Εσείς
μπορείτε να με φωνάζετε όπως σας κάνει κέφι, λόγω τιμής!
Μα δε μπορείτε να με αποκαλείτε με το πραγματικό μου όνομα.
Όχι τουλάχιστον μέχρι ν’ ακούσετε την ιστορία μου!
Μα δε μπορείτε να με αποκαλείτε με το πραγματικό μου όνομα.
Όχι τουλάχιστον μέχρι ν’ ακούσετε την ιστορία μου!
Εγώ
που λέτε, στην πραγματικότητα, είμαι ένας παράνομος του ληξιαρχείου.
Γιατί τα’ όνομά μου το’ κλεψα ως όφειλα.
Επειδή εμένα δε μου έδωσαν όνομα και επίθετο με τη πανάρχαια μέθοδο της κληροδότησης απ’ τους γονείς προς το νεογέννητο βρέφος.
Εγώ, μόνος μου διάλεξα το όνομα και τον εαυτό μου.
Πώς έγινε αυτό και γιατί;
Γιατί
πολύ απλά, δεν ήξερε κανείς να μου πει ποιος ήμουν.
Αργότερα όταν μεγάλωσα κι άρχισα να έχω απορίες και αναπάντητα ερωτηματικά, όταν τα κατάλαβα όλα δηλαδή, έβαλα σ' εφαρμογή το σχέδιό μου.
Για
πολλά χρόνια όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, αναφερόμουν σε μένα, από μέσα μου στις
αρχές, σα να ήμουν προϊόν κι όχι άνθρωπος.
Σα να ήμουν ένα πανάκριβο αλήθεια προϊόν. Έλεγα “αυτό” όταν μιλούσα για τον εαυτό μου και όχι εγώ, ή αυτός.
Σα να ήμουν ένα πανάκριβο αλήθεια προϊόν. Έλεγα “αυτό” όταν μιλούσα για τον εαυτό μου και όχι εγώ, ή αυτός.
Γιατί
δεν ήμουν, δεν ένιωθα άνθρωπος ή γήινο ον καθώς μεγάλωνα, γιατί βλέπετε εμένα
μου έλειπαν οι ανθρώπινες καταβολές που έχετε οι περισσότεροι.
Μιλάω
για τις καταβολές από παππούδες και προπαππούδες. Αυτούς που λένε συνέχεια
ιστορίες στα εγγόνια τους που λατρεύουν.
Μιλώ για τις καταβολές και από τις γιαγιάδες και προγιαγιάδες που όμως εγώ δε θυμάμαι, γιατί δεν τις γνώρισα ποτέ.
Δεν ξέρω καν αν έχουν μυρωδιές κουζίνας και απορρυπαντικών στα ροζιασμένα χέρια τους.
Μιλώ για τις καταβολές και από τις γιαγιάδες και προγιαγιάδες που όμως εγώ δε θυμάμαι, γιατί δεν τις γνώρισα ποτέ.
Δεν ξέρω καν αν έχουν μυρωδιές κουζίνας και απορρυπαντικών στα ροζιασμένα χέρια τους.
Δεν
ξέρω καν αν οι παππούδες περπατούν μόνοι τους ή με τη βοήθεια μπαστουνιού.
Όταν πήγαινα σχολείο συνέχεια άκουγα απ’ τ’ άλλα παιδιά για τις μνήμες τους απ’ τα ατελείωτα οικογενειακά τραπεζώματα των γιορτών.
Όλοι έφερναν δώρα σ’ όλα τα παιδιά. Τα αγκάλιαζαν και τα φιλούσαν ζουλώντας τους τα μάγουλα και τα έσφιγγαν στην αγκαλιά τους κοντεύοντας να τα σκάσουν.
Οι
θείοι και οι θείες, συνέχεια τα έφτυναν για να μην τ’ αβασκάνουν τόσο όμορφα
που τα έβλεπαν. Επειδή τα αγαπούσαν πολύ.