Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ


Στη γειτονιά όλοι τον ήξεραν. Μεγάλος σε ηλικία, αλλά όχι γέρος,  σοβαρός, αλλά ιδιαίτερα ευγενικός, καλοντυμένος και πάντα αφηρημένος.
Στη στάση του λεωφορείου όταν περίμενε, στην ουρά για να πληρώσει τα ψώνια, έξω από την τράπεζα μέχρι ν' ανοίξει κάθε πρωτομηνιά, όλοι τον έβλεπαν απορροφημένο κάτι να διαβάζει.
Συνήθως είχε ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης, όχι απ' αυτά με το μαλακό εξώφυλλο που τσακίζονται εύκολα οι σελίδες τους, απ' τ άλλα, απ’ αυτά με το σκληρόδετο εξώφυλλο καλής έκδοσης.
Όση ώρα διάβαζε τίποτα δεν του αποσπούσε την προσοχή, δεν κοίταζε ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, όμως δε χρειαζόταν να του πει κάποιος πως έφτασε το λεωφορείο ή να τον σκουντήξουν για να προχωρήσει η ουρά. Είχε μια αντίληψη για τον έξω κόσμο θαρρείς εσωτερική, που όμως δεν τον απομάκρυνε απ' αυτόν που κρυβόταν μέσα στα βιβλία του.
Κανένας δε γνώριζε ακριβώς που έμενε, παρόλο που ζούσε πολλά χρόνια στην περιοχή. Ούτε κανένας ήξερε τί δουλειά έκανε, αν εργαζόταν, ή αν είχε βγει στη σύνταξη. Όταν ήθελαν να πουν γι' αυτόν, επειδή σε κανέναν δεν είχε ποτέ συστηθεί, τον αποκαλούσαν, ο ποιητής. Νομίζω πως αυτός που του είχε κολλήσει το παρατσούκλι ήταν ένας γείτονας που κάθισε μια φορά δίπλα του στο λεωφορείο. Είπε σε όλους στο καφενείο, πως κοίταξε διακριτικά μέσα στις σελίδες και ενώ η γλώσσα που έγραφε το βιβλίο ήταν σίγουρα ελληνικά, εντούτοις δεν είχε καταλάβει λέξη απ' τα λίγα που πρόλαβε να διαβάσει.
Ήταν λέει, ένα δερματόδετο μπορντό βιβλίο, μικρό, αλλά όχι τσέπης, με χρυσά γράμματα απ' έξω. Απ' το εξώφυλλο και απ' τα ακαταλαβίστικα ελληνικά του, έβγαλε το συμπέρασμα πως ήταν βιβλίο με ποίηση και έτσι, από κείνη τη μέρα, άρχισαν να τον φωνάζουν ποιητή.
Ο ποιητής, που κανείς δεν ήξερε αν πράγματι ήταν ή ακόμα κι αν του άρεσε ή απεχθανόταν την ποίηση, ποτέ δεν έμαθε πως όλη η γειτονιά έτσι τον προσφωνούσε πίσω από την πλάτη του. Μπροστά του κανένας δεν τόλμησε ποτέ να τον αποκαλέσει έτσι, δεν έδινε δικαιώματα για περαιτέρω οικειότητες, αλλά ούτε οι γείτονές του είχαν πρόθεση να τον κοροϊδέψουν. Για ευκολία δική τους μάλλον το έκαναν, γιατί στα κουτσομπολιά έπρεπε να έχουν ένα όνομα για να αποκαλούν τον καθένα.
Για τον ποιητή δεν είχαν και πολλά να πουν στο καφενείο. Κατά βάθος τους πείραζε που δεν είχε έρθει ούτε μια φορά στο καφενείο, κάποιοι τον έλεγαν ψηλομύτη γι’ αυτό, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο μαγαζί διασκέδασης τον είχε συναντήσει κανείς ή στο ΚΑΠΗ, παρόλο που δεν ήταν τόσο ηλικιωμένος για να πηγαίνει.
Στη βιβλιοθήκη τον έβλεπαν που πήγαινε συχνά, αλλά ούτε κι εκεί γνώριζαν το όνομά του, αρνήθηκε μάλιστα να του εκδώσουν κάρτα μέλους. Δε δανειζόταν βιβλία, είχε άφθονα λέει στο σπίτι του, μονάχα τις παλιές εκδόσεις της βιβλιοθήκης, εκείνες τις σκονισμένες, που κανείς δε διάβαζε, επισκεπτόταν και κοιτούσε. Πολλές φορές, έπαιρνε κάποιο παμπάλαιο βιβλίο απ’ το ράφι, έβγαζε το λευκό μαντήλι του και το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το ξεφύλλιζε με δέος και μετά το τοποθετούσε πίσω στη θέση του. Οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης έλεγαν πως τον άκουγαν καμιά φορά να τους μιλά όση ώρα τα ξεφύλλιζε.
Ήταν ευγενής, είχε αριστοκρατικό παρουσιαστικό και καλούς τρόπους, δε μπορούσε να τον πει κανείς  γεροπαράξενο. Μιλούσε σε όλους στον πληθυντικό, ανεξαρτήτου ηλικίας, και μειδιούσε όταν αντίκριζε μικρά παιδιά.
Όταν τον έβλεπαν με σακούλες στα χέρια, απ’ το βάρος και τον όγκο, υπέθεταν πως ήταν γεμάτες βιβλία.
Κάποιοι υπέθεταν επίσης πως ήταν ένας εκκεντρικός συλλέκτης παλιών βιβλίων, άλλοι έλεγαν πως μάλλον ήταν ένας άκληρος εκατομμυριούχος, τα ρούχα του έδειχναν πανάκριβα, αλλά κανείς δεν ήξερε την αλήθεια.
Μια μέρα, ένα σούσουρο άρχισε στη γειτονιά, δεν τον είχαν δει αρκετές βδομάδες τώρα και άρχισαν να το σχολιάζουν με ενδιαφέρον την εξαφάνισή του. Όχι πως κάθε μέρα τον συναντούσαν στο δρόμο ή στη στάση, κάθε άλλο, αλλά μια φορά τη βδομάδα έκανε την εμφάνισή του, φορτωμένος με βαριές σακούλες ή περίμενε το αστικό διαβάζοντας προσηλωμένος το βιβλίο του.
Τα κουτσομπολιά έλεγαν πως πέθανε γι’ αυτό είχαν να τον δουν καιρό, κάποιος είπε πως άκουσε ότι αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με την καρδιά του, αλλά αρνιόταν να πάρει την αγωγή που του σύστηνε η κλασσική ιατρική. Δεν ήταν πως δεν εμπιστευόταν τους επιστήμονες, αστεία πράγματα έλεγε ο κόσμος, απλά δεν ήθελε να παρέμβει στις αποφάσεις της φύσης, δε θα πήγαινε κόντρα στη θέλησή της. Άλλοι πάλι έλεγαν, πως δεν ήθελε να εναντιωθεί στη μοίρα του, άλλοι πως πίστευε πολύ στο Θεό.
Το σούσουρο έλεγε πως πράγματι είχε πεθάνει και πως είχε συντάξει σε συμβολαιογράφο μια μεγάλη και καθόλου συνηθισμένη διαθήκη.
Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν όταν ένας συμβολαιογράφος κάλεσε όποιον ήθελε απ’ τη γειτονιά να παραστεί στο επίσημο άνοιγμά της. Κάποιοι ήταν περισσότερο περίεργοι απ’ τους άλλους και πήγαν.
Εκεί έμαθαν το όνομά του και πως ήταν φημισμένος ζωγράφος, αλλά και συλλέκτης σπάνιων έργων τέχνης και βιβλίων. Ζούσε μόνιμα  στο εξωτερικό, είχε πάει για να σπουδάσει. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, ήταν άκληρος, χωρίς συγγενείς και γύρισε πριν αρκετά χρόνια πίσω στην πατρίδα. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στη γειτονιά. Σ’ αυτή τη γειτονιά ήρθαν κάποτε και ρίζωσαν οι παππούδες του, γι' αυτό τη διάλεξε.
Στο άνοιγμα της διαθήκης παραβρέθηκαν πολλοί απλοί άνθρωποι, αλλά και προύχοντες του τόπου, ο Δήμαρχος, Διευθυντές σχολείων, ο προϊστάμενος της δημοτικής βιβλιοθήκης,  ένας γνωστός εργολάβος της πόλης. Όλοι άκουγαν και δεν πίστευαν στ' αυτιά τους τη γενναιοδωρία αυτού του μοναχικού και ιδιόρρυθμου ανθρώπου.
Δώριζε την τεράστια συλλογή πινάκων και σπάνιων βιβλίων που είχε στην κατοχή του, νόμιμα με τα’ αυθεντικά πιστοποιητικά τους, στην πόλη και μάλιστα είχε φροντίσει, μετά θάνατον,  να κατασκευαστεί ένας μεγάλος πολιτιστικός χώρος για να τα φιλοξενήσει. Ζητούσε από το Δήμαρχο να γίνονται πάσης φύσης εκθέσεις, κυρίως νέων και πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνώ. Μάλιστα είχε προνοήσει να βοηθιούνται οικονομικά όσοι αντιμετώπιζαν οικονομικά και βιοποριστικά προβλήματα, ώστε ανενόχλητοι όπως έγραφε ιδιοχείρως στη διαθήκη, ν' ασχολούνται με το πάθος τους, τη ζωγραφική ή όποια άλλη καλλιτεχνία αγαπούσαν.
Όλοι κοιτάζονταν σαστισμένοι μεταξύ τους, δε μιλούσαν, είχαν μείνει εμβρόντητοι και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ένιωθαν λιγάκι άσχημα που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, όσο ήταν ακόμα στη ζωή. Θα ήθελαν να είχαν την ευκαιρία να τον ευχαριστήσουν όσο ήταν ακόμα ζωντανός.
Στη διαθήκη του, ο εκκεντρικός ζωγράφος,  είχε απαιτήσει συν τοις άλλοις, με τα χρήματα που θα περίσσευαν, τα ποσά που έκανε δωρεά ήταν τεράστια, να φτιαχτούν παιδικές χαρές και χώροι αθλοπαιδιών στη γειτονιά.
Όμως μέσα σε όλες τις παράξενες επιθυμίες του μακαρίτη, μία τους έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση και σίγουρα θα συζητιόταν για χρόνια. Ζήτησε να προσληφθεί ένας ακόμα υπάλληλος στη δημοτική βιβλιοθήκη, με δαπάνες μισθού δικές του. Έπρεπε να είναι βιβλιόφιλος και να μην είχε δημιουργήσει οικογένεια, ούτε να είχε δικά του παιδιά. Η μοναδική υποχρέωση αυτού του υπαλλήλου θα ήταν, καθημερινά να φροντίζει τα ράφια με τα παλιά βιβλία. Θα έπρεπε μονάχα να τα ξεσκονίζει προσεκτικά και να τους μιλάει τρυφερά για να μη νιώθουν μοναξιά. Ο υπάλληλος αυτός, μετά τη συνταξιοδότησή του, θα κληρονομούσε στο όνομά του το διαμέρισμά του εκλιπόντος. Ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο διαμέρισμα, μεγάλο, επιπλωμένο, λειτουργικό, με όλα τα πάγιά του προπληρωμένα. Στην κεντρική κρεβατοκάμαρα υπήρχε μια βιβλιοθήκη με τα πιο αγαπημένα και σπάνια βιβλία του μακαρίτη. Αν δεν είχε δικό του σπίτι ή κάπου να μείνει, θα μπορούσε να μετακομίσει σ’ αυτό από την πρώτη μέρα που θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του στη βιβλιοθήκη.


Μαρία Φουσταλιεράκη 3-9-2017

ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΒΡΩ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ


Σήμερα θα βρω το θάρρος να το κάνω, ξέρω πως καιρό τώρα το αναβάλω, αλλά τα περιθώρια στένεψαν. Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να γράψω αυτό το γράμμα, αλλά πρέπει να το κάνω. Χρόνια τώρα το οφείλω πρώτα σε σένα, και μετά στον εαυτό μου.
Τ' αποφάσισα. Σήμερα θα γράψω το γράμμα που πρέπει να φτάσει επειγόντως στα χέρια σου, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση.
Ο καιρός νομίζω πως είναι υπέροχος. Δε βρέχει, δεν είναι νύχτα, δε φοβάμαι, άρα δε μπορώ να βρω καμιά δικαιολογία για να μην το κάνω.
Βέβαια υπάρχει αυτή η καταχνιά στο δωμάτιο, που μπαίνει και μέσα στις σκέψεις μου χωρίς να το θέλω, αλλά αυτή υπάρχει κάθε μέρα, τη συνήθισα. Σαν κακό συγκάτοικο που φοβάσαι να του μιλήσεις για έξωση.
Πίσω απ' την κουρτίνα άνθισε χθες μια γλάστρα. Τη θεωρούσα πεθαμένη. Δεν ξέρω πώς έγινε. Έχω πολύ καιρό να την ποτίσω. Πολλά που θεωρούσα νεκρά, κόντρα στις στατιστικές και στη συνήθεια, παραμένουν ζωντανά. Σαν τις εικόνες που έχω μέσα στο κεφάλι μου.
Όχι, όχι, δεν πρέπει να ξεκινάει έτσι ένα γράμμα. Όχι τόσο μπερδεμένα. Θα σου προκαλέσει απορίες που δε θα μπορώ να σου λύσω. Ήδη αυτά που πρέπει να σου ομολογήσω, δεν είναι εύκολα.
Τώρα που το σκέφτομαι, έχω ξεπεράσει κατά πολύ τις αντοχές μου μ' αυτή την απόφαση που πήρα͘ να σου γράψω ένα γράμμα καθυστερημένο.
Σκέψου μόνο, πως κάθομαι εδώ και ώρες μπροστά σε μια λευκή σελίδα και την κοιτάζω. Κοιτάζω και το στυλό που έχω ακουμπήσει δίπλα της, αλλά δεν αποφασίζω να τον πάρω στα χέρια μου.
Φοβάμαι πως αν ακουμπήσει τα δάχτυλά μου, θ' αρχίσω να γράφω σαν τρελή. Στο χαρτί και στις δυο πλευρές του, στα έπιπλα, στους τοίχους, παντού, και θα τον αφήσω κάτω μόνο όταν πονέσει το χέρι μου.
Διψάω πολύ, αλλά δεν σηκώνομαι να πιω νερό. Νομίζω πως θα ξεχάσω τί θέλω να σου γράψω αν αλλάξω θέση, γι' αυτό κοιτάζω ακίνητη τόσες ώρες το χαρτί και σκέφτομαι. Πρέπει να χωρέσω σε μια σελίδα όλα όσα έχω να σου πω.
Χθες έσκισα όλα τα τετράδια που είχαν καθαρές σελίδες και μουτζούρωσα όλα τα χαρτιά περιτυλίγματος που βρήκα κρυμμένα στο στρώμα. Για να μη μπω σε πειρασμό και σου γράψω πολλά.
Ο γιατρός επιμένει πως θα νιώσω καλύτερα άμα σου γράψω, πως θα μου κάνει καλό. Επιμένει, κι γω πάντα συμφωνώ και κουνάω το κεφάλι καταφατικά, αλλά στο τέλος δεν το κάνω. Με τρομάζει η σκέψη πως θα νιώσω καλύτερα. Έχω ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις καλύτερα. Είναι μεγάλη αλλαγή αυτή και δεν ξέρω αν μπορώ να την αντιμετωπίσω.
Σήμερα όμως τ' αποφάσισα και είμαι έτοιμη να δεχτώ τις συνέπειες. Φοβάμαι, αλλά θα το κάνω. Θα σου γράψω το γράμμα που θα σου τα εξηγεί όλα. Κυρίως θέλω να σου πω γιατί δεν ήμουν εκεί να σ' αποχαιρετίσω. Δεν είναι πως δεν ήθελα, αλήθεια. Θυμάμαι πως ήθελα να σε δω και να σ' αγκαλιάσω. Δεν έχει σημασία που εσύ έφυγες μόνος σου, χωρίς εμένα. Στ' αλήθεια έφυγες ή μήπως εγώ σ' εγκατέλειψα;
Πολλές φορές οι σκέψεις μπερδεύονται μέσα στο μυαλό μου και δεν ξέρω ποια είναι η αλήθεια.
Μερικές φορές νομίζω πως εγώ είμαι ο φυγάς και πως εσύ έμεινες πίσω να περιμένεις γράμμα.
Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσω στο γιατρό και να τον ρωτήσω. Αυτός σίγουρα ξέρει. Όλα τα ξέρει, γιατί θυμάμαι πως του τα έχω πει.
Όχι, δεν είναι καλή ιδέα, δε θα του τηλεφωνήσω, πρέπει να μείνω ακίνητη στη θέση μου μέχρι να τελειώσω το γράμμα σου. Καλύτερα να μην ξέρει πως σήμερα θα σου γράψω γράμμα, μπορεί να μη με πιστέψει όταν του το πω.
Πολλές φορές ως τώρα υποσχέθηκα πως θα το κάνω, μα κάθε φορά αθετώ την υπόσχεσή μου. Δεν το θέλω, μα το κάνω. Ποτέ στη ζωή μου δε θυμάμαι ν’ αθετώ υπόσχεση, εκτός απ' αυτήν.
Παλιά ήμουν διαφορετική. Έμοιαζα με τους άλλους ανθρώπους και ζούσα όπως αυτοί. Τώρα δεν ξέρω καν αν ζω. Ούτε τί μέρα έχουμε σήμερα δεν ξέρω. Την εποχή την υπολογίζω από τα ρούχα που φοράω. Τώρα ας πούμε, πρέπει να είναι άνοιξη ή αρχές φθινοπώρου. Μοιάζουν αυτές οι εποχές μεταξύ τους και τις μπερδεύω.
Δεν κρυώνω, τα παράθυρα είναι όλα κλειστά. Έτσι κι αλλιώς πάντα κλειστά είναι τα παράθυρα στο σπίτι.
Έχουν μαγκώσει και δεν ανοίγουν. Και οι κουρτίνες δεν ανοίγουν, έχουν μαγκώσει κι αυτές, αλλά όταν έχει έξω ήλιο, το φως του περνάει και φτάνει ως στο δωμάτιό μου.
Σήμερα είναι μέρα καθαριότητας. Το ξέχασα. Πρέπει να σκουπίσω τις σκόνες απ’ το πάτωμα πριν αρχίσω να σου γράφω.
Κάθε μέρα σκουπίζω όλο το πάτωμα, αλλά κάθε μέρα, καινούργιες σκόνες έρχονται να μ’ επισκεφθούν.
Μπορεί να φταίει η σκούπα που έχει γεράσει και την ξεγελάνε οι σκόνες, αλλά ποιος φταίει για τα γεράματά του;
Δε με πειράζει που αναγκάζομαι να καθαρίζω κάθε μέρα. Το δωμάτιο είναι μικρό και δε μου παίρνει πάνω από μια ώρα να το σκουπίσω όλο. Όλο το σπίτι είναι μικρό, αλλά δε μπορώ να μπω στα υπόλοιπα δωμάτια. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες και κάπου έχω βάλει τα κλειδιά, αλλά ξέχασα πού.
Περίμενε σε παρακαλώ μια ώρα να σκουπίσω το δωμάτιο και μετά θα σου γράψω το γράμμα. Σήμερα το πήρα απόφαση, θα το κάνω, αλήθεια. Να τώρα, αυτή τη στιγμή ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω, αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ να συγκεντρωθώ με τόση βρωμιά που βλέπω στο πάτωμα.
Μου αποσπά την προσοχή και είναι πολύ σημαντικά αυτά που πρόκειται να σου γράψω. Καμιά άλλη σκέψη δεν πρέπει να μου αποσπά το μυαλό εκτός από τη μορφή σου.


Μαρία Φουσταλιεράκη 2-9-2017

ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΑΣΗΜΑΝΤΑ Ο ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ


Επιμελείς στο σχολείο, νύχια από άγχος φαγωμένα,
ονειροπόλοι έφηβοι, με σχέδια και στόχους υψηλούς,
ακούραστα μεταφέραμε σε χαρτί
μαθήματα που μαθαίναμε απ' έξω.

Οι καρδούλες στο περιθώριο
πρωτόλεια άσκηση γραφής

Τώρα όλα τα γράφουμε μ' ανεξίτηλο στυλό
και γελάμε τρανταχτά μ' όσους αναφωνούν σαστισμένοι:
Μα είστε ανάλγητο τέρας ψυχραιμίας!

Φαίνεται γέρασαν κι ακόμα δεν κατάλαβαν
διαφορά ανάμεσα σε σαρκασμό και αναισθησία.


Μαρία Φουσταλιεράκη 1-9-2017

ΤΣΑΛΑΚΩΝΟΥΜΕ Ο, ΤΙ ΘΥΜΙΖΕΙ ΑΓΑΠΗ


Στα χωράφια με τα στάρια μάθαμε για την αγάπη,
ο έρωτας ανέγγιχτος περίμενε στα ρούχα,
ιδρώναμε, αλλά φέρναμε και κορίτσια στα παιχνίδια,
ως το βράδυ, μούσκεμα γινόταν ρούχα και τσουλούφια.
Αποφόρια των αδερφών προβάραμε κρυφά,
το μπόι σημειώναμε όταν ξημέρωνε στον τοίχο.
Την ενηλικίωση έφερε μια νύχτα μαγική,
το επόμενο πρωί'
φόβο και απόγνωση ήπιαμε στον καφέ μας.
Μάθαμε δαχτυλίδια να φτιάχνουμε με οργασμούς,
μα τσαλακώναμε κρυφά ό,τι μας θύμιζε αγάπη.
Όρκους πατούσαμε υπογράφοντας φωναχτά,
όλοι επίπλαστοι, να ταιριάζουν στις επιλογές μας.
Εσύ θυμάμαι, περίμενες τη ζωή σε μια γωνιά,
επιλογές λουζόσουν που πάντοτε μύριζαν θυμάρι.
Κοστούμι και γραβάτα φοράς τώρα μεταξωτή,
πετυχημένες αποδείξεις της ενήλικης ζωής σου.
Στο γωνιακό γραφείο ποτίζεις λουλούδια πλαστικά,
συμβόλαια με μηδενικά φέρνουν κάθε μέρα να υπογράψεις.
Απόψε,
στη μεγάλη συγχώνευση εταιριών
μελάνη ξεχείλισε το χρυσό στυλό
και σου' βαψε κατακόκκινα τα χέρια.

Μαρία Φουσταλιεράκη 31-8-2017

ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΑ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ


Πότε ήμασταν οργισμένοι έφηβοι,
πότε καταντήσαμε συμβατικοί ενήλικες͘
μόνο τα τσαλακωμένα λευκώματα
στο συρτάρι του γραφείου θυμούνται


Μαρία Φουσταλιεράκη 30-8-2017

ΛΕΙΨΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ

                                      The philosophy in the bedroom, 1962. - René Magritte-

Λειψό έμεινε τ' αλφάβητο του έρωτα
από θαυμαστικά.
Μόλις απόκαμαν οι εραστές και έκλεισαν τα μάτια,
οι κλέφτρες προσδοκίες τα φυλάκισαν στη ντουλάπα με τα προικιά.


Μαρία Φουσταλιεράκη 29-8-2017

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ… ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Ένας ερωτευμένος νεαρός περνούσε κάθε απόγευμα έξω απ’ το φράχτη και κοντοστεκόταν την ώρα που πότιζα τις τριανταφυλλιές μου.
Έβλεπα πώς τις κοιτούσε επίμονα και μ’ ένα νεύμα τον παρότρυνα να κόψει λουλούδια.
Το πιο όμορφο τριαντάφυλλο έκοβε κάθε φορά κι αφού το φιλούσε, μ’ ευχαριστούσε μ’ ένα χαμογελαστό σκύψιμο του κεφαλιού και έφευγε.
Δυο μήνες κοντά πέρασαν κι ο ερωτευμένος νεαρός περνούσε έξω απ’ το φράκτη ανελλιπώς κάθε απόγευμα, την ώρα που πότιζα τις τριανταφυλλιές.
Κάθε φορά τον άφηνα να τις τρυγά αμίλητος, με το ερωτευμένο του χαμόγελο να μου λέει πάντα ευχαριστώ την ώρα που ξεμάκραινε. Την φωνή του όμως δεν την άκουσα ποτέ.
Συμπονούσε τον έρωτά του η τριανταφυλλιά και κάθε απόγευμα τον περίμενε' μπουμπούκιαζε και μοσχοβολούσε για να διαλέξει ο ντροπαλός το πιο κόκκινο, το όμορφο, το πιο μυρωδάτο λουλούδι.
Στο τέλος του καλοκαιριού, ξαφνικά σταμάτησε να ‘ρχεται.
Η τριανταφυλλιά, που συνέχισα να φροντίζω με την ίδια προσήλωση, σταμάτησε να γεννά νέα μπουμπούκια.
Όσα ήταν ήδη μεστωμένα, σιγά –σιγά μαράθηκαν και μια θλίψη την τύλιξε ως και τα πιο ψηλά κλαδιά της ώσπου ένα βράδυ μαράθηκε ολόκληρη απ’ τον καημό της και πέθανε επειδή συμπόνεσε πολύ τον ερωτευμένο.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του δεν άντεξε την τόση αλμύρα του καλοκαιριού.


Μαρία Φουσταλιεράκη 28-8-2017