Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ

                                              Georges Croegaert , Femme au Boudoir, 1888


Έδειχνε απελπισμένος όταν τον κοιτούσες το πρωί. Το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια στο πάτωμα, το βήμα αβέβαιο κι αργό, τα πόδια βαριά να σηκώνουν σκόνη όπου περνάνε.
Το βράδυ μεταμορφωνόταν. Μόλις έπινε το τρίτο ποτηράκι κάτι του ερχόταν στο κεφάλι και το σήκωνε με λύσσα ψηλά στον ουρανό.
Στο πέμπτο, είχε πάει παραπατώντας στην πίσω αυλή, εκεί στο ησυχαστήριό του.
Στο 'να χέρι κρατούσε το ραδιοφωνάκι να παίζει κοντά στ' αυτί και τ' άλλο το 'χε χωμένο βαθιά στη δεξιά τσέπη του παντελονιού.
Όσο χόρευε, τα πόδια του θυμόταν τις Μαρίες κι άνοιγαν λάκκους με μανία. Έτσι τις βάφτιζε όλες. Ποτέ δεν θυμόταν κι ούτε ρωτούσε τα όνοματά τους.
Θυμόταν όμως με περισσή λαχτάρα όλα τα καπούλια, όλα τα στήθια και όλους τους βωμούς ανάμεσα στα πόδια τους που ολονυχτίς προσκυνούσε.
Φούσκωνε ανάμεσα στα πόδια του κάθε που τις ονειρευόταν.
Έβγαλε από την τσέπη του το τελευταίο μπάρκο. Ενθύμιο από την τελευταία Μαρία στα πολύχρωμα σπίτια του έρωτα.
Χρυσάφι το πλήρωσε στην άπληστη τσατσά μα χαλάλι γιατί σ' αυτό το μικροσκοπικό εσώρουχο φύλαξε όλες τις αγκαλιές που ξαπόστασε, όλους τους έρωτες που έζησε κι όλα τα στήθη που βύζαξε με λαχτάρα ώσπου να 'ρθει η ώρα να γυρίσει πίσω στην πατρίδα.
Στο τελευταίο ποτήρι σταματούσε το χορό, έσβηνε το ραδιοφωνάκι κι έβαζε τα κλάματα. Αλήτης είχε καταντήσει, το 'ξερε πως έτσι τον φώναζαν όλοι και ντρεπόταν με την κατάντια του.
Είχαν δίκιο που τον λέγανε αλήτη και καταραμένο.
Μόνο οι καταραμένοι ξαπλώνουν κατάχαμα στην πίσω αυλή και τους παίρνει ο ύπνος αγκαλιά μ' ένα λάφυρο που 'χει πάψει από χρόνια να μυρίζει γυναικεία.

Μαρία Φουσταλιεράκη 15-9-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...