Με πείσμα το πόδι στο πάτωμα χτυπούσες
οι μικρές γροθιές τις φλέβες γέμιζαν
με πείσμα και νεογέννητη οργή
τα καμώματά σου γέλιο φέρναν στους μεγάλους
μα εσύ μεγαλύτερη ένιωθες
κι έτοιμη από πάντα να ζήσεις τη ζωή
Μπροστά σου στο τραπέζι ήταν μια αράχνη
μ' απορία όλα τα μάτια της εσένα κοιτούσαν
τα γυάλινα τείχη που την έκλεισες δεν ακουμπούσε
κι ας διάλεξες το ακριβότερο κομμάτι
απ' το σερβίτσιο το καλό
Για κείνη ήταν απλά μια φυλακή
Γκρίνιαζες πως το σωστό για κείνη κάνεις
επειδή αδύναμη και χλωμή σου' μοιαζε στην όψη
Αγάπη που πονούσε περισσότερο εσένα παρά εκείνη
κάθε λεπτό αιχμαλωσίας μέσα σου γεννιόταν
στη μικρή καρδιά και στο άγουρο από ευθύνες
κεφαλάκι
Έπειτα με λόγια παρήγορα την κανάκευες
όταν υποχωρούσε λιγάκι ο θυμός σου
μα αγανακτούσες όταν την έβλεπες
για ελευθερία κουρασμένη να συνεχίζει να πολεμά
Κατάκοπες σας βρήκε το βράδυ και τις δυο
της αράχνης σαν εσύ πεισμωμένη αποκοιμήθηκες
δεν της έμεινε καμία άλλη επιλογή
σταμάτησε να προσπαθεί το γυαλί να σπάσει
κι ιστό ξεκίνησε να φτιάχνει όλη τη νύχτα μεθοδικά
Το πρωί το ποτήρι ως απάνω είχε γεμίσει
λίκνο περίπλοκο και μαξιλάρια απαλά
Σαν έβαλε την τελευταία πινελιά του καλλιτέχνη
δάκρυσε κοιτώντας ένα αριστούργημα μοναδικό
Θυσίες θέλει η Τέχνη κι η Ζωή
νανούριζε σαν ξάπλωσε τον εαυτό της
Τα κουρασμένα μάτια έκλεισε
και το Μορφέα κάλεσε ως ύστατη επιλογή
στον πραγματικό κόσμο να τη μεταφέρει
Ας γύριζε έστω και για ένα λεπτό
έπειτα πρόθυμη θα 'ταν
ακόμα και να πεθάνει
Μαρία Φουσταλιεράκη 23-10-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...