Πήρες
το σάκο που φύλαγες κάτω από το κρεβάτι. Έριξες μέσα βιαστικά τις κουρασμένες προσδοκίες,
τα ξεφτισμένα σου όνειρα και τις πρόωρα γερασμένες αναμονές και έφυγες. Ήθελες
να προλάβεις να γυρίσεις όλο τον κόσμο πριν μαραθείς.
Τράβηξες
τις άγκυρες απ’ το βυθό σου και παραμάσχαλα τις πήρες͘ τώρα
που είχες ακόμα αντοχές να τις κουβαλήσεις.
Πρώτη
στάση το νησί. Να δεις τους τάφους των
προγόνων σου͘ ν’ αφήσεις φρέσκα λουλούδια πλάι στ’ αγριόχορτα.
Βρήκες
ένα άδειο τάφο παραδίπλα. Έσκαψες με τα χέρια το χώμα. Έθαψες την άγκυρα βαθιά͘ να
σε περιμένει.
Τα
πανιά σου φούσκωσες και συνέχισες να ταξιδεύεις. Πέρασαν είκοσι χρόνια.
Γύρισες
όλο τον κόσμο. Παντού, βρήκες ίδιους τους ανθρώπους. Παντού είχαν τις ίδιες
αγωνίες, τις ίδιες προσδοκίες, τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπο. Μονάχα διαφορετικές
αποχρώσεις είχαν.
Τα
πανιά σου κουρελιάστηκαν απ’ τους αέρηδες. Τα παπούτσια σου φαγώθηκαν απ’ τους
δρόμους. Έκατσες κάτω στο χώμα όταν απόκαμες.
Εκεί,
σ’ ένα χωριουδάκι, στην άκρη του κόσμου, βρήκες μια ελιά να ξαποστάσεις.
Ακούμπησες το κουρασμένο κορμί με συγκίνηση στον κορμό της. Οι ρίζες δάκρυσαν.
Κάτω
απ’ την άγκυρα που έθαψες πίσω στην πατρίδα, είχε φυτρώσει μια ελιά.
Χρόνια
τώρα σε περιμένει, να ξεκουράσεις το κουρασμένο κορμί σου κάτω απ’ τον ίσκιο της.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-8-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...