Μέσω
της μουσικής είχα εξασκήσει την αρετή της υπομονής. Στο σπίτι, αντί γι' άνθρωπο
να μου κάνει παρέα ή κατοικίδιο να χαϊδεύω, είχα ένα παλιό ραδιόφωνο να με
συντροφεύει. Ούτε θυμάμαι από πότε το είχα αγοράσει.
Τις
μέρες που δεν προλάβαινα να βγω στον έξω κόσμο, η μουσική έπαιζε όλη μέρα.
Εκείνη
την εποχή εργαζόμουν στο σπίτι. Πάνω σε μπερδεμένες λέξεις και σε φράσεις που
'χαν χάσει τον προσανατολισμό τους.
Έπρεπε
να παρατηρώ προσεκτικά για να τις βρω, κρυμμένες κάτω από τόνους και ανάμεσα σε
άνω τελείες και ερωτηματικά. Όταν τις εντόπιζα, χτυπούσε η καρδιά μου δυνατά
από συγκίνηση. Τις έπαιρνα απαλά απ' το χέρι και τις έβαζα προσεκτικά σε
καταλληλότερη θέση ν' αναπαυτούν.
Τη
δουλειά μου την έκανα πάντα με συνοδεία μουσικής. Διάλεγα ρυθμούς που δε μου
αποσπούσαν την προσοχή με τη βαρβαρότητά τους και απέφευγα στίχους που γνώριζα
γιατί με παρέσυραν να σιγομουρμουρίζω.
Το
ραδιόφωνο ήταν παλιό, μα δε σκόπευα να το αντικαταστήσω. Το είχα συνηθίσει και
με είχε συνηθίσει κι αυτό. Είχα δεθεί μαζί του.
Συχνά,
στον αρμονικό ήχο της μελωδίας που άκουγα, εισέβαλαν παράσιτα, μυστήριο από
που, και με αποσπούσαν βάναυσα απ' τις λοξοδρομημένες λέξεις. Τις λέξεις και
τις φράσεις στα κείμενα που μου εμπιστεύονταν επίδοξοι γραφιάδες.
Τα
παράσιτα μ' έβγαζαν απ' το μαγικό κόσμο της δημιουργικής γραφής και μου
προκαλούσαν μια κάποια αναστάτωση.
Αναγκαστικά,
άφηνα κάτω το στυλό διαρκείας που σημείωνα και σηκωνόμουν να διορθώσω τον ήχο.
Το ραδιόφωνο ήταν παλιό και τεχνολογικά παλιακό. Η ρύθμιση γινόταν μονάχα με το
χέρι.
Έπρεπε
με ακρίβεια χειρουργού να βρω ένα ακριβές σημείο, γυμνό από παράσιτα. Πολλές
φορές έπρεπε να περάσει ώρα ώσπου να πετύχω την καλύτερη δυνατή ποιότητα ήχου.
Τις
μέρες που η ατμόσφαιρα έξω απ' το σπίτι ήταν ανοιξιάτικα ζεστή και άφηνα τα
παράθυρα ανοιχτά να μπαίνει το φως του ήλιου, χρειαζόταν να σηκωθώ ίσαμε είκοσι
φορές για να διώξω τα παράσιτα απ' το παλιό μου ραδιόφωνο.
Το
έκανα κάθε φορά με υπομονή. Δε νευρίαζα, δεν εκνευριζόμουν που οι διακοπές μου
χαλούσαν την προσήλωση. Δε θύμωνα, ακόμα κι αν βρισκόμουν σ' ένα κρίσιμο σημείο
και έπρεπε αναγκαστικά να διακόψω.
Σε
μια στιγμή δηλαδή που εντόπιζα μια παράταιρη φράση, κρυμμένη επιμελώς στην
προτελευταία παράγραφο ενός κειμένου που μιλούσε για θάνατο ή για έρωτα.
Το
στυλό το άφηνα απ' τα χέρια μου πάντα αργά το μεσημέρι. Χρόνια ακολουθούσα ένα
συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας. Απ' την ώρα που ξημέρωνε, κοιμόμουν νωρίς κάθε
βράδυ, ως αργά το μεσημέρι, έγραφα και έσβηνα γράμματα, λέξεις, φράσεις και
νοήματα.
Έπειτα,
έκλεινα το ραδιόφωνο, τέντωνα τον πονεμένο σβέρκο και έτριβα τον πιασμένο καρπό
μου. Έτρωγα κάτι, έπινα ένα ποτήρι χυμό και ξάπλωνα ανάσκελα στο κρεβάτι με
κλειστά τα μάτια για να μπορέσουν ν' αναπαυτούν κι αυτά.
Οι
λέξεις, στις στοίβες με τις τυπωμένες σελίδες, έβρισκαν ευκαιρία από την
απουσία μου, να κάνουν κατάληψη στο σπίτι. Ήταν πανέξυπνες.
Έκαναν
απόλυτη ησυχία για να μην τις ακούσω, ξεκολλούσαν προσεκτικά μία - μία απ' το
χαρτί, αφήνοντας στη θέση τους ένα διακριτικό βαθούλωμα, και έβγαιναν απ' την
ανοιχτή μπαλκονόπορτα για να καλέσουν τους φίλους τους τα παράσιτα να παίξουν.
Ο ύπνος μ' έβρισκε κάθε μεσημέρι με το χαμόγελο στα χείλη.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-5-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...