Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ (απόσπασμα)


Κάθισε ανακούρκουδα στο πάτωμα, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια και με τα δυο χέρια τύλιξε αγκαλιά το κορμί της που σπάραζε. Ήχος όμως δεν έβγαινε στον αέρα.
Κουνιόταν ρυθμικά μπρος και πίσω και το κλάμα ακουγόταν σαν κελαριστό μουρμουρητό.

Σε κάθε μπρος, τα χείλη, άηχα επαναλάμβαναν τη φράση, παιδί μου, σταλάζοντας μέσα της τη λιγοστή δύναμη που της έμεινε.

Σε κάθε πίσω, τα σφαλιστά μάτια άνοιγαν κι εκλιπαρούσαν για συγχώρεση.

Πέρασαν ώρες και ώρες, μα εκείνη δεν είχε αλλάξει θέση. Οι φυσικές της ανάγκες είχαν πέσει από καιρό σε λήθαργο.
Δεν πεινούσε, δεν διψούσε, δε χρειαζόταν να επισκεφθεί το μπάνιο.
Όσο για τον ύπνο, είχε χάσει την αίσθηση του πραγματικότητας.
Και ξύπνια και κοιμισμένη, ο πόνος της έσχιζε στα δυο την καρδιά.

Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία εκείνη την ώρα. Είχε κατεβάσει το γενικό διακόπτη του ρεύματος, είχε απενεργοποιήσει τα κινητά τηλέφωνα και είχε βγάλει απ’ την πρίζα το σταθερό.
Τα σφαλισμένα ως κάτω πατζούρια σ’ όλο το σπίτι, δήλωναν πως οι ένοικοί του απουσίαζαν.

Στο τέρμα του δρόμου βρισκόταν το σπίτι τους, εκείνη, ο μοναχογιός της κι ο αγώνας του για να ζήσει.

Ήξερε απ’ την ώρα που της το είχε ζητήσει, πως θα’ βρισκε τη δύναμη να το κάνει.
Είχε κοιλοπονέσει πολύ όταν τον γέννησε. Τον Άγγελό της. Ακριβώς όπως πονούσε σήμερα κι εκείνος.
Τότε εκείνη πονούσε στο κορμί. Τώρα εκείνος πονούσε και στην ψυχή.

Μέσα απ’ το κλειδωμένο δωμάτιο δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος ή ήχος. Ένιωσε ανακούφιση.
Τελειώνει σιγά – σιγά το μαρτύριό του, σκέφτηκε. Μακάρι να είχε κοιμηθεί επιτέλους απ’ την εξάντληση.

Οι τελευταίες μέρες ήταν κάτι παραπάνω από εφιαλτικές.
Είχε έρθει αποφασισμένος να ζήσει. Ήθελε να της μιλήσει. Να της πει αλλιώτικα λόγια οπ’ αυτά που της έλεγε τις άλλες φορές.

Δεν ήρθε για να της δώσει υποσχέσεις και όρκους που θα καταπατούσε μόνος του μερικές μέρες μετά.

Ήρθε αποφασισμένος να της πει αυτά που ένιωθε και τι είχε αποφασίσει.
Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τα περιθώρια είχαν στενέψει επικίνδυνα.
Αν συνέχιζε να δηλητηριάζει τον οργανισμό του, το τέλος του δε θ’ αργούσε να έρθει.
Τα ζωτικά του όργανα, το κορμί του, θα κατέρρεαν όλα απ’ τη χρόνια κι εξοντωτική κατάχρηση.

Και ήταν κρίμα. Ήταν ακόμα νέος. Πολύ νέος για να πεθάνει.
Είχε πάρει την απόφασή του. Ήθελε να ζήσει. Ήθελε στ’ αλήθεια να ζήσει.
Σ’ ένα κόσμο καθαρό. Γεμάτο χρώματα, αισθήματα και γεύσεις.

Γι’ αυτό ήρθε στη μάνα.

Για να της το πει και να ζητήσει τη βοήθειά της.
Για τελευταία φορά.

Ήξερε καλά πως το δικό της λιμάνι είχε βράχια ανθεκτικά.
Κι αυτός χρειαζόταν ανθεκτικά βράχια  αυτή τη στιγμή.

Για να κοπανάει πάνω τους, όσο θα χρειαζόταν,  το κορμί και το μυαλό του. Μέχρι να φύγει για πάντα ο θάνατος από μέσα του.
Ο θάνατος που για τελευταία φορά έβαλε σήμερα το πρωί στις ταλαιπωρημένες φλέβες του.

‘Ο,τι και να γίνει, αυτή την πόρτα να μην την ξεκλειδώσεις πριν απ’ τη μέρα που σου είπα.
Σ’ αγαπώ μάνα και συγγνώμη για όλα, της είπε.

Συγγνώμη για τα πριν. Συγγνώμη για τα τώρα. Συγγνώμη και γι’ αυτά που θα γίνουν τις επόμενες ώρες.

Η μάνα συμφώνησε βουβά, κοιτάζοντάς τον μόνο στα μάτια.
Βουβά του ορκίστηκε πως θα συνεχίσει να είναι στο πλάι του.
Για όσο.
Βουβά κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Την πόρτα του παλιού του δωματίου. Του παιδικού.

Κάθισε ανακούρκουδα στο πάτωμα, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια κι έκανε τάμα πως δε θα κουνήσει απ’ τη θέση της μέχρι να’  ρθει η ώρα που θα μπορεί να ξεκλειδώσει το δωμάτιο.

Ορκίστηκε στο Θεό πως δε θ’ ανοίξει τα χείλη μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα.
Τήρησε όλους τους όρκους και τα τάματα.

Βουβή και καθισμένη έξω απ’ την πόρτα του γιου της, άκουγε και ένιωθε μόνο το δικό του μαρτύριο. Τα δικά της αισθήματα δεν τα ένιωθε.
Για το καλό και των δυο τους τα είχε κλειδώσει κι αυτά μαζί με το παιδί της που πονούσε.

Θα ξαναένιωθε, μόλις θα ‘βλεπε το παιδί της να βγαίνει ζωντανό απ’ το κλειδωμένο δωμάτιο. Τότε που θα ξαναγύριζε στη ζωή.

Χαλασμός είχε γίνει σ’ αυτό το δωμάτιο πριν από μέρες. Σπασμένα έπιπλα, σπασμένα όνειρα, κραυγές απελπισίας μπερδεμένες με βρισιές, απειλές, ικεσίες, δάκρυα και υποσχέσεις.
Όταν κυρίευε το μυαλό η στέρηση, ούρλιαζε σαν πληγωμένο ζώο και την καταριόταν πως δεν τον αγαπούσε αφού δεν του ξεκλείδωνε την πόρτα-φυλακή.

Οι κατάρες, σέρνονταν σα δηλητηριώδη φίδια κάτω απ’ τη χαραμάδα της πόρτας κι ύπουλα περικύκλωναν τη μάνα για να της επιτεθούν.

Σε κάθε μπρος που κουνιόταν το κορμί της απ’ τους βουβούς λυγμούς, άνοιγε λιγάκι τα χέρια και τα καλωσόριζε.
Σφιχτά στην αγκαλιά της τα έπαιρνε. Αυτά μόλις άκουγαν τους χτύπους της καρδιάς της, σταματούσαν το ανάθεμα και κοιμόταν γαληνεμένα στον κόρφο της.

Μαζί τους συνέχιζε το μπρος – πίσω χωρίς να σταματά.

Σαν εκκρεμές από σάρκα.

Σε κάθε μπρος το θάνατο αγκάλιαζε.

Σε κάθε πίσω τον μετέτρεπε σε ζωή.

Ακριβώς όπως τότε που τον έφερε στον κόσμο. Τον Άγγελό της.
Το μονάκριβο παιδί της.

Αυτή η σκέψη της έδινε το κουράγιο που χρειαζόταν.

Κάθε λεπτό που περνούσε ήταν και μια νίκη.

Κάθε λεπτό που άντεχε, ήταν Ζωή.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…..


Μαρία Φουσταλιεράκη 28-11-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...