Όταν πανσέληνο αντίκριζε, φόβους έτρεχε να εξερευνήσει
κρυφά στον κήπο έβγαινε, ξυπόλητη τα βράδια
κουβέρτα έπαιρνε παραμάσχαλα μονάχα και ένα φακό
δε χρειαζόταν παραπάνω δόσεις αν ήθελε στ' αλήθεια να ευτυχήσει
Όταν έβρισκε από τύχη το μπαούλο της παρηγοριάς
σε περασμένων ζωών μυστικά χωρίς σκέψη ασελγούσε
Τα τριξίματα της κλειδαριάς τότε καθησύχαζε βιαστικά
και για τον έξω κόσμο άρχιζε
σαν παραμύθι να μιλάει
Δεν προτιμούσε για έρωτες της
φαντασίας να συζητά
ούτε για μητριές όμορφες που τάιζαν μήλα φαρμακωμένα
Χωρίς λόγο, πάντα έτσι στα ξαφνικά
μια
ασήμαντη λεπτομέρεια θυμόταν, την έκανε να χαμογελάει
και στη θύμηση ανθρώπων για ώρες χανόταν πριν το χαμόγελο σβηστεί
Γνώριζε πως ιδιαίτερη παραξενιά
κουβαλούσε από παιδί
λέξεις μελαγχολικές έπρεπε
να βάζει για τέλος στα παραμύθια
Δεν ήξερε να το ερμηνεύει, δεν ήταν ειδικός
αλλά αυτές καλύτερα της ταίριαζαν να διηγείται
Έρωτες που σε βροχή και λάσπες μαζί είχαν βουτηχτεί
- Αναπόλησε τον αγαπημένο εραστή, αυτός της έμαθε
πως μουσκεμένες οι αναπνοές
είναι καταραμένες να ζήσουνε αιώνια -
Μαρία Φουσταλιεράκη
27-5-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...