Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΚΟΡΗ ΜΙΑΣ ΞΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΓΥΡΕΥΕ ΤΩΡΑ ΠΟΙΑΝΗΣ


Ευτυχώς σήμερα δεν πονάει αβάσταχτα το κεφάλι μου. Χθες ή το πρωί, μπερδεύομαι και δύσκολα ξεχωρίζω το χρόνο, νομίζω πως πονούσε τόσο πολύ που ζήτησα παυσίπονο.
Απ’ το παράθυρο βλέπω ένα κήπο. Τα λουλούδια είναι ανθισμένα και τα λιγοστά δέντρα έχουν καρπούς. Για τα βλέπω, μάλλον δεν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, άρα κάθομαι στην καρέκλα.
Φοβάμαι πως πάλι με πήρε ο ύπνος καθισμένη.
Το βιβλίο που διάβαζα, αλλά δεν θυμάμαι καθόλου τί έλεγε και αν το διάβαζα πράγματι εγώ, κάθεται κλειστό πάνω στα πόδια μου.
Το μυαλό μου δε θυμάται τα παλιά, ούτε συγκρατεί καινούργια, αυτό μου φέρνει μεγάλη στεναχώρια τις φορές που το καταλαβαίνω.
Άλλες φορές ούτε ποια είμαι δε θυμάται το μυαλό μου. Αυτό εκτός από στεναχώρια, μου φέρνει και μεγάλη ντροπή.

Εκείνη η κοπέλα ξανάρθε πάλι. Μάλλον με επισκέπτεται συχνά.
Κάθε φορά μου λέει γελώντας: «Γεια, ήρθα να σου δώσω ένα φιλί!».
Δεν ξέρω ποια είναι. Καθόλου δεν την αναγνωρίζω, αλλά την αφήνω να με φιλάει στο μάγουλο και καμιά φορά στα χέρια.
Μετά μου λέει: «Μαμά, μια χαρά σε βρίσκω σήμερα, είσαι πολύ όμορφη, έλα να σου χτενίσω τα μαλλιά».

Μάλλον έχει μπερδέψει τα δωμάτια η καημένη. Εγώ δεν έχω κόρη. Ούτε γιους έχω, μα δεν της το λέω, μη ντραπεί που φιλάει μια άγνωστη γυναίκα που νομίζει για μητέρα της.
Όμως είναι πολύ συμπαθητική. Μου αρέσει πολύ το χαμόγελό της την ώρα που με χτενίζει.
Μερικές φορές κάτι μου θυμίζει αυτό το χαμόγελο, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν τη γνώρισα σήμερα ή την ξέρω από παλιά.
Καμιά φορά όταν ξυπνάω, τη βλέπω να κάθεται κοντά μου. Είναι προσηλωμένη στο βιβλίο που διαβάζει.
Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία. Και γω νομίζω πως τα αγαπώ. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που δεν της λέω πως μπαίνει σε λάθος δωμάτιο και φιλάει λάθος μητέρα κάθε φορά που έρχεται.
Και η φωνή της κάτι μου θυμίζει. Αναρωτιέμαι μήπως είναι στ’ αλήθεια κόρη μου όπως λέει, και εγώ είμαι αυτή που λέω ψέματα ότι δεν έχω παιδιά. Δεν ξέρω. Το κεφάλι μου πονάει πολύ όταν προσπαθώ να θυμηθώ και ζητάω να μου δώσουν παυσίπονο για να φύγει ο πόνος.

Πρέπει να είμαι πολύ γριά. Ακούγεται παράξενο, αλλά δε θυμάμαι πότε γέρασα, ούτε θυμάμαι πως ήμουν πριν γεράσω. Όταν παρατηρώ το χέρι μου, μου θυμίζει το χέρι της μαμάς μου, παρόλο που δεν τη θυμάμαι ούτε εκείνη.
Γιατί δεν έρχεται ποτέ να με επισκεφθεί η μαμά μου; Μπορεί να μη ζει πια η καημένη.
Μετά κοιτάζω και το άλλο χέρι και καταλαβαίνω πως είναι δικό μου και αυτό.
Σίγουρα η μαμά μου θα έχει πεθάνει, αφού εγώ είμαι πολύ γριά, εκείνη δε μπορεί να ζει ακόμα.
Μου ‘ρχεται να κλάψω όταν σκέφτομαι πεθαμένη τη μαμά μου.

Είμαι μόνη μου στο δωμάτιο και διψάω. Βλέπω ένα ποτήρι στο κομοδίνο, σκεπασμένο με χαρτί, αλλά μου είναι αδύνατον να σηκωθώ από την πολυθρόνα. Όσο και να προσπαθώ.
Τα πόδια μου δεν ακούνε που τους λέω τόση ώρα να σηκωθούν γιατί διψάω.
Πιάνω σφιχτά το ένα μου πόδι και προσπαθώ να το κάνω να κουνηθεί. Με το ζόρι. Καθόλου δε μ’ ακούει. Ούτε το άλλο μου πόδι μ’ ακούει που του λέω να κουνηθεί.

Μάλλον το μυαλό μου χάλασε και δε μπορεί να δώσει διαταγές στα πόδια μου.
Τα χέρια μου τα κουνάω κανονικά, αλλά κάθε μεγάλη κίνηση που κάνω, με κουράζει.
Όταν κουράζομαι πολύ, κλείνω τα μάτια. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν τα ξανανοίγω, βρίσκω ανθρώπους καμιά φορά στο δωμάτιο.

Τώρα είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Παράξενο. Εγώ θυμόμουν πως πριν κλείσω τα μάτια μου, καθόμουν στην καρέκλα , σ’ εκείνη που βλέπει στην πόρτα.
Ακόμα διψάω. Λέω δυνατά, νερό, και η κοπέλα με το χαμογελαστό πρόσωπο σηκώνεται και μου λέει: «Τι καλά! Ξύπνησες μητέρα, νιώθεις καλύτερα»;
«Να σηκωθώ, όλο ξαπλωμένη είμαι», της λέω.
Πάλι μπέρδεψε τα δωμάτια η καημενούλα, αλλά δε θα της πω ότι κάνει λάθος. Εγώ δεν έχω παιδιά. Δε θα τα θυμόμουν αν είχα;
Με βοήθησε πολύ τρυφερά να σηκωθώ. Με βοήθησε να φορέσω τη ρόμπα μου. Δική μου πρέπει να είναι αυτή η ρόμπα. Μ’ αρέσει το χρώμα της. Είναι απαλή και μυρίζει όμορφα. Μυρίζει καθαριότητα και αγάπη.
Μετά με βοήθησε να σηκωθώ και να καθίσω στην πολυθρόνα, σ’ αυτή που έχει ρόδες και βλέπει έξω στον κήπο.
«Θέλω να βγω έξω», λέω σ’ αυτήν που μ’ αποκαλεί συνέχεια μαμά και μου απαντά: «Ναι φυσικά, ο καιρός είναι θαυμάσιος, πάμε μια βόλτα στον κήπο μητέρα».
Είναι πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με τις ρόδες.
Μόλις βγαίνουμε απ’ το δωμάτιο κοντοστέκεται και με ρωτάει: «Θέλεις να συνεχίσουμε την ιστορία που σου άρεσε τόσο πολύ χθες;».
Ντράπηκα να της πω ότι δε θυμόμουν το χθες, ούτε την ιστορία που μου διάβασε.
Με το ηλικιωμένο μου χέρι, της έγνεψα όχι. Είναι τόσο ευγενική και χαμογελαστή, δεν αξίζει να τη στεναχωρήσω.

Πήγαμε έξω, ο κήπος ήταν χάρμα οφθαλμών. Εκείνη βολεύτηκε σε ένα παγκάκι κι εγώ έμεινα καθισμένη στην πολυθρόνα μου που είχε ρόδες. Πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με τις ρόδες.
Μετά από λίγο ρώτησε αν κρυώνω. Δεν ξέρω, της απάντησα αφού δεν ήξερα, αλλά το μετάνιωσα που άνοιξα το στόμα μου.
Τη στενοχώρησα άθελά μου. Το κατάλαβα γιατί το βλέμμα της σταμάτησε να χαμογελά, για λίγο, μα εγώ πρόλαβα και το είδα.

Άρχισα πάλι  να σκέφτομαι αν είναι πράγματι κόρη μου, όπως λέει. Αν όμως είναι κόρη μου, τότε εγώ, πρέπει να είμαι μια πολύ κακή μάνα που δε θυμάται το παιδί της.
Δεν το κάνω όμως επίτηδες. Τ’ ορκίζομαι. Δε θυμάμαι αν γέννησα παιδιά. Δε θυμάμαι ούτε πόσο χρονών είμαι, δε θυμάμαι ούτε ποια είμαι τις περισσότερες μέρες. Όμως ποτέ δε ρωτάω να μάθω.
Είναι ντροπή να μη θυμάσαι ποιος είσαι και να ρωτάς ξένους για να σου πουν.

Όταν ντρέπομαι, τα χέρια μου τρέμουν λιγάκι. Για να μην τα δει η χαμογελαστή γυναίκα, κόρη μιας ξένης γυναίκας, γύρευε τώρα ποιανής, τα έκρυψα μέσα στις φαρδιές τσέπες της ρόμπας μου.
Στη μία τσέπη είχε μέσα είχε ένα φάκελο. Τον έβγαλα έξω και γύρισα να ρωτήσω την κοπέλα αν ήταν δικός μου, μα δεν καθόταν στο παγκάκι δίπλα μου.
Ήταν παραδίπλα, όρθια, και μιλούσε πολύ σοβαρά με ένα κύριο που φορούσε άσπρη ρόμπα.
Θα ήταν αγένεια να τους διακόψω, γι’ αυτό άνοιξα το φάκελο και έβγαλα από μέσα κάτι χαρτιά και μερικές φωτογραφίες.
Σε όλες, ήταν μια γυναίκα, άγνωστη σε μένα. Σε μερικές ήταν αγκαλιά με ένα άνδρα και σε άλλες είχε στην αγκαλιά της ένα παιδί. Τις κοίταξα καλά όλες, μία - μία.
Μια φωτογραφία μου έκανε τη μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και την κοίταξα περισσότερη ώρα. Ήταν εκείνη η άγνωστη γυναίκα και κρατούσε ένα μικρό παιδί απ’ το χέρι. Ένα κοριτσάκι, που έτρωγε παγωτό και είχε λερώσει το προσωπάκι και τα ρούχα του. Η μαμά του πρέπει να ήταν. Το κοιτούσε και χαμογελούσε. Κι εκείνο της χαμογελούσε και έμοιαζε ευτυχισμένο τρώγοντας το παγωτό του. Πρέπει να ήταν καλή μαμά και να το αγαπούσε πολύ το παιδάκι της, γι’ αυτό δε θύμωσε μαζί του που λερώθηκε με το παγωτό.

Όσο κοιτούσα το κοριτσάκι της φωτογραφίας, ένιωθα ένα κόμπο να με πνίγει στο λαιμό. Αυτό το χαμόγελο, νομίζω πως κάτι μου θυμίζει, μα όσο και να προσπαθώ να θυμηθώ, δεν τα καταφέρνω.
Το μυαλό μου πρέπει να έχει χαλάσει για τα καλά. Πονάει αβάσταχτα πάλι το κεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά.  Για να φύγει ο πόνος, αποκοιμήθηκα.

Μαρία Φουσταλιεράκη 20-8-2017 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...