Untitled by Thomas Woodruff
Μαρία Φουσταλιεράκη 11-12-2018
Προτιμούσε
να πιστεύουν γι' αυτόν πως ήταν αντικοινωνικός, παράξενος, ακόμα και
μισάνθρωπος παρά να ξέρουν την αλήθεια.
Ζούσε
απομονωμένος στο σπίτι του και έβγαινε μόνο για τα απαραίτητα: ψώνια,
δοσοληψίες με υπηρεσίες, μια σύντομη βόλτα στο βουνό.
Βγήκε
νωρίς στη σύνταξη, από ανάγκη, όχι από επιλογή. Δεν γινόταν διαφορετικά.
Από
όταν αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή δεν είχε παρευρεθεί σε καμία εκδήλωση των
πρώην συναδέλφων, έσκιζε τα προσκλητήρια γάμου όταν πάντρευαν τα παιδιά τους οι
παλιοί γνώριμοι και δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα σε χρονιάρες μέρες ή την
μέρα της γιορτής του.
Ο
κόσμος άρχισε να πιστεύει πως ήταν αναίσθητος ή ακόμα και άκαρδος, έλεγαν πως η
ανθρωπιά του έκανε φτερά από όταν βγήκε στην σύνταξη και πως τη θέση της πήρε
μια παράξενη και σκοτεινή απομόνωση.
Συχνά
πυκνά αυτοί που θυμόταν ακόμα την ύπαρξή του έλεγαν πως ίσως γερνούσε και
παραξένευε χρόνο με το χρόνο αλλά και πως άλλαξε πολύ από τότε που έκαναν
παρέα, πως δεν τον θυμόταν έτσι άξεστο και άλλα τέτοια κουβέντιαζαν πίσω από
την πλάτη του.
Στον
ίδιο, κατάματα, δεν τολμούσαν να πουν κάτι, άλλωστε με κανέναν δεν είχε
κρατήσει τόσο στενές επαφές.
Οι
συγγενείς, πρώτου βαθμού δεν είχε, τον ξέχασαν κι αυτοί με τον καιρό και τα
χρόνια περνούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα στην απομόνωση και τη μοναξιά.
Η
κατοικία του βρισκόταν σε μία από τις ελάχιστες εκτάσεις της πόλης που δεν
κατάφεραν να γίνουν οικόπεδο και είχε μετατρέψει το κτήμα του σε παράδεισο
δέντρων, λουλουδιών και μυριστικών. Ένα μυρωδάτο και πολύχρωμο μωσαϊκό που θα
το ζήλευε ακόμα κι ένας επαγγελματίας διακοσμητής εξωτερικών χώρων.
Μέσα
στο σπίτι υπήρχαν βιβλιοθήκες, παλιά ξύλινα έπιπλα και χοντροί τοίχοι που
άφηναν τους θορύβους του πολιτισμού έξω απ' αυτό.
Η
τεχνολογία έλειπε παντελώς από όλα τα δωμάτια.
Ούτε
τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε καν τηλέφωνο δεν υπήρχε πουθενά μέσα στο σπίτι.
Καμία χυδαία εισβολή της κοινωνίας που αρεσκόταν να κοιτά μέσα από ξένες
κλειδαρότρυπες
Μέρα
νύχτα στο σπίτι ακουγόταν μουσική, τις περισσότερες φορές κλασσική.
Δεν
ήταν από πάντα μισάνθρωπος, ούτε είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό του να ζει
ολομόναχος και απομονωμένος.
Κάποτε
ήταν κι αυτός ένας φυσιολογικός σύγχρονος άνθρωπος, όσο φυσιολογικός μπορεί να
είναι ένας άνθρωπος που ζει σε μια ταραγμένη και θορυβώδη μεγαλούπολη.
Ένα
πρωί ξύπνησε και αποφάσισε πως αυτός ο κόσμος ήταν πολύ χυδαίος και πως δεν
μπορούσε άλλο να τον ανεχτεί. Ζήτησε, τηλεφωνικά, άδεια άνευ αποδοχών και την
επόμενη κι όλας μέρα ξεκίνησε τις απαραίτητες διαδικασίες για να βγει πρόωρα
στη σύνταξη.
Έκτοτε
αποσύρθηκε στο σπίτι του. Η έγνοια του από δω και πέρα ήταν τα ζιζάνια στον
κήπο και οι ήρωες των βιβλίων που τον συντρόφευαν.
Είχε
γράψει και εκείνος ένα μυθιστόρημα. Το ένα και μοναδικό χειρόγραφο το είχε
παραδώσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του με την παράκληση να το εκδόσει είκοσι
χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στο
βιβλίο μιλούσε για έναν άνδρα που διαγνώστηκε με μία πολύ σπάνια αρρώστια η
οποία σταδιακά οδηγούσε στην τρέλα ή ακόμα και την αυτοκτονία.
Το
παράξενο ήταν πως δεν είχε κανένα σωματικό σύμπτωμα αυτή η ύπουλη ασθένεια
ή
κάποιο εμφανές χαρακτηριστικό.
Ο
ασθενής νοσούσε καθημερινά σε συναισθηματικό επίπεδο και όταν οι κρίσεις ήταν
έντονες γινόταν και αβάστακτα επώδυνες.
Το
παράξενο αυτό αυτοάνοσο καθιστούσε τον ασθενή ευάλωτο στον πόνο των ανθρώπων.
Για την ακρίβεια γινόταν μια ανθρώπινη χοάνη που ρουφούσε σαν μαγνήτης τον
ψυχικό πόνο όποιου ανθρώπου στεκόταν απέναντι και τον κοιτούσε στα μάτια.