Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ


Στη γειτονιά όλοι τον ήξεραν. Μεγάλος σε ηλικία, αλλά όχι γέρος,  σοβαρός, αλλά ιδιαίτερα ευγενικός, καλοντυμένος και πάντα αφηρημένος.
Στη στάση του λεωφορείου όταν περίμενε, στην ουρά για να πληρώσει τα ψώνια, έξω από την τράπεζα μέχρι ν' ανοίξει κάθε πρωτομηνιά, όλοι τον έβλεπαν απορροφημένο κάτι να διαβάζει.
Συνήθως είχε ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης, όχι απ' αυτά με το μαλακό εξώφυλλο που τσακίζονται εύκολα οι σελίδες τους, απ' τ άλλα, απ’ αυτά με το σκληρόδετο εξώφυλλο καλής έκδοσης.
Όση ώρα διάβαζε τίποτα δεν του αποσπούσε την προσοχή, δεν κοίταζε ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, όμως δε χρειαζόταν να του πει κάποιος πως έφτασε το λεωφορείο ή να τον σκουντήξουν για να προχωρήσει η ουρά. Είχε μια αντίληψη για τον έξω κόσμο θαρρείς εσωτερική, που όμως δεν τον απομάκρυνε απ' αυτόν που κρυβόταν μέσα στα βιβλία του.
Κανένας δε γνώριζε ακριβώς που έμενε, παρόλο που ζούσε πολλά χρόνια στην περιοχή. Ούτε κανένας ήξερε τί δουλειά έκανε, αν εργαζόταν, ή αν είχε βγει στη σύνταξη. Όταν ήθελαν να πουν γι' αυτόν, επειδή σε κανέναν δεν είχε ποτέ συστηθεί, τον αποκαλούσαν, ο ποιητής. Νομίζω πως αυτός που του είχε κολλήσει το παρατσούκλι ήταν ένας γείτονας που κάθισε μια φορά δίπλα του στο λεωφορείο. Είπε σε όλους στο καφενείο, πως κοίταξε διακριτικά μέσα στις σελίδες και ενώ η γλώσσα που έγραφε το βιβλίο ήταν σίγουρα ελληνικά, εντούτοις δεν είχε καταλάβει λέξη απ' τα λίγα που πρόλαβε να διαβάσει.
Ήταν λέει, ένα δερματόδετο μπορντό βιβλίο, μικρό, αλλά όχι τσέπης, με χρυσά γράμματα απ' έξω. Απ' το εξώφυλλο και απ' τα ακαταλαβίστικα ελληνικά του, έβγαλε το συμπέρασμα πως ήταν βιβλίο με ποίηση και έτσι, από κείνη τη μέρα, άρχισαν να τον φωνάζουν ποιητή.
Ο ποιητής, που κανείς δεν ήξερε αν πράγματι ήταν ή ακόμα κι αν του άρεσε ή απεχθανόταν την ποίηση, ποτέ δεν έμαθε πως όλη η γειτονιά έτσι τον προσφωνούσε πίσω από την πλάτη του. Μπροστά του κανένας δεν τόλμησε ποτέ να τον αποκαλέσει έτσι, δεν έδινε δικαιώματα για περαιτέρω οικειότητες, αλλά ούτε οι γείτονές του είχαν πρόθεση να τον κοροϊδέψουν. Για ευκολία δική τους μάλλον το έκαναν, γιατί στα κουτσομπολιά έπρεπε να έχουν ένα όνομα για να αποκαλούν τον καθένα.
Για τον ποιητή δεν είχαν και πολλά να πουν στο καφενείο. Κατά βάθος τους πείραζε που δεν είχε έρθει ούτε μια φορά στο καφενείο, κάποιοι τον έλεγαν ψηλομύτη γι’ αυτό, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο μαγαζί διασκέδασης τον είχε συναντήσει κανείς ή στο ΚΑΠΗ, παρόλο που δεν ήταν τόσο ηλικιωμένος για να πηγαίνει.
Στη βιβλιοθήκη τον έβλεπαν που πήγαινε συχνά, αλλά ούτε κι εκεί γνώριζαν το όνομά του, αρνήθηκε μάλιστα να του εκδώσουν κάρτα μέλους. Δε δανειζόταν βιβλία, είχε άφθονα λέει στο σπίτι του, μονάχα τις παλιές εκδόσεις της βιβλιοθήκης, εκείνες τις σκονισμένες, που κανείς δε διάβαζε, επισκεπτόταν και κοιτούσε. Πολλές φορές, έπαιρνε κάποιο παμπάλαιο βιβλίο απ’ το ράφι, έβγαζε το λευκό μαντήλι του και το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το ξεφύλλιζε με δέος και μετά το τοποθετούσε πίσω στη θέση του. Οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης έλεγαν πως τον άκουγαν καμιά φορά να τους μιλά όση ώρα τα ξεφύλλιζε.
Ήταν ευγενής, είχε αριστοκρατικό παρουσιαστικό και καλούς τρόπους, δε μπορούσε να τον πει κανείς  γεροπαράξενο. Μιλούσε σε όλους στον πληθυντικό, ανεξαρτήτου ηλικίας, και μειδιούσε όταν αντίκριζε μικρά παιδιά.
Όταν τον έβλεπαν με σακούλες στα χέρια, απ’ το βάρος και τον όγκο, υπέθεταν πως ήταν γεμάτες βιβλία.
Κάποιοι υπέθεταν επίσης πως ήταν ένας εκκεντρικός συλλέκτης παλιών βιβλίων, άλλοι έλεγαν πως μάλλον ήταν ένας άκληρος εκατομμυριούχος, τα ρούχα του έδειχναν πανάκριβα, αλλά κανείς δεν ήξερε την αλήθεια.
Μια μέρα, ένα σούσουρο άρχισε στη γειτονιά, δεν τον είχαν δει αρκετές βδομάδες τώρα και άρχισαν να το σχολιάζουν με ενδιαφέρον την εξαφάνισή του. Όχι πως κάθε μέρα τον συναντούσαν στο δρόμο ή στη στάση, κάθε άλλο, αλλά μια φορά τη βδομάδα έκανε την εμφάνισή του, φορτωμένος με βαριές σακούλες ή περίμενε το αστικό διαβάζοντας προσηλωμένος το βιβλίο του.
Τα κουτσομπολιά έλεγαν πως πέθανε γι’ αυτό είχαν να τον δουν καιρό, κάποιος είπε πως άκουσε ότι αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με την καρδιά του, αλλά αρνιόταν να πάρει την αγωγή που του σύστηνε η κλασσική ιατρική. Δεν ήταν πως δεν εμπιστευόταν τους επιστήμονες, αστεία πράγματα έλεγε ο κόσμος, απλά δεν ήθελε να παρέμβει στις αποφάσεις της φύσης, δε θα πήγαινε κόντρα στη θέλησή της. Άλλοι πάλι έλεγαν, πως δεν ήθελε να εναντιωθεί στη μοίρα του, άλλοι πως πίστευε πολύ στο Θεό.
Το σούσουρο έλεγε πως πράγματι είχε πεθάνει και πως είχε συντάξει σε συμβολαιογράφο μια μεγάλη και καθόλου συνηθισμένη διαθήκη.
Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν όταν ένας συμβολαιογράφος κάλεσε όποιον ήθελε απ’ τη γειτονιά να παραστεί στο επίσημο άνοιγμά της. Κάποιοι ήταν περισσότερο περίεργοι απ’ τους άλλους και πήγαν.
Εκεί έμαθαν το όνομά του και πως ήταν φημισμένος ζωγράφος, αλλά και συλλέκτης σπάνιων έργων τέχνης και βιβλίων. Ζούσε μόνιμα  στο εξωτερικό, είχε πάει για να σπουδάσει. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ήταν άκληρος, χωρίς συγγενείς και γύρισε πριν αρκετά χρόνια πίσω στην πατρίδα. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στη γειτονιά. Σ’ αυτή τη γειτονιά ήρθαν κάποτε και ρίζωσαν οι παππούδες του, γι' αυτό τη διάλεξε.
Στο άνοιγμα της διαθήκης παραβρέθηκαν πολλοί απλοί άνθρωποι, αλλά και προύχοντες του τόπου, ο Δήμαρχος, Διευθυντές σχολείων, ο προϊστάμενος της δημοτικής βιβλιοθήκης,  ένας γνωστός εργολάβος της πόλης. Όλοι άκουγαν και δεν πίστευαν στ' αυτιά τους τη γενναιοδωρία αυτού του μοναχικού και ιδιόρρυθμου ανθρώπου.
Δώριζε την τεράστια συλλογή πινάκων και σπάνιων βιβλίων που είχε στην κατοχή του, νόμιμα με τα’ αυθεντικά πιστοποιητικά τους, στην πόλη και μάλιστα είχε φροντίσει, μετά θάνατον,  να κατασκευαστεί ένας μεγάλος πολιτιστικός χώρος για να τα φιλοξενήσει. Ζητούσε από το Δήμαρχο να γίνονται πάσης φύσης εκθέσεις, κυρίως νέων και πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνώ. Μάλιστα είχε προνοήσει να βοηθιούνται οικονομικά όσοι αντιμετώπιζαν οικονομικά και βιοποριστικά προβλήματα, ώστε ανενόχλητοι όπως έγραφε ιδιοχείρως στη διαθήκη, ν' ασχολούνται με το πάθος τους, τη ζωγραφική ή όποια άλλη καλλιτεχνία αγαπούσαν.
Όλοι κοιτάζονταν σαστισμένοι μεταξύ τους, δε μιλούσαν, είχαν μείνει εμβρόντητοι και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ένιωθαν λιγάκι άσχημα που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, όσο ήταν ακόμα στη ζωή. Θα ήθελαν να είχαν την ευκαιρία να τον ευχαριστήσουν όσο ήταν ακόμα ζωντανός.
Στη διαθήκη του, ο εκκεντρικός ζωγράφος,  είχε απαιτήσει συν τοις άλλοις, με τα χρήματα που θα περίσσευαν, τα ποσά που έκανε δωρεά ήταν τεράστια, να φτιαχτούν παιδικές χαρές και χώροι αθλοπαιδιών στη γειτονιά.
Όμως μέσα σε όλες τις παράξενες επιθυμίες του μακαρίτη, μία τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση και σίγουρα θα συζητιόταν για χρόνια. Ζήτησε να προσληφθεί ένας ακόμα υπάλληλος στη δημοτική βιβλιοθήκη, με δαπάνες μισθού δικές του. Έπρεπε να είναι βιβλιόφιλος και να μην είχε δημιουργήσει οικογένεια, ούτε να είχε δικά του παιδιά. Η μοναδική υποχρέωση αυτού του υπαλλήλου θα ήταν, καθημερινά να φροντίζει τα ράφια με τα παλιά βιβλία. Θα έπρεπε μονάχα να τα ξεσκονίζει προσεκτικά και να τους μιλάει τρυφερά για να μη νιώθουν μοναξιά. Ο υπάλληλος αυτός, μετά τη συνταξιοδότησή του, θα κληρονομούσε στο όνομά του το διαμέρισμά του εκλιπόντος. Ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο διαμέρισμα, μεγάλο, επιπλωμένο, λειτουργικό, με όλα τα πάγιά του προπληρωμένα. Στην κεντρική κρεβατοκάμαρα υπήρχε μια βιβλιοθήκη με τα πιο αγαπημένα και σπάνια βιβλία του μακαρίτη. Αν δεν είχε δικό του σπίτι ή κάπου να μείνει, θα μπορούσε να μετακομίσει σ’ αυτό από την πρώτη μέρα που θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του στη βιβλιοθήκη.


Μαρία Φουσταλιεράκη 3-9-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...