, τα ξεχνούσε εκεί για βδομάδες και για μήνες, ώσπου οι λεκέδες σκλήραιναν όπως σκληραίνουν οι κάλοι των φτωχών αγροτών που δουλεύουν τη γη άσπλαχνων γαιοκτημόνων. Από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 12-11-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...