Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙ ΟΥΤΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ ΑΠ' ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ



Περπατούσε αργά και μουδιασμένα με το κεφάλι κατεβασμένο και το βλέμμα με πυρετό.
Δε βάδιζε πάνω στο πεζοδρόμιο, μα κάτω στο δρόμο, στην άκρη του.
Φορούσε μια μακό μπλούζα και ένα παντελόνι.
Τα πόδια του ήταν ξυπόλητα.
Είχε βρέξει νωρίτερα. Ο καιρός είχε κρυώσει κι οι άνθρωποι φορούσαν μπουφάν και περπατούσαν γρήγορα.
Εκείνον δεν τον ένοιαζε αν κρύωνε.

Στην πραγματικότητα δεν ένιωθε το κρύο. Ούτε και τη ζέστη όμως.
Το μόνο που ένιωθε ήταν τα πόδια του που ήταν βρεγμένα.
Βρέχονταν απ' τα ρυάκια που έτρεχαν ακόμα προς τα ρείθρα.
Ανάμεσα στα δάχτυλά του και κάτω απ' τις πατούσες του, κολλούσαν φύλλα και σκουπίδια που είχε παρασύρει η βροχή.
Σε κάθε επαφή με ξένο σώμα, ξαφνιαζόταν.
Σταματούσε και με μια βιαστική κίνηση το απομάκρυνε και συνέχιζε να περπατά.
Ήξερε που πήγαινε και γιατί.

Νωρίτερα καθόταν στην πολυθρόνα του και σκεφτόταν.
Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω απ' το σπίτι.
Δε σκέφτηκε να φορέσει παπούτσια.
Βγήκε έξω με τις μαλακές παντόφλες του.
Πριν φτάσει στην πρώτη γωνία είχαν βραχεί και καταστραφεί.
Τις πέταξε στον επόμενο κάδο που συνάντησε και συνέχισε να περπατά ξυπόλητος.

Ολόκληρο καλοκαίρι πέρασε και δεν είχε βρέξει τα πόδια του στη θάλασσα.
Δεν ήταν μακριά, ούτε δεν του άρεσε.
Από ματαίωση δεν πήγαινε.
Το ανέβαλε συνεχώς για την επόμενη μέρα.
Έτσι πέρασε ολόκληρο το καλοκαίρι.
Πέρασε και το φθινόπωρο και μπήκε ο χειμώνας.
Εφτά μήνες πέρασαν. Από την τελευταία φορά που βγήκε απ' το κατώφλι του σπιτιού του.

Πέρασε γρήγορα ο καιρός. Ούτε που κατάλαβε πόσο γρήγορα είχε περάσει.
Μετά την κηδεία είχε δεχτεί τα συλλυπητήρια σιωπηλός. Κοιτούσε στο κενό.
Δε μίλησε σε κανέναν.
Κοιτούσε μονάχα συγκαταβατικά τους στενούς συγγενείς και τους καλούς φίλους που τον άγγιζαν στον ώμο και πονούσαν με τον πόνο του.

Κάποιοι προσφέρονταν να μείνουν μαζί του για λίγο καιρό για να μην είναι ολομόναχος στο σπίτι.
Στο σπιτικό του όπως το 'λεγε.
Μα τώρα το σπιτικό ήταν έρημο.
Σαν τις σκέψεις και την καρδιά του.

Δεν ήξερε πώς θα επιβίωνε χωρίς να την κοιτάζει συνέχεια. Η φωτογραφία της κάτω απ' το μαξιλάρι δεν αρκούσε πια.

Δεν ήξερε πώς θα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί στο κρεβάτι τους. Στον καναπέ κοιμόταν όλο αυτό τον καιρό.

Δεν ήξερε πώς να πάει στη δουλειά χωρίς το αποχαιρετιστήριο φιλί της.

Δεν είχε ξαναπάει στη δουλειά του από τότε.
Αν ήταν ζωντανή, απόψε θα γιόρταζαν την επέτειο της γνωριμίας τους.

Δε γιόρταζαν ούτε την επέτειο του γάμου τους, ούτε του αρραβώνα τους.
Μονάχα της γνωριμίας τους.
Χωρίς αυτήν δε θα είχαν ζήσει όλες τις ευτυχισμένες μέρες που ακολούθησαν.
Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος, έλεγαν χαμηλόφωνα κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Το εννοούσαν.

Όλες τις μέρες μπορούσε να τις αντέξει μακριά της. Το σπίτι μύριζε ακόμα το άρωμά της.
Τίποτα δεν είχε μετακινηθεί. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Δεν είχε ξεφορτωθεί ούτε τη σκόνη απ' τα έπιπλα.
Ο χρόνος σταμάτησε εκείνη τη μέρα.
Όλες τις μέρες κατάφερνε να τις περνά μακριά της όσο δύσκολο κι αν του ήταν.
Εκτός απ τη σημερινή.
Γι αυτό βγήκε απ' το σπίτι.
Έπρεπε να βρεθεί κοντά της.
Έπρεπε να πάει αμέσως στο νεκροταφείο.


Μαρία Φουσταλιεράκη 9-11-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...