Άδεια
από σάρκα και κενή από αισθήματα ένιωθε όταν επέστρεφε από κηδεία. Ξένου ή
συγγενή, το ίδιο άχαρη ήταν η δουλειά της.
Πονούσε
επί πληρωμή και τον πόνο της άφηνε φρέσκο στα πόδια των νεκρών.
Εκεί,
μπροστά στα άγνωστα φέρετρα, θρηνούσε για τη ζωή των ζωντανών, αλλά και για το
θάνατο που θα φορούσε κατάσαρκα για πάντα ο πεθαμένος.
Για
τον δικό της θάνατο είχε σκεφτεί πολύ σ’ εκείνα τα ατέλειωτα ξενύχτια. Κατέληξε
πως δεν ήθελε να την κλάψει κανείς Άλλωστε, σε κάθε κηδεία έκλαιγε και λίγο για
τον εαυτό της και με έκπληξη ανακάλυπτε πως ένιωθαν λιγότερη μοναξιά έτσι οι
φρεσκοπεθαμένοι.
Η
σκέψη πως οι δικοί της άνθρωποι, εξαιτίας της θα έκλαιγαν και θα πονούσαν, της
προκαλούσε ενοχές στο στομάχι.
Αν
περνούσε από το χέρι της θα εξαϋλωνόταν αντί να πεθάνει να μην βρουν κουφάρι να
θρηνήσουν οι συγγενείς.
Κουρασμένος
ταξιδιώτης του κάτω κόσμου, έμοιαζε όταν επέστρεφε από τα νυχτέρια. Στην τσάντα
της είχε την αμοιβή της, ελάχιστα δάκρυα και πόνο, κι ας κουβαλούσε πάντα
εφεδρικά και από τα δύο.
Κάθε
που έμπαινε μέσα στο σπίτι της και κλείδωνε πίσω της την πόρτα, ένιωθε την
ανάγκη να κλειδωθεί μέσα και να χαθεί από τους ζωντανούς. Δεν ήθελε να βλέπει
ούτε τους αγαπημένους της. Τις επόμενες μέρες τηρούσε μια ρουτίνα ψυχικά
ευεργετική· πρωί και βράδυ έλουζε τα μαλλιά της προσεκτικά και με αιθέρια έλαια
έτριβε το θανατικό ώσπου να εξαφανιστεί εντελώς από το κορμί της.
Όταν
έδειχνε ξανά ζωντανή και ποθητή, ντυνόταν ερωτικά και περίμενε τον όμορφο
εραστή της ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 23-2-2018