Όποτε
δεν έχω διάθεση ν’ απασχολήσω με δυσνόητες έννοιες το μυαλό μου αλλά θέλω να το
χαλαρώσω, παίζω ένα «εγκεφαλικό- ψυχολογικό» παιχνίδι δικής μου επινόησης.
Η
πρόκληση του παιχνιδιού έχει ως εξής:
Διαλέγω
ένα από τα βασικά συναισθήματα και προσπαθώ ν’ ανακαλέσω απ’ τη μνήμη μου πότε
το ένιωσα έντονα, για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Σήμερα
διάλεξα να παίξω με τη λέξη θάρρος.
Έστυψα
δυνατά το μυαλό μου και ξεκίνησα το ταξίδι στο παρελθόν γράφοντας.
Θα
‘μουνα στην αρχή της εφηβείας. Δεκατρία ή δεκατέσσερα το πολύ. Ήμουν ένα όμορφο
κορίτσι, όπως όλα τα παιδιά που ‘ναι όμορφα σ’ αυτή την ηλικία, ψηλό,
καλλίγραμμο και με ένα τεράστιο ερωτηματικό μονίμως πάνω απ’ το κεφάλι να
ζαλίζει τους πάντες γύρω του μ’ αδιάκοπες ερωτήσεις για να μάθει τι είναι η
ζωή. Μια σχηματισμένη γυναίκα στο κορμί, μα ένα αθώο παιδί ακόμα στην καρδιά.
Εκείνη
την εποχή δεν είχαν αρχίσει να μ’ απασχολούν οι έρωτες. Όχι τουλάχιστον οι
πραγματικοί και ολοκληρωμένοι. Ό,τι γνώριζα για τα αισθηματικά ήταν απ’ τις
ταινίες και τα ρομαντικά βιβλία που έπεφταν στα χέρια μου από τις φίλες μου. Τ’
άλλα βιβλία που διάβαζα, τα σοβαρά, μιλούσαν για φιλοσοφία και ψυχολογία και
δεν έδιναν σαφείς πληροφορίες στο μυαλό που είχα σ’ εκείνη την ηλικία, για το
τι είναι φλερτ, σεξ και τα συναισθήματα που τα αφορούσαν.
Πρέπει
να ήταν το 1983, περνούσα τις καλοκαιρινές διακοπές μου στον πατέρα, σ’ ένα
όμορφο γραφικό χωριό στην Κρήτης
Εκείνη
την εποχή, ακόμα γινόταν πανηγύρια στην πλατεία του χωριού, όπου εκτός τους
κατοίκους και επισκέπτες, ερχόταν και κόσμος απ΄τα γύρω χωριά.
Στα
καλοκαιρινά πανηγύρια του χωριού είχα τα πρώτα αθώα μου φλερτ με τους
συνομήλικους. Πάντα από μακριά και πάντα κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα.
Κοιτάγματα στα κλεφτά, πρόσκληση σε χορό, κανένα χαμηλόφωνο κομπλιμέντο, άντε
και καμιά μαντινάδα με νόημα απ’ αυτόν που σε είχε βάλει στο μάτι. Αυτά ήταν τα
στοιχεία του φλερτ εκείνη την εποχή. Αθώα και καθαρά σαν τα χτυποκάρδια της
εφηβείας.
Εκείνη
τη χρονιά στο πανηγύρι, για κακή μου τύχη, προκάλεσα το θαυμασμό σ’ ένα άνδρα
μεγάλο στην ηλικία.
Τότε
δεν το κατάλαβα, το έμαθα μετά, μ’ αιφνιδιαστικό και άσχημο τρόπο.
Στην
ευρύτερη περιοχή ήταν κοινό μυστικό πως λίγο καιρό πριν το ‘ χε σκάσει κάποιος
απ’ τη φυλακή. Εγώ ιδέα δεν είχα για πιο λόγο είχε φυλακιστεί. Διόλου απίθανο
για κάποια βεντέτα. Οι άνθρωποι, σ’ όλα τα γύρω χωριά κρατούσαν το στόμα τους
κλειστό και άλλαζαν δρόμο να μη διασταυρωθεί το βλέμμα τους μ’ αυτόν όταν τον
έβλεπαν να κυκλοφορεί προκλητικά ελεύθερος. Δεν ήθελαν ντράβαλα ούτε με τον
ίδιο, αλλά ούτε και με την αστυνομία.
Φαντάζομαι
πως αυτό το ‘καναν είτε από φόβο, στην περίπτωση που ήταν κοινός εγκληματίας –
κάτι για φόνο άκουσα να συζητάνε χαμηλόφωνα μια φορά σ’ ένα τραπέζι – , είτε
από σεβασμό αν ήταν ζήτημα ξεπλύματος τιμής της οικογένειας, αυτό που ήταν η
βεντέτα δηλαδή για τους κρητικούς.
Μερικές
μέρες μετά το πανηγύρι, αργά το βράδυ, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας. Στο
κατώφλι εμφανίστηκε ο δραπέτης, με τ’ όπλο του που δεν το αποχωρίζονταν ποτέ
και με δυο φίλους του. Με τον πατέρα μου δεν ήταν φίλοι, απλά τους γνώριζε και
τον γνώριζαν κι αυτοί. Στα χωριά όλοι οι άνθρωποι γνωρίζονταν τότε μεταξύ τους.
Έκπληκτος
ο πατέρας μου τον άκουσε να τον προσκαλεί να πάνε στο καφενείο να γλεντήσουν.
Να φάνε και να πιούνε όλοι μαζί. Και οι τρεις φαινόταν μεθυσμένοι. Ο πατέρας
μου, πριν ανοίξει την πόρτα μου είπε να μη βγω απ’ το δωμάτιό μου και να μη
μιλήσω καθόλου, είχα ξυπνήσει και γω απ΄τα χτυπήματα στην πόρτα. Οι μεθυσμένες
αγριοφωνάρες τους ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά.
Κρυμμένη
πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου παρακολουθούσα το σκηνικό. Σαν
όνειρο μου φαινόταν τότε γιατί ξύπνησα αλαφιασμένη. Σαν όνειρο μου φαίνεται και
σήμερα που το θυμήθηκα.
Ο
πατέρας αρνήθηκε ευγενικά με πρόφαση πως πονούσε το στομάχι του, γνώριζαν πως είχε
πρόβλημα και πως δε μπορούσε να φύγει μέσα στη μαύρη νύχτα γιατί θ’
αναστατωνόταν το παιδί, δηλαδή εγώ, αν ξυπνήσει και δεν τον βρει. Αυτοί
επέμεναν, αλλά με τα πολλά τους ξεφορτώθηκε αφού τους υποσχέθηκε να πάει να
τους βρει στο καφενείο το επόμενο βράδυ, αλλά νωρίς. Δέχτηκαν γιατί κάθε βράδυ
ήταν εκεί και μπεκρόπιναν. Έτσι ακριβώς και έγινε.
Το
επόμενο βράδυ ο πατέρας μου πήγε να τους συναντήσει στο καφενείο. Εγώ σαν
υπάκουο κορίτσι που ήμουν τότε, κοιμήθηκα νωρίς, αφού παρατήρησα όπως έκανα
κάθε βράδυ μέχρι να μην αντέχουν άλλο τα μάτια μου ανοιχτά, τα σαμιαμίδια στο
ταβάνι να τρώνε έντομα. Τα λάτρευα από μικρή αυτά τα μικροσκοπικά ροζ
πλασματάκια. Θαύμαζα την υπομονή και την αποτελεσματικότητά τους στον τρόπο που
έπιαναν την τροφή τους, κουνούπια και μικρά έντομα.
Τα
πλησίαζαν αργά, πολύ αργά, με Ιώβεια υπομονή κάλυπταν την απόσταση που τα
χώριζε απ’ το θήραμά τους, μα στο τέλος πάντα παγίδευαν μ’ επιτυχία το φαγητό
τους. Τ’ αγαπούσα πολύ τα σαμιαμίδια και τ’ αγαπώ ακόμα και σήμερα. Κάποτε όταν
κατάφερα να χαϊδέψω ένα ένιωσα τρισευτυχισμένη. Αγνόησα τις απειλές όλων πως αν
το έκανα θα γέμιζα σπιθουράκια. Δε γέμισα, αλλά και να γέμιζα, πάλι θα το
ξανάκανα. Αν έβαζα κάτι στο μυαλό μου, ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα, εγώ το
έκανα.
Κοιμόμουν
λοιπόν εξαντλημένη απ’ την πολύωρη παρατήρηση, όταν ένας σχεδόν ανεπαίσθητος μα
επαναληπτικός ήχος που ακουγόταν έξω απ’ το παράθυρό μου με ξύπνησε.
Το
δωμάτιό μου ήταν βορινό, στον πάνω όροφο του σπιτιού και έβλεπε στον πίσω κήπο.
Όταν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και άνοιξα το παράθυρο να δω τι συμβαίνει, ήμουν
απ’ τη φύση μου περίεργο και θαρραλέο παιδί, είδα τη φιγούρα ενός άνδρα να πετά
πετραδάκια στο τζάμι μου. Ρώτησα αρκετές φορές ποιος ήταν εκεί έξω, μα απάντηση
δεν πήρα.
Επειδή
ήταν πολύ σκοτεινά και δεν έβλεπα και καθαρά, σκέφτηκα πως μάλλον βρισκόμουν
ακόμα υπό την επήρεια του ύπνου ή κανενός ονείρου που ‘χα δει και πως μάλλον
ήταν η ιδέα μου. Ετοιμάστηκα να κλείσω το παράθυρο και να ξανακοιμηθώ.
Την
ώρα όμως που το έκλεινα, αποφάσισε να φανερωθεί ο απρόσκλητος επισκέπτης με τα
πετραδάκια.
Μου
ζήτησε να κατέβω που ήθελε λέει να μου πει κάτι. Εγώ του ζήτησα να φύγει και
τον απείλησα πως θα ξυπνούσα τον πατέρα μου αν δεν το έκανε αμέσως. Μπλόφαρα
φυσικά. Ο πατέρας μου ήταν στο καφενείο.
Κι
αυτός όμως ήξερε πως έλεγα ψέματα ήταν ο ίδιος άνδρας που τον είχε καλέσει το
προηγούμενο βράδυ στην παρέα του. Πρόφαση ήταν τελικά το κάλεσμα για ν’
απομακρύνει τον πατέρα απ’ το σπίτι και να έρθει ανενόχλητος να με βρει.
Μου
το παραδέχτηκε και μου ζητούσε επίμονα να κατέβω γιατί ήθελε να μου μιλήσει από
κοντά.
Εγώ
αντί να φοβηθώ, νευρίασα. Εξοργίστηκα με την επιμονή και το θράσος του.
Αποφάσισα λοιπόν να κατέβω για να τον αντιμετωπίσω κατά πρόσωπο. Δεν ένιωσα
καθόλου φόβο και μάλιστα μέχρι σήμερα απορώ με τον εαυτό μου γι’ αυτό.
Κατεβαίνοντας
στον κήπο σταμάτησα σ’ ένα δωματιάκι που το χρησιμοποιούσαμε και σαν τουαλέτα
για να γεμίσω ένα κουβά με νερό και αφού τον γέμισα τον πήρα μαζί μου.
Σήμερα
που σκέφτομαι αυτό το περιστατικό δε θυμώνω, αλλά γελάω.
Πρέπει
να παρουσίαζα ένα πολύ αλλόκοτο θέαμα. Μια ξεμαλλιασμένη απ’ τον ύπνο, με το
μακρύ νυχτικό της, ξυπόλυτη και έξαλλη από θυμό, να περπατά στο σκοτάδι σα
φάντασμα κρατώντας στα χέρια ένα κουβά.
Όταν
έφτασα στον πίσω κήπο και κοίταξα τον άνδρα, το πρόσωπό του μου ήταν άγνωστο,
αλλά δε μου φάνηκε τόσο άγριο σε σχέση με την άγρια φωνή του. Αυτό πολύ με
παραξένεψε.
Στάθηκα
με θάρρος μπροστά του, αρκετά κοντά, και πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του
να μου πει τι με θέλει, του ζήτησα θυμωμένα να φύγει.
Δε
μπορώ να θυμηθώ με λεπτομέρειες τι του έλεγα ακριβώς και τι μου έλεγε εκείνος,
πάντως δεν έφευγε και το ένιωθα αυτό σα μεγάλη προσβολή.
Ναι,
προσβεβλημένη ένιωθα που είχε εισβάλλει με τη βία στον κήπο μας αντί να νιώθω
φοβισμένη, που θα ήταν μάλλον και το πιο λογικό. Αφού έβλεπα πως με το καλό δεν
έφευγε, αλλά ούτε και με τις απειλές πως θα το πω στον πατέρα μου, άρπαξα
έξαλλη τον κουβά που είχα αφήσει πιο πίσω και τον έλουσα πατόκορφα με το νερό.
Αμέσως φυσικά το ‘βαλα στα πόδια κι έτρεξα να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου.
Δεν
έχω ιδέα πώς αντέδρασε μόλις άρχισα εγώ να τρέχω σα να με κυνηγούσαν δαίμονες.
Δεν ξέρω αν αιφνιδιάστηκε, αν θύμωσε ή αν σοκαρίστηκε γιατί κάτι τέτοιο
αποκλείεται να το περίμενε.
Δεν
έμαθα ποτέ. Την επόμενη μέρα σκεφτόμουν πως κανονικά έπρεπε να μιλήσω για το
συμβάν στον πατέρα μου, αλλά δε ρίσκαρα να με κατσαδιάσει που έκανα κάτι τόσο
ριψοκίνδυνο και απερίσκεπτο ή να πάει να του ζητήσει το λόγο και γίνουν
χειρότερα τα πράγματα.
Υποθέτω
πως δεν έμαθε τίποτα για το περιστατικό, αλλά και να ‘μαθε, ποτέ δε μου είπε
κάτι.
Αν
δεν τον έχανα μερικά χρόνια αργότερα, η καρδιά του τον πρόδωσε στα 52 του,
σίγουρα θα τον ρωτούσα και θα διασκέδαζα κι όλας με την αντίδρασή του. Δεν θα
φοβόμουν πια μη με κατσαδιάσει.
Ωραίο
δεν είναι αυτό το παιχνίδι που σκέφτηκα; Σε βοηθάει να θυμηθείς πολλά ξεχασμένα
στη μνήμη συναισθήματα και πάντα μια αναδρομή στο παρελθόν είναι κέρδος από
πολλές απόψεις.
Υπάρχει
κάτι όμως που με απασχολεί πολύ σοβαρά σ’ όλη αυτή την ιστορία. Το αν είναι
όντως αληθινή, ή δεν είναι. Μπορεί αυτή η ιστορία που υπάρχει μέσα στο μυαλό
μου και αφορά το θάρρος που έδειξα, να είναι απλά ένα αποκύημα της αχαλίνωτης
εφηβικής φαντασίας μου και να μη συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα.
Όσες
φορές και να το σκεφτώ καταλήγω σε αδιέξοδο, έχουν περάσει πολλά χρόνια από
τότε.
Υπάρχει
όμως μια λεπτομέρεια που με βασανίζει και με κάνει να πιστεύω πως μπορεί και να
‘ναι τελικά αληθινή η ιστορία μου.
Ως
σήμερα θυμάμαι το όνομα και το επώνυμο του «μπουγελωμένου» απρόσκλητου
επισκέπτη μου ενώ αυτό τον άνθρωπο δεν τον είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου πιο
πριν απ’ το περιστατικό και ούτε τον ξαναείδα ποτέ.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 8-5-2017