Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΚΟΥΤΣΟ

                                                 Sussie~ By Maria Magdalena Oosthuizen


Δυο δυο κατέβαινα τα σκαλιά, όπως όταν έπαιζα κουτσό. Όταν μεγάλωσα, κάπου διάβασα πως κάθε σκάλα είναι κάθοδος στον Άδη και αυτή η σκέψη με τάραξε συθέμελα.
Ένα παλιό νανούρισμα πετάχτηκε απ' το μυαλό μου και άρχισα να το μουρμουρίζω χαρωπά.
Η φαντασία μου άρχισε να καλπάζει πάλι αχαλίνωτη. Έβλεπα κίτρινες και πορτοκαλί πύρινες γλώσσες να γλύφουν τα έγκατα του σπιτιού μας κι επειδή φοβόμουν μην σκοντάψω και τσουρουφλίσω τα δάχτυλά μου, πάντα φορούσα διπλό ζευγάρι τις κάλτσες και ως το γόνατο.
Μέχρι και υπολείμματα μαύρης πίσσας μύριζα μέσα στις ρωγμές που είχαν τα σανίδια.
Όταν έφτασα εκεί κάτω ήταν θεοσκότεινα. Μάλλον είχε καεί η λάμπα και μου ‘ρθε αυθόρμητα να βρίσω άσχημα την τύχη μου μα καμιά απ' τις βρισιές που μου ‘μαθαν με σοβαρότητα τ' αδέρφια μου δεν ταίριαζε σ' αυτή την αναθεματισμένη περίπτωση που ζούσα.
Ευτυχώς θυμήθηκα πως υπήρχαν πάντα κεριά και σπίρτα στον πάγκο. Μ' αυτά φώτισε αρκετά ο χώρος, αλλά έδειχνε πολύ μακάβριος και φθονερός.
Η οικογένειά μου είχε φτιάξει ένα νεκροταφείο αναμνήσεων στο υπόγειο.
Έτσι ονόμαζαν όλα τα παλιοπράγματα που πέθαιναν από αχρηστία στο πάνω σπίτι και δεν τους έκανε καρδιά να τ' αποχωριστούν.
Ψηλά, στο βορινό τοίχο του υπογείου, εκεί που φύλαγαν τα καζάνια για τις κότες, υπήρχε ένα παράθυρο που έβλεπε στο αδιέξοδο δρομάκι.
Στο σφαγείο, έτσι το ‘λεγαν στη γειτονιά οι μεγάλοι και δεν άφηναν κανένα παιδί να παίζει εκεί κάθε Κυριακή πρωί.
Θυμάμαι πως έτρεχα με τ' αντίδωρο στο στόμα για να προλάβω τα χέρια του πατέρα όσο ήταν ακόμα ζεστά απ' το αίμα.
Σκαρφάλωνα στην αγκαλιά του, κρεμόμουν για ώρα απ' τον λαιμό του και λέρωνα παντού τα καλά μου ρούχα αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.
Τρελαινόμουν να τον ακούω να συζητάει και να γελάει με τους γείτονες την ώρα που έπινε το τσιπουράκι του.
Έβαζαν και σε μένα να πιω: μερικές σταγόνες στο νερό μου.
Το στόμα του πατέρα μου μύριζε τσιγάρο στριφτό και τα χέρια του φρεσκοκομμένο μαϊντανό.
Για αρκετή ώρα έκανα πως δεν άκουγα τη μάνα που με φώναζε απ' την πίσω αυλή γιατί χρειαζόταν, λέει, βοήθεια στο ξεπουπούλιασμα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-10-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...