René Magritte
Για
πολλούς και διάφορους λόγους δεν γίνεται να έρθετε, της είπε τηλεφωνικά και
μετά ψέλλισε κάτι ανόητες δικαιολογίες για την ουρά στην τράπεζα, μα την
πρόδωσε η φωνή της όσο μιλούσε.
Είχε
ένα σχεδόν αόρατο γρέζι στο βάθος του λαιμού που παλλόταν συνεχώς. Ένα
μικροσκοπικό αγκάθι, ένα υπόλειμμα ψαριού που πήγε και σφηνώθηκε δίπλα στις
φωνητικές χορδές.
Τα
λόγια της μάνας έκρυβαν έναν ύπουλο εκνευρισμό για το παρόν και μια σαπισμένη
απογοήτευση για το παρελθόν, τόσο παλιά, που την έσερνε σαν μπάλα κατάδικου στο
δεξί της πόδι. Σ' εκείνο το πόδι που δυο φορές όταν ήταν μικρή, της επιτέθηκαν
σκυλιά και την άρπαξαν λίγο πιο κάτω από τη γάμπα.
Τα
έτρεμε τα σκυλιά από τότε και έπρεπε να περάσουν πολλά πολλά χρόνια και να
γεννηθεί η δυνατή αγάπη για το χρήμα για να δεχτεί να φιλοξενήσει ένα ζεστό
καλοκαίρι, για λίγες μόνο εβδομάδες, έναν μαλλιαρό μα καλόκαρδο γίγαντα. Επί
υψηλή αμοιβή φυσικά, ανάλογη με την οικονομική επιφάνεια της ευκατάστατης
κυρίας που της εμπιστεύτηκε το τετράποδο παιδί της.
"Καλά,
εσύ ξέρεις καλύτερα, μάνα", απάντησε η κόρη στο ακουστικό και μετά από
κάμποσες αδιάφορες κουβέντες η συνομιλία τελείωσε. Πόσες φορές άραγε είπε αυτή
τη φράση τάχα με ψυχραιμία, τερματίζοντας την κουβέντα πριν ειπωθούν πραγματικά
λόγια, μα με τα φτερά της να σωριάζονται ένα ένα αιμόφυρτα στα πόδια της;
Κάθε
φορά με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία κατάπινε την υπερηφάνεια της και έλεγε
"δεν πειράζει, θα βρω άλλη λύση, μαμά".
Πάντα
την πείραζε αυτή η κατάληξη, αλλά είχε μάθει να ζει μ' αυτήν.
Όμως
κάθε φορά της έκανε την ίδια εντύπωση το ίδιο κι απαράλλαχτο γρέζι στη φωνή.
Γνώριμο πλέον κι αναγνωρίσιμο, κι ας προσπαθούσε η μάνα να το καλύψει με
σκληρότητα και να το ντύσει με τυπικότητα για να μην αναγνωριστεί.
Χρόνια
τώρα ίδια κι απαράλλακτη η ιστορία.
Χρόνια
τώρα έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι.
Η
μια να ζητάει και η άλλη να θυμάται.
Η
μια να συγχωρεί και η άλλη να φαρμακώνει. Η μια να νοσταλγεί και η άλλη να
θυμώνει.
Παιχνίδια
τραυμάτων της πάλε ποτέ απόλυτης εξουσίας των ρόλων.
Κάποτε
τη φοβόταν, μα μεγαλώνοντας ένιωσε πως ο φόβος είναι αταίριαστος με τη θαλπωρή
της μητρότητας.
Για
πολλά χρόνια ντρεπόταν να πει στους ξένους πως δεν την αγαπούσε η μαμά της όταν
ήταν μικρή, μα την ώρα που το παραδέχτηκε με γενναιότητα στην ίδια, βρήκε τη
δύναμη να ξεσκίσει τον καχεκτικό λώρο που τις έδενε τόσο απάνθρωπα σφιχτά.
Όταν
έκλεισε το τηλέφωνο σκέφτηκε πως είναι δυσβάσταχτες πολλές φορές οι αναμνήσεις
και πως συχνά οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μπερδεμένες και δύσκολες. Μετά όμως
κατέληξε πως είναι μεγάλη τύχη να προλάβεις ν' αγαπήσεις λιγάκι πριν πεθάνεις
και πως είναι τόσο πολύ χυδαίο όταν για πολλούς και διάφορους λόγους δεν
ανοίγεις την αγκαλιά σου, μαμά.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 30-10-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...