Μια
θλιμμένη ηρωίδα ήρθε δειλά κι απρόσκλητα χθες το βράδυ στο μυαλό μου. Με
κοιτούσε επίμονα στα μάτια και χωρίς καθόλου να μιλά, κατάλαβα πως μου ζητούσε
βοήθεια. Είχε πάρει την απόφαση πως ήρθε η ώρα να σπάσει τη σιωπή της.
Όχι
για να σωθεί αυτή. Για την ίδια ήταν αργά για να κάνει πίσω. Ίσως όμως να
προλάβαινε να σώσει άλλες γυναίκες σαν εκείνη. Καλές γυναίκες, με πολλά
τραύματα κάτω απ' τα μακρυμάνικα ρούχα που φορούσαν χειμώνα - καλοκαίρι.
Σήμερα
το πρωί, την ώρα που έπινα τον καφέ μου, ξανάρθε. Κάθισε απέναντί μου, έβγαλε
τα γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τους μώλωπες στο δεξί μάτι, άναψε τσιγάρο, ρούφηξε
την πρώτη τζούρα και ξεκίνησε να μου μιλά με μια φωνή διστακτική, σαν μικρού
κοριτσιού.
Είχε
αναγάγει τη δικαιολογία σε τέχνη. Όχι πως ένιωθε καλλιτέχνης, μα χωρίς την
ικανότητα να δικαιολογεί την ίδια τη ζωή, δύσκολα θα κατάφερνε να επιβιώσει.
Ψυχικά.
Δεχόταν
τη βία, την τιμωρία, την κακοποίηση του κορμιού και της ψυχής της στωικά, από
τον άνθρωπο που είχε ορκιστεί σε Θεό κι ανθρώπους πως άνθρωπος δε θα τους
χωρίσει.
Έτσι
δικαιολογούσε τις εκρήξεις βίας του συντρόφου και πατέρα των παιδιών της. Πως
δεν ήταν αυτός, ο Βασίλης της, ο άνθρωπος που ερωτεύτηκε κι εμπιστεύτηκε απ'
την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε και την ερωτεύτηκε και κείνος με την πρώτη
ματιά.
Όχι,
δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος, αυτός ο θυμωμένος και βίαιος Βασίλης που την πονούσε
όλο και συχνότερα, όλο και πιο δυνατά.
Η
πίεση που δεχόταν έξω απ' το σπίτι, η αγωνία να προσφέρει στην οικογένεια μια
καλή ζωή, ο σκληρός ανταγωνισμός στη δουλειά κι οι λανθασμένες συνεργασίες με
συνεταίρους που συνέχεια τον έριχναν, τον μετέτρεπαν σε τέρας σιγά - σιγά.
Η
Εύα είχε στην άκρη των χειλιών της μια δικαιολογία για όλους και για όλα. Για
όλες τις άδικες συμπεριφορές των άλλων. Τον εαυτό της δεν τον είχε
δικαιολογήσει ποτέ. Για το έγκλημα που διέπραττε καθημερινά απέναντί του.
Την
ανοχή.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 19-4-2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...