Βούλωστο,
δεν ξέρεις πως είναι μόνος να περπατάω στη βροχή και να παραμιλάω.
Εξαιτίας
σου με κοιτάζουν στη γειτονιά σαν μηδενικό και όταν τους χαιρετάω αλλάζουν
πεζοδρόμιο στα φανερά.
Παλιά,
θα άλλαζα και εγώ πεζοδρόμιο για ν' αποφύγω να τους μιλήσω, όμως πλέον δεν
μπορώ.
Εξαιτίας
σου δεν μπορώ και κάθε βράδυ μπερδεύονται όλο και περισσότερο οι σκέψεις μέσα
στο μυαλό μου.
Δεν
είμαι εγώ το αποκρουστικό θέαμα που δεν αντέχει κανείς για πολλή ώρα να αντικρίζει.
Εσύ είσαι.
Αυτές
τις ενθαρρυντικές κουβέντες και το γεμάτο ποτήρι του πατέρα στο τραπέζι,
θυμάμαι όλα κι όλα από την παιδική ηλικία και από την εφηβεία μου.
Ο
πατέρας, δεν είχε ποτέ ακούσει τον ήχο της φωνής μου.
Με
μεγάλωσε μόνος, χωρίς να το θέλει.
Με
μεγάλωσε μόνος, χωρίς να ξέρει και χωρίς καθόλου να με ξέρει.
Πολύ
συχνά, νευρίαζε που δεν μιλούσα και με έδερνε μήπως έτσι επιτέλους συμμορφωθώ.
Ως
τα δεκατέσσερα, τον άφηνα τις περισσότερες φορές να με χτυπάει, μετά όμως
παραμεγάλωσα, ντρεπόμουν στην ηλικία μου ακόμα ξύλο να τρώω σαν παιδί.
Δεν
είχα μιλήσει ποτέ σε κανέναν, δεν είχα ακούσει ούτε ο ίδιος τη φωνή μου.
Κανείς
δεν μου είχε μάθει με ποια φωνή έπρεπε να μιλάω.
Ένα
βράδυ, που ο πατέρας ήταν πάλι μεθυσμένος και τα πουλιά έκρωζαν έξω απ' το
παράθυρο σαν τρελά, δεν κρατήθηκα, του έμπηξα το μαχαίρι που 'χαμε για το
κρέας, όσο βαθιά μπορούσα κατευθείαν μες στην καρδιά.
Και
τότε έγινε ένα θαύμα.
Ο
πατέρας μου με κοίταξε και για πρώτη φορά στη ζωή του, άνοιξε τα χέρια και με
τα μάτια του μου ζήτησε να μ' αγκαλιάσει.
Καθώς
έσκυβα χαρούμενος στο πάτωμα να βρω την αγκαλιά του, μου έδωσε ένα κόκκινο φιλί
που για πάντα θα θυμάμαι.
Το
φιλί του πατέρα μου, από το μάγουλό μου κατρακύλησε, έσταξε και λέκιασε με αίμα
το πουκάμισό μου.
Λευκό
πουκάμισο φορούσα εκείνη την ημέρα, το θυμάμαι καθαρά.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-3-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας τη γνώμη σας...