Έτσι
καθώς έπεφτα αργά αργά από την ταράτσα·
μύθος πως η πτώση είναι αστραπιαία, είχα την ευκαιρία να δω από ψηλά τη
γειτονιά και τους ενοίκους, αυτούς για τους οποίους ποτέ ως τώρα δεν είχα καν
ενδιαφερθεί.
Στο
ρετιρέ, που νόμιζα πως ήταν από χρόνια ακατοίκητο, είδα μια γάτα κι ένα
καναρίνι να κυνηγιούνται μες στις σκόνες. Δεν πρόλαβα να δω πολλά, μα δεν
νομίζω πως η γάτα έδειχνε να είναι πεινασμένη.
Ακριβώς
στον κάτω όροφο, είχαν απλωμένα ρούχα κατά μήκος στα σκοινιά, μα δεν τα λέρωσα,
ούτε τα μπέρδεψα, πέρασα ανάμεσά τους με δεξιότητα διάσημης μπαλαρίνας.
Σε
κάποιον όροφο, στη μέση του κτιρίου, μια νεαρή κοπέλα έστεκε γυμνή μπρος σε
καθρέφτη. Πίεζε λυπημένη τ' ανύπαρκτα στήθη, ρούφαγε με μανία την επίπεδη
κοιλιά κι έβαζε και ξανάβαζε μια αλοιφή για αδυνάτισμα στο μέσα μέρος των
αψεγάδιαστων γλουτών της. Δεν πρόλαβα να της πω πόσο υπέροχη ήταν ήδη και πως
το άχαρο κορμί της εφηβείας σύντομα θα εξαφανιζόταν και θα ερχόταν στη θέση του
ένα κομψό γυναικείο. Αρκεί να έκανε υπομονή.
Καθώς
έπεφτα, είδα σ' ένα διαμέρισμα στον τρίτο, ένα βρεφάκι να με κοιτά από την
κούνια και το βλέμμα του μου θύμισε έντονα εμένα, μα δεν είχα χρόνο μ' αυτόν
τον ψυχολογικό συνειρμό ν' ασχοληθώ.
Στον
πρώτο όροφο, δυο γερόντια ήταν στο σαλόνι αγκαλιασμένα και στο ισόγειο ένας
άναδρος είχε πιάσει τη γυναίκα του από το λαιμό.
Του
φώναξα δυνατά να σταματήσει, και πως αν το μπορούσα θα 'σπαγα την πόρτα και θα
του τσάκιζα εγώ τον δικό του το λαιμό. Μα δεν με άκουσε κανείς, ούτε η άμοιρη
γυναίκα άκουσε πως κάποιος ξένος νοιάστηκε γι' αυτήν, κι ας ήταν ανίκανος,
αυτός ο ξένος, για τον εαυτό του λιγάκι να νοιαστεί.
Η
ανημπόρια κι ο θυμός, μου άλλαξαν γνώμη. Το μετάνιωσα που ήθελα να πεθάνω. Τώρα
ήθελα να ζήσω και να γνωρίσω από την αρχή όλα όσα αγνοούσα. Την γειτονιά και
την ζωή μου πιο πολύ.
Ήταν
όμως αργά. Ήταν πολύ αργά να σταματήσω με κάποιον τρόπο την πτώση μου..
Ούτε
μπορούσα να υπερβώ τους νόμους της φυσικής, γιατί αν μπορούσα σίγουρα θα το
'κανα και θ' ανέβαινα γονυπετής έναν έναν τους ορόφους, και θ' άλλαζα ό,τι
μπορούσα στων γειτόνων μου τις ζωές.
Στο
πεζοδρόμιο όταν έπεσα, ήμουν ακόμα, λένε, ζωντανός.
Άκουσα
τις πλάκες να μου ψιθυρίζουν πως είχαν ιστορίες συγκλονιστικές να μου
αφηγηθούν. Το πεζοδρόμιο με παρακαλούσε να μην πεθάνω ακόμα, κι έκλαιγε για τα
νιάτα μου και για τα μαύρα μου μαλλιά. Και έκλαιγε για τα ωραία ρούχα μου που
είχαν ξηλωθεί και ματωθεί από την μοιραία πτώση.
Μα
περισσότερο απ' όλα έκλαιγε για τη μοίρα τη δική του. Που δεν στάθηκε ποτέ
κανείς για περισσότερο από λίγα λεπτά ν' ακούσει τις τόσες συγκλονιστικές
ιστορίες που είχε να του αφηγηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...