Τους
άκουσε να λένε πως έχει λίγο καιρό μπροστά του και πως είναι αναγκαίο να
συνηθίσει την ιδέα του θανάτου. Νόμιζε πως μιλούσαν για άλλον και τους γύρισε
την πλάτη. Μέσα του είχε λίγο φόβο και πολύ λαχτάρα, αλλά αποφάσισε να τους
αγνοήσει όλους. Και ειδικά τα παιδιά του που αύξησαν τελευταία τις επισκέψεις τους
με προσχήματα τουλάχιστον σαχλά.
Βαρέθηκε,
ήταν πολλές μέρες κλεισμένος εκεί μέσα κι ένιωθε ξεκούραστος και δυνατός με τη
νέα αγωγή. Ήπιε το τσάι του όρθιος μέσα στο δωμάτιο καθώς περιφερόταν νευρικά
και περπατώντας έφαγε δυο μπουκιές απ' το μπαγιάτικο κέικ για να μην πάει
χαμένο. Αφού κατάπιε βιαστικά και τίναξε τα ψίχουλα απ' τα χέρια του στο
πάτωμα, φόρεσε τις κάλτσες του· μια
καφέ κάλτσα με τρύπα στο αριστερό πόδι και μια μαύρη κάλτσα χωρίς τρύπα στο
δεξί και παραλείποντας να βάλει τα πόδια του σε παπούτσια, ένιωσε έτοιμος να
πάει μία μεγάλη βόλτα.
Πανωφόρι
δεν πήρε γιατί ήταν πολύ βιαστικός, ούτε φόρεσε παντελόνι πάνω από το μάλλινο
εσώρουχο· φορούσε όμως τη ζεστή φανέλα
που φορούσε και στον ύπνο.
Από
τον πίνακα ανακοινώσεων, δίπλα στην πόρτα, έλειπαν πάλι του έξω κόσμου τα
κλειδιά. Κοντοστάθηκε και με το χέρι που έτρεμε ελαφρά, έξυσε το κεφάλι του, δεν
του κατέβηκε καμιά έξυπνη ιδέα και δοκίμασε να γυρίσει το χερούλι της εξώπορτας
προς τα δεξιά. Για καλή του τύχη κάποιος είχε ξεχάσει να την κλειδώσει.
Χαμογέλασε
ικανοποιημένος, κοίταξε δεξιά αριστερά και πριν κλείσει την εξώπορτα πίσω του,
άρπαξε μια ξένη ομπρέλα που κάποιος επισκέπτης είχε ξεχάσει πίσω από την πόρτα.
Δεν είναι να παίζει κανείς με τον καιρό, σκέφτηκε την ώρα που την άρπαζε.
Πράγματι,
έξω φυσούσε και έκανε κρύο, πάντοτε αργούσε να ζεστάνει ο καιρός στα
ανεπιθύμητα μέρη που οι συγγενείς σπάνια ερχόταν να δουν τους δικούς τους.
Με
τη μάλλινη φανέλα να του κρατάει ζεστό το στήθος, περπάτησε και περπάτησε και
περπάτησε πολύ, ώσπου τα βήματά του, μόνα τους, τον έφεραν σ’ ένα παγκάκι που
το βρήκε πανέμορφο και του φάνηκε πως ήταν πρόσφατα φροντισμένο και βαμμένο.
Κάθισε
ξέπνοος στο καθαρό παγκάκι και παρόλο που δεν έβρεχε, είχε ακόμα την ομπρέλα
του ανοιχτή πάνω απ’ το κεφάλι.
Απέναντι,
κοιμόταν οι νεκροί μέσα στους τάφους. Καθόταν φρόνιμος ο ηλικιωμένος, δεν ήθελε
να τους ενοχλήσει, και τους μιλούσε,
έτσι από απέναντι, ψιθυριστά. Κανείς ζωντανός δεν υπήρχε εκτός απ' αυτόν εκεί
τριγύρω. Αυτός, όλης της γης οι πεθαμένοι και τα φύλλα του δέντρου που
κρέμονταν ήσυχα πάνω απ' το παγκάκι·
είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια να κάνουν απόλυτη ησυχία.
Έξυσε
το κεφάλι του σκεπτικός. Δεν θυμόταν στα σίγουρα αν είχε δικό του πεθαμένο σ’
αυτό το νεκροταφείο για να τον αναζητήσει. Τον χώρο τον θυμόταν, ήταν σίγουρος
πως είχε ξανάρθει, και το παγκάκι του φαινόταν γνωστό, και το δέντρο με τα
πολλά φύλλα του θύμιζε κάτι γνώριμο· κάτι
στενάχωρο από το παρελθόν.
Μετά
από ώρα λογικής σκέψης κατέληξε πως αποκλείεται να είχε φτάσει ως εδώ κατά
τύχη. Σίγουρα είχε ξανάρθει, ίσως και να είχε έρθει πολλές φορές. Σηκώθηκε απ'
το παγκάκι· είχε αρχίσει να τρέμει από
το κρύο και πήγε απέναντι να δει από κοντά τους νεκρούς.
Πέρασε
ήσυχα ήσυχα μπροστά από κάθε έναν τάφο και ψέλλιζε συνέχεια συγνώμες, με την
ελπίδα κάποιος να βρεθεί να τον συγχωρέσει που άργησε τόσα χρόνια να τον
επισκεφτεί.
Κανείς
δεν θα πεθάνει ποτέ τέλειος αν οι πληγές του δεν σταματήσουν να στάζουν
συγχώρεση, μουρμούριζε ανάμεσα από τις ατέλειωτες συγνώμες.
Μετά
κουράστηκε πολύ, έκλεισε την ομπρέλα που είχε όλη την ώρα ανοιχτή, στηρίχτηκε
πάνω της σαν να ήταν το βοηθητικό του μπαστούνι και πήρε σιγά σιγά και με κόπο τον
δρόμο του γυρισμού.
Ένας
ηλικιωμένος άντρας, σχεδόν γυμνός, έσερνε τα πόδια του μέσα στην πόλη. Ο κόσμος
όταν τον έβλεπε τον χλεύαζε, τον έφτυνε, τον προσπερνούσε αδιάφορος ή τον
καταριόταν δυνατά. Κανείς δεν σκέφτηκε πως ο καημένος, μπορεί απλά να έχασε τη
μνήμη ή τα λογικά του.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 1-4-2018