Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017
ΤΑ ΑΛΛΟΘΙ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ
Τώρα
που μεγάλωσε, όλο και λιγότερα λόγια αφήνει να δραπετεύουν απ' το στόμα της.
Τώρα
που μεγάλωσε, έπαψε να 'ναι τόσο γενναιόδωρη με τις λέξεις. Έμαθε να τις κάνει
οικονομία.
Κάποτε,
μιλούσε πιο πολύ απ' όσο σκεφτόταν. Ίσως ένιωθε την ανάγκη να κοινωνεί και
κείνη τις απόψεις της για κάθε τι που συζητιόταν .
Σήμερα
είναι αλλαγμένη. Κάνει περίπλοκες σκέψεις που τις κρατά για τον εαυτό της.
Παρατηρεί
όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, αλλά δεν την ενδιαφέρουν πολλά. Τις περισσότερες
στιγμές εστιάζει στον κόσμο εντός της που τον θεωρεί πιο σημαντικό απ' τον έξω.
Θαρρείς
κι έγινε πολυτιμότερος ο χρόνος της. Στην πραγματικότητα, πάντα ήταν πολύτιμος,
αλλά τον περισσότερο καιρό ήταν πολύ απασχολημένη για να καταλάβει το πόσο.
Τώρα,
όταν βρίσκεται σε παρέες που βαφτίζουν τ' ασήμαντα σημαντικά, κοιτάζει έξω απ'
το παράθυρο, ή αν το παράθυρο είναι μακριά, κοιτάζει το ταβάνι και ταξιδεύει.
Πολλές
φορές νομίζουν πως είναι ονειροπόλα, αφηρημένη ή ερωτευμένη, και την πειράζουν.
Εκείνη χαμογελάει αινιγματικά, αλλά δεν το επιβεβαιώνει, ούτε και το αρνείται
όμως. Μονάχα χαμογελάει.
Μια
φορά, μου εκμυστηρεύτηκε, πως χαμογελούσε στην ιδέα ότι κάποτε θα' χε τη
δικαιολογία της επιλεκτικής ακοής για να τη χρησιμοποιεί στις ανιαρές παρέες.
Έχει
τόσα υπέροχα άλλοθι η ωριμότητα, μου ψιθύρισε συνωμοτικά στ' αυτί.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 25-9-2017
ΣΤΟΝ ΕΞΩΤΙΚΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ
Έπρεπε
επειγόντως ν απομακρυνθεί απ' το πρόβλημα που την ταλάνιζε. Δεν την άφηνε να
πάρει καθαρές αποφάσεις. Δεν την άφηνε ούτε ν' αναπνεύσει.
Ένα
πρωί, βιαστικά πέταξε ρούχα στη μικρή βαλίτσα' έπρεπε να φύγει μακριά.
Σε
μερικές ώρες έφτασε στον εξωτικό προορισμό, η διαδρομή την έκανε προς στιγμή
όλα τα δυσάρεστα να ξεχάσει.
Άπλωσε
τη βαλίτσα στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Ήθελε να τακτοποιήσει τα ρούχα στη
ντουλάπα.
Πάνω
- πάνω, ξαπλωμένο το πρόβλημα της χαμογελά. Ξεκούραστο κι ανυπόμονο, να χαρεί
αντί για κείνη την ολιγοήμερη απόδραση στον ξένο τόπο.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 18-9-2017
Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017
ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Στη
γειτονιά όλοι τον ήξεραν. Μεγάλος σε ηλικία, αλλά όχι γέρος, σοβαρός, αλλά ιδιαίτερα ευγενικός,
καλοντυμένος και πάντα αφηρημένος.
Στη
στάση του λεωφορείου όταν περίμενε, στην ουρά για να πληρώσει τα ψώνια, έξω από
την τράπεζα μέχρι ν' ανοίξει κάθε πρωτομηνιά, όλοι τον έβλεπαν απορροφημένο
κάτι να διαβάζει.
Συνήθως
είχε ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης, όχι απ' αυτά με το μαλακό εξώφυλλο που
τσακίζονται εύκολα οι σελίδες τους, απ' τ άλλα, απ’ αυτά με το σκληρόδετο
εξώφυλλο καλής έκδοσης.
Όση
ώρα διάβαζε τίποτα δεν του αποσπούσε την προσοχή, δεν κοίταζε ούτε δεξιά, ούτε
αριστερά, όμως δε χρειαζόταν να του πει κάποιος πως έφτασε το λεωφορείο ή να
τον σκουντήξουν για να προχωρήσει η ουρά. Είχε μια αντίληψη για τον έξω κόσμο
θαρρείς εσωτερική, που όμως δεν τον απομάκρυνε απ' αυτόν που κρυβόταν μέσα στα
βιβλία του.
Κανένας
δε γνώριζε ακριβώς που έμενε, παρόλο που ζούσε πολλά χρόνια στην περιοχή. Ούτε
κανένας ήξερε τί δουλειά έκανε, αν εργαζόταν, ή αν είχε βγει στη σύνταξη. Όταν
ήθελαν να πουν γι' αυτόν, επειδή σε κανέναν δεν είχε ποτέ συστηθεί, τον
αποκαλούσαν, ο ποιητής. Νομίζω πως αυτός που του είχε κολλήσει το παρατσούκλι
ήταν ένας γείτονας που κάθισε μια φορά δίπλα του στο λεωφορείο. Είπε σε όλους
στο καφενείο, πως κοίταξε διακριτικά μέσα στις σελίδες και ενώ η γλώσσα που
έγραφε το βιβλίο ήταν σίγουρα ελληνικά, εντούτοις δεν είχε καταλάβει λέξη απ'
τα λίγα που πρόλαβε να διαβάσει.
Ήταν
λέει, ένα δερματόδετο μπορντό βιβλίο, μικρό, αλλά όχι τσέπης, με χρυσά γράμματα
απ' έξω. Απ' το εξώφυλλο και απ' τα ακαταλαβίστικα ελληνικά του, έβγαλε το
συμπέρασμα πως ήταν βιβλίο με ποίηση και έτσι, από κείνη τη μέρα, άρχισαν να
τον φωνάζουν ποιητή.
Ο
ποιητής, που κανείς δεν ήξερε αν πράγματι ήταν ή ακόμα κι αν του άρεσε ή
απεχθανόταν την ποίηση, ποτέ δεν έμαθε πως όλη η γειτονιά έτσι τον προσφωνούσε
πίσω από την πλάτη του. Μπροστά του κανένας δεν τόλμησε ποτέ να τον αποκαλέσει
έτσι, δεν έδινε δικαιώματα για περαιτέρω οικειότητες, αλλά ούτε οι γείτονές του
είχαν πρόθεση να τον κοροϊδέψουν. Για ευκολία δική τους μάλλον το έκαναν, γιατί
στα κουτσομπολιά έπρεπε να έχουν ένα όνομα για να αποκαλούν τον καθένα.
Για
τον ποιητή δεν είχαν και πολλά να πουν στο καφενείο. Κατά βάθος τους πείραζε
που δεν είχε έρθει ούτε μια φορά στο καφενείο, κάποιοι τον έλεγαν ψηλομύτη γι’
αυτό, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο μαγαζί διασκέδασης τον είχε συναντήσει
κανείς ή στο ΚΑΠΗ, παρόλο που δεν ήταν τόσο ηλικιωμένος για να πηγαίνει.
Στη βιβλιοθήκη τον έβλεπαν που πήγαινε συχνά, αλλά ούτε κι εκεί γνώριζαν το όνομά του, αρνήθηκε μάλιστα να του εκδώσουν κάρτα μέλους. Δε δανειζόταν βιβλία, είχε άφθονα λέει στο σπίτι του, μονάχα τις παλιές εκδόσεις της βιβλιοθήκης, εκείνες τις σκονισμένες, που κανείς δε διάβαζε, επισκεπτόταν και κοιτούσε. Πολλές φορές, έπαιρνε κάποιο παμπάλαιο βιβλίο απ’ το ράφι, έβγαζε το λευκό μαντήλι του και το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το ξεφύλλιζε με δέος και μετά το τοποθετούσε πίσω στη θέση του. Οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης έλεγαν πως τον άκουγαν καμιά φορά να τους μιλά όση ώρα τα ξεφύλλιζε.
Στη βιβλιοθήκη τον έβλεπαν που πήγαινε συχνά, αλλά ούτε κι εκεί γνώριζαν το όνομά του, αρνήθηκε μάλιστα να του εκδώσουν κάρτα μέλους. Δε δανειζόταν βιβλία, είχε άφθονα λέει στο σπίτι του, μονάχα τις παλιές εκδόσεις της βιβλιοθήκης, εκείνες τις σκονισμένες, που κανείς δε διάβαζε, επισκεπτόταν και κοιτούσε. Πολλές φορές, έπαιρνε κάποιο παμπάλαιο βιβλίο απ’ το ράφι, έβγαζε το λευκό μαντήλι του και το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το ξεφύλλιζε με δέος και μετά το τοποθετούσε πίσω στη θέση του. Οι υπάλληλοι της βιβλιοθήκης έλεγαν πως τον άκουγαν καμιά φορά να τους μιλά όση ώρα τα ξεφύλλιζε.
Ήταν
ευγενής, είχε αριστοκρατικό παρουσιαστικό και καλούς τρόπους, δε μπορούσε να τον
πει κανείς γεροπαράξενο. Μιλούσε σε
όλους στον πληθυντικό, ανεξαρτήτου ηλικίας, και μειδιούσε όταν αντίκριζε μικρά
παιδιά.
Όταν
τον έβλεπαν με σακούλες στα χέρια, απ’ το βάρος και τον όγκο, υπέθεταν πως ήταν
γεμάτες βιβλία.
Κάποιοι
υπέθεταν επίσης πως ήταν ένας εκκεντρικός συλλέκτης παλιών βιβλίων, άλλοι
έλεγαν πως μάλλον ήταν ένας άκληρος εκατομμυριούχος, τα ρούχα του έδειχναν
πανάκριβα, αλλά κανείς δεν ήξερε την αλήθεια.
Μια
μέρα, ένα σούσουρο άρχισε στη γειτονιά, δεν τον είχαν δει αρκετές βδομάδες τώρα
και άρχισαν να το σχολιάζουν με ενδιαφέρον την εξαφάνισή του. Όχι πως κάθε μέρα
τον συναντούσαν στο δρόμο ή στη στάση, κάθε άλλο, αλλά μια φορά τη βδομάδα
έκανε την εμφάνισή του, φορτωμένος με βαριές σακούλες ή περίμενε το αστικό
διαβάζοντας προσηλωμένος το βιβλίο του.
Τα
κουτσομπολιά έλεγαν πως πέθανε γι’ αυτό είχαν να τον δουν καιρό, κάποιος είπε
πως άκουσε ότι αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με την καρδιά του, αλλά αρνιόταν
να πάρει την αγωγή που του σύστηνε η κλασσική ιατρική. Δεν ήταν πως δεν
εμπιστευόταν τους επιστήμονες, αστεία πράγματα έλεγε ο κόσμος, απλά δεν ήθελε
να παρέμβει στις αποφάσεις της φύσης, δε θα πήγαινε κόντρα στη θέλησή της.
Άλλοι πάλι έλεγαν, πως δεν ήθελε να εναντιωθεί στη μοίρα του, άλλοι πως πίστευε
πολύ στο Θεό.
Το σούσουρο έλεγε πως πράγματι είχε πεθάνει και πως είχε συντάξει σε συμβολαιογράφο μια μεγάλη και καθόλου συνηθισμένη διαθήκη.
Το σούσουρο έλεγε πως πράγματι είχε πεθάνει και πως είχε συντάξει σε συμβολαιογράφο μια μεγάλη και καθόλου συνηθισμένη διαθήκη.
Οι
φήμες επιβεβαιώθηκαν όταν ένας συμβολαιογράφος κάλεσε όποιον ήθελε απ’ τη γειτονιά
να παραστεί στο επίσημο άνοιγμά της. Κάποιοι ήταν περισσότερο περίεργοι απ’
τους άλλους και πήγαν.
Εκεί
έμαθαν το όνομά του και πως ήταν φημισμένος ζωγράφος, αλλά και συλλέκτης
σπάνιων έργων τέχνης και βιβλίων. Ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό, είχε πάει για να σπουδάσει. Δεν
είχε παντρευτεί ποτέ, ήταν άκληρος, χωρίς συγγενείς και γύρισε πριν αρκετά
χρόνια πίσω στην πατρίδα. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στη γειτονιά. Σ’ αυτή τη
γειτονιά ήρθαν κάποτε και ρίζωσαν οι παππούδες του, γι' αυτό τη διάλεξε.
Στο
άνοιγμα της διαθήκης παραβρέθηκαν πολλοί απλοί άνθρωποι, αλλά και προύχοντες
του τόπου, ο Δήμαρχος, Διευθυντές σχολείων, ο προϊστάμενος της δημοτικής
βιβλιοθήκης, ένας γνωστός εργολάβος της
πόλης. Όλοι άκουγαν και δεν πίστευαν στ' αυτιά τους τη γενναιοδωρία αυτού του
μοναχικού και ιδιόρρυθμου ανθρώπου.
Δώριζε
την τεράστια συλλογή πινάκων και σπάνιων βιβλίων που είχε στην κατοχή του,
νόμιμα με τα’ αυθεντικά πιστοποιητικά τους, στην πόλη και μάλιστα είχε
φροντίσει, μετά θάνατον, να
κατασκευαστεί ένας μεγάλος πολιτιστικός χώρος για να τα φιλοξενήσει. Ζητούσε
από το Δήμαρχο να γίνονται πάσης φύσης εκθέσεις, κυρίως νέων και
πρωτοεμφανιζόμενων καλλιτεχνώ. Μάλιστα είχε προνοήσει να βοηθιούνται οικονομικά
όσοι αντιμετώπιζαν οικονομικά και βιοποριστικά προβλήματα, ώστε ανενόχλητοι όπως
έγραφε ιδιοχείρως στη διαθήκη, ν' ασχολούνται με το πάθος τους, τη ζωγραφική ή
όποια άλλη καλλιτεχνία αγαπούσαν.
Όλοι
κοιτάζονταν σαστισμένοι μεταξύ τους, δε μιλούσαν, είχαν μείνει εμβρόντητοι και
όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ένιωθαν λιγάκι άσχημα που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν
αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, όσο ήταν ακόμα στη ζωή. Θα ήθελαν να είχαν την
ευκαιρία να τον ευχαριστήσουν όσο ήταν ακόμα ζωντανός.
Στη
διαθήκη του, ο εκκεντρικός ζωγράφος,
είχε απαιτήσει συν τοις άλλοις, με τα χρήματα που θα περίσσευαν, τα ποσά
που έκανε δωρεά ήταν τεράστια, να φτιαχτούν παιδικές χαρές και χώροι αθλοπαιδιών
στη γειτονιά.
Όμως
μέσα σε όλες τις παράξενες επιθυμίες του μακαρίτη, μία τους έκανε τη μεγαλύτερη
εντύπωση και σίγουρα θα συζητιόταν για χρόνια. Ζήτησε να προσληφθεί ένας ακόμα υπάλληλος
στη δημοτική βιβλιοθήκη, με δαπάνες μισθού δικές του. Έπρεπε να είναι βιβλιόφιλος
και να μην είχε δημιουργήσει οικογένεια, ούτε να είχε δικά του παιδιά. Η
μοναδική υποχρέωση αυτού του υπαλλήλου θα ήταν, καθημερινά να φροντίζει τα
ράφια με τα παλιά βιβλία. Θα έπρεπε μονάχα να τα ξεσκονίζει προσεκτικά και να
τους μιλάει τρυφερά για να μη νιώθουν μοναξιά. Ο υπάλληλος αυτός, μετά τη
συνταξιοδότησή του, θα κληρονομούσε στο όνομά του το διαμέρισμά του εκλιπόντος.
Ήταν ένα πλήρως εξοπλισμένο διαμέρισμα, μεγάλο, επιπλωμένο, λειτουργικό, με όλα
τα πάγιά του προπληρωμένα. Στην κεντρική κρεβατοκάμαρα υπήρχε μια βιβλιοθήκη με
τα πιο αγαπημένα και σπάνια βιβλία του μακαρίτη. Αν δεν είχε δικό του σπίτι ή
κάπου να μείνει, θα μπορούσε να μετακομίσει σ’ αυτό από την πρώτη μέρα που θα
αναλάμβανε τα καθήκοντά του στη βιβλιοθήκη.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 3-9-2017
ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΒΡΩ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ
Σήμερα
θα βρω το θάρρος να το κάνω, ξέρω πως καιρό τώρα το αναβάλω, αλλά τα περιθώρια
στένεψαν. Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να γράψω αυτό το γράμμα, αλλά πρέπει να
το κάνω. Χρόνια τώρα το οφείλω πρώτα σε σένα, και μετά στον εαυτό μου.
Τ'
αποφάσισα. Σήμερα θα γράψω το γράμμα που πρέπει να φτάσει επειγόντως στα χέρια
σου, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση.
Ο
καιρός νομίζω πως είναι υπέροχος. Δε βρέχει, δεν είναι νύχτα, δε φοβάμαι, άρα
δε μπορώ να βρω καμιά δικαιολογία για να μην το κάνω.
Βέβαια
υπάρχει αυτή η καταχνιά στο δωμάτιο, που μπαίνει και μέσα στις σκέψεις μου
χωρίς να το θέλω, αλλά αυτή υπάρχει κάθε μέρα, τη συνήθισα. Σαν κακό συγκάτοικο
που φοβάσαι να του μιλήσεις για έξωση.
Πίσω
απ' την κουρτίνα άνθισε χθες μια γλάστρα. Τη θεωρούσα πεθαμένη. Δεν ξέρω πώς
έγινε. Έχω πολύ καιρό να την ποτίσω. Πολλά που θεωρούσα νεκρά, κόντρα στις
στατιστικές και στη συνήθεια, παραμένουν ζωντανά. Σαν τις εικόνες που έχω μέσα
στο κεφάλι μου.
Όχι,
όχι, δεν πρέπει να ξεκινάει έτσι ένα γράμμα. Όχι τόσο μπερδεμένα. Θα σου
προκαλέσει απορίες που δε θα μπορώ να σου λύσω. Ήδη αυτά που πρέπει να σου
ομολογήσω, δεν είναι εύκολα.
Τώρα
που το σκέφτομαι, έχω ξεπεράσει κατά πολύ τις αντοχές μου μ' αυτή την απόφαση
που πήρα͘ να σου γράψω ένα γράμμα καθυστερημένο.
Σκέψου
μόνο, πως κάθομαι εδώ και ώρες μπροστά σε μια λευκή σελίδα και την κοιτάζω.
Κοιτάζω και το στυλό που έχω ακουμπήσει δίπλα της, αλλά δεν αποφασίζω να τον
πάρω στα χέρια μου.
Φοβάμαι
πως αν ακουμπήσει τα δάχτυλά μου, θ' αρχίσω να γράφω σαν τρελή. Στο χαρτί και
στις δυο πλευρές του, στα έπιπλα, στους τοίχους, παντού, και θα τον αφήσω κάτω
μόνο όταν πονέσει το χέρι μου.
Διψάω
πολύ, αλλά δεν σηκώνομαι να πιω νερό. Νομίζω πως θα ξεχάσω τί θέλω να σου γράψω
αν αλλάξω θέση, γι' αυτό κοιτάζω ακίνητη τόσες ώρες το χαρτί και σκέφτομαι.
Πρέπει να χωρέσω σε μια σελίδα όλα όσα έχω να σου πω.
Χθες
έσκισα όλα τα τετράδια που είχαν καθαρές σελίδες και μουτζούρωσα όλα τα χαρτιά
περιτυλίγματος που βρήκα κρυμμένα στο στρώμα. Για να μη μπω σε πειρασμό και σου
γράψω πολλά.
Ο
γιατρός επιμένει πως θα νιώσω καλύτερα άμα σου γράψω, πως θα μου κάνει καλό.
Επιμένει, κι γω πάντα συμφωνώ και κουνάω το κεφάλι καταφατικά, αλλά στο τέλος
δεν το κάνω. Με τρομάζει η σκέψη πως θα νιώσω καλύτερα. Έχω ξεχάσει πώς είναι
να νιώθεις καλύτερα. Είναι μεγάλη αλλαγή αυτή και δεν ξέρω αν μπορώ να την
αντιμετωπίσω.
Σήμερα
όμως τ' αποφάσισα και είμαι έτοιμη να δεχτώ τις συνέπειες. Φοβάμαι, αλλά θα το
κάνω. Θα σου γράψω το γράμμα που θα σου τα εξηγεί όλα. Κυρίως θέλω να σου πω
γιατί δεν ήμουν εκεί να σ' αποχαιρετίσω. Δεν είναι πως δεν ήθελα, αλήθεια.
Θυμάμαι πως ήθελα να σε δω και να σ' αγκαλιάσω. Δεν έχει σημασία που εσύ έφυγες
μόνος σου, χωρίς εμένα. Στ' αλήθεια έφυγες ή μήπως εγώ σ' εγκατέλειψα;
Πολλές
φορές οι σκέψεις μπερδεύονται μέσα στο μυαλό μου και δεν ξέρω ποια είναι η
αλήθεια.
Μερικές
φορές νομίζω πως εγώ είμαι ο φυγάς και πως εσύ έμεινες πίσω να περιμένεις
γράμμα.
Ίσως
πρέπει να τηλεφωνήσω στο γιατρό και να τον ρωτήσω. Αυτός σίγουρα ξέρει. Όλα τα
ξέρει, γιατί θυμάμαι πως του τα έχω πει.
Όχι,
δεν είναι καλή ιδέα, δε θα του τηλεφωνήσω, πρέπει να μείνω ακίνητη στη θέση μου
μέχρι να τελειώσω το γράμμα σου. Καλύτερα να μην ξέρει πως σήμερα θα σου γράψω
γράμμα, μπορεί να μη με πιστέψει όταν του το πω.
Πολλές
φορές ως τώρα υποσχέθηκα πως θα το κάνω, μα κάθε φορά αθετώ την υπόσχεσή μου.
Δεν το θέλω, μα το κάνω. Ποτέ στη ζωή μου δε θυμάμαι ν’ αθετώ υπόσχεση, εκτός
απ' αυτήν.
Παλιά
ήμουν διαφορετική. Έμοιαζα με τους άλλους ανθρώπους και ζούσα όπως αυτοί. Τώρα
δεν ξέρω καν αν ζω. Ούτε τί μέρα έχουμε σήμερα δεν ξέρω. Την εποχή την
υπολογίζω από τα ρούχα που φοράω. Τώρα ας πούμε, πρέπει να είναι άνοιξη ή αρχές
φθινοπώρου. Μοιάζουν αυτές οι εποχές μεταξύ τους και τις μπερδεύω.
Δεν
κρυώνω, τα παράθυρα είναι όλα κλειστά. Έτσι κι αλλιώς πάντα κλειστά είναι τα
παράθυρα στο σπίτι.
Έχουν
μαγκώσει και δεν ανοίγουν. Και οι κουρτίνες δεν ανοίγουν, έχουν μαγκώσει κι
αυτές, αλλά όταν έχει έξω ήλιο, το φως του περνάει και φτάνει ως στο δωμάτιό
μου.
Σήμερα
είναι μέρα καθαριότητας. Το ξέχασα. Πρέπει να σκουπίσω τις σκόνες απ’ το πάτωμα
πριν αρχίσω να σου γράφω.
Κάθε
μέρα σκουπίζω όλο το πάτωμα, αλλά κάθε μέρα, καινούργιες σκόνες έρχονται να μ’
επισκεφθούν.
Μπορεί
να φταίει η σκούπα που έχει γεράσει και την ξεγελάνε οι σκόνες, αλλά ποιος
φταίει για τα γεράματά του;
Δε
με πειράζει που αναγκάζομαι να καθαρίζω κάθε μέρα. Το δωμάτιο είναι μικρό και
δε μου παίρνει πάνω από μια ώρα να το σκουπίσω όλο. Όλο το σπίτι είναι μικρό,
αλλά δε μπορώ να μπω στα υπόλοιπα δωμάτια. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες και
κάπου έχω βάλει τα κλειδιά, αλλά ξέχασα πού.
Περίμενε
σε παρακαλώ μια ώρα να σκουπίσω το δωμάτιο και μετά θα σου γράψω το γράμμα.
Σήμερα το πήρα απόφαση, θα το κάνω, αλήθεια. Να τώρα, αυτή τη στιγμή ήμουν
έτοιμη να ξεκινήσω, αλλά δε μπορώ. Δε μπορώ να συγκεντρωθώ με τόση βρωμιά που
βλέπω στο πάτωμα.
Μου
αποσπά την προσοχή και είναι πολύ σημαντικά αυτά που πρόκειται να σου γράψω.
Καμιά άλλη σκέψη δεν πρέπει να μου αποσπά το μυαλό εκτός από τη μορφή σου.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 2-9-2017
ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΑΣΗΜΑΝΤΑ Ο ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ
Επιμελείς στο σχολείο,
νύχια από άγχος φαγωμένα,
ονειροπόλοι έφηβοι, με
σχέδια και στόχους υψηλούς,
ακούραστα μεταφέραμε σε
χαρτί
μαθήματα που μαθαίναμε απ'
έξω.
Οι καρδούλες στο περιθώριο
πρωτόλεια άσκηση γραφής
Τώρα όλα τα γράφουμε μ'
ανεξίτηλο στυλό
και γελάμε τρανταχτά μ'
όσους αναφωνούν σαστισμένοι:
Μα είστε ανάλγητο τέρας
ψυχραιμίας!
Φαίνεται γέρασαν κι ακόμα
δεν κατάλαβαν
διαφορά ανάμεσα σε
σαρκασμό και αναισθησία.
Μαρία Φουσταλιεράκη
1-9-2017
ΤΣΑΛΑΚΩΝΟΥΜΕ Ο, ΤΙ ΘΥΜΙΖΕΙ ΑΓΑΠΗ
Στα
χωράφια με τα στάρια μάθαμε για την αγάπη,
ο
έρωτας ανέγγιχτος περίμενε στα ρούχα,
ιδρώναμε,
αλλά φέρναμε και κορίτσια στα παιχνίδια,
ως
το βράδυ, μούσκεμα γινόταν ρούχα και τσουλούφια.
Αποφόρια
των αδερφών προβάραμε κρυφά,
το
μπόι σημειώναμε όταν ξημέρωνε στον τοίχο.
Την
ενηλικίωση έφερε μια νύχτα μαγική,
το
επόμενο πρωί'
φόβο
και απόγνωση ήπιαμε στον καφέ μας.
Μάθαμε
δαχτυλίδια να φτιάχνουμε με οργασμούς,
μα
τσαλακώναμε κρυφά ό,τι μας θύμιζε αγάπη.
Όρκους
πατούσαμε υπογράφοντας φωναχτά,
όλοι
επίπλαστοι, να ταιριάζουν στις επιλογές μας.
Εσύ
θυμάμαι, περίμενες τη ζωή σε μια γωνιά,
επιλογές
λουζόσουν που πάντοτε μύριζαν θυμάρι.
Κοστούμι
και γραβάτα φοράς τώρα μεταξωτή,
πετυχημένες
αποδείξεις της ενήλικης ζωής σου.
Στο
γωνιακό γραφείο ποτίζεις λουλούδια πλαστικά,
συμβόλαια
με μηδενικά φέρνουν κάθε μέρα να υπογράψεις.
Απόψε,
στη
μεγάλη συγχώνευση εταιριών
μελάνη
ξεχείλισε το χρυσό στυλό
και
σου' βαψε κατακόκκινα τα χέρια.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 31-8-2017
ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ… ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ένας
ερωτευμένος νεαρός περνούσε κάθε απόγευμα έξω απ’ το φράχτη και κοντοστεκόταν
την ώρα που πότιζα τις τριανταφυλλιές μου.
Έβλεπα
πώς τις κοιτούσε επίμονα και μ’ ένα νεύμα τον παρότρυνα να κόψει λουλούδια.
Το
πιο όμορφο τριαντάφυλλο έκοβε κάθε φορά κι αφού το φιλούσε, μ’ ευχαριστούσε μ’
ένα χαμογελαστό σκύψιμο του κεφαλιού και έφευγε.
Δυο
μήνες κοντά πέρασαν κι ο ερωτευμένος νεαρός περνούσε έξω απ’ το φράκτη
ανελλιπώς κάθε απόγευμα, την ώρα που πότιζα τις τριανταφυλλιές.
Κάθε
φορά τον άφηνα να τις τρυγά αμίλητος, με το ερωτευμένο του χαμόγελο να μου λέει
πάντα ευχαριστώ την ώρα που ξεμάκραινε. Την φωνή του όμως δεν την άκουσα ποτέ.
Συμπονούσε
τον έρωτά του η τριανταφυλλιά και κάθε απόγευμα τον περίμενε' μπουμπούκιαζε και
μοσχοβολούσε για να διαλέξει ο ντροπαλός το πιο κόκκινο, το όμορφο, το πιο
μυρωδάτο λουλούδι.
Στο
τέλος του καλοκαιριού, ξαφνικά σταμάτησε να ‘ρχεται.
Η
τριανταφυλλιά, που συνέχισα να φροντίζω με την ίδια προσήλωση, σταμάτησε να
γεννά νέα μπουμπούκια.
Όσα
ήταν ήδη μεστωμένα, σιγά –σιγά μαράθηκαν και μια θλίψη την τύλιξε ως και τα πιο
ψηλά κλαδιά της ώσπου ένα βράδυ μαράθηκε ολόκληρη απ’ τον καημό της και πέθανε
επειδή συμπόνεσε πολύ τον ερωτευμένο.
Ο
ανεκπλήρωτος έρωτάς του δεν άντεξε την τόση αλμύρα του καλοκαιριού.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 28-8-2017
Κυριακή 27 Αυγούστου 2017
ΣΗΚΩ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
Έλα
πιάσε μου το χέρι. Πάμε παιδί μου, πάμε να φύγουμε από δω.
Πάμε
εκεί που δεν υπάρχουν κανόνες συμπεριφοράς για τα καλά παιδάκια.
Σιχάθηκα
να καταπίνω τους κανόνες τους μαζί με τη γνώμη μου για να μην πληγώνω
εγωισμούς.
Έλα,
πάμε να φύγουμε σου λέω. Εδώ που ζούμε, δε σε μεγάλωσα όπως σου άξιζε.
Από
νήπιο, σ' ανάγκασα να ξεχάσεις πως είσαι ακόμα παιδί και σε υποχρέωνα να δίνεις
το χεράκι στους μεγάλους, όμως έτσι έπρεπε να κάνουν τα καλά παιδιά.
Όχι,
δε θέλω να είσαι πια το καλό παιδί. Όχι έτσι όπως εννούν αυτοί την καλοσύνη.
Δε
θέλω να κάνεις χειραψία με ανθρώπους που το χέρι τους μυρίζει φρέσκο αίμα.
Δε
θέλω όταν μεγαλώσεις να καταπίνεις κι συ αμάσητους τους κανόνες μαζί με τη
γνώμη σου για να μη στιγματιστείς.
Όλους
τους βαρέθηκα, για το καλό σου. Όλους τους σιχάθηκα για την υποκρισία και τα
φαρμακερά λόγια.
Πάμε
να φύγουμε από δω παιδί μου σε παρακαλώ, όσο είναι ακόμα καιρός.
Να
φύγουμε τώρα που είσαι ακόμα μικρό γιατί άμα μεγαλώσεις θα πάψεις να με
υπολογίζεις.
Μακριά
θα πάμε όταν φύγουμε από δω. Θα σου βρω ένα μέρος που να ' χει κούνιες. Δε σου
τις έμαθα τις κούνιες παιδί μου, ούτε στις τσουλήθρες σε πήγα και στις
τραμπάλες. Δεν σου έδειξα τα λουλούδια, τα δέντρα και τα ψάρια που κολυμπούν
στα ποτάμια. Τη φύση τη γνώρισες μόνο από εικόνες και βίντεο πειρατικά.
Ήταν
τεράστιο το λάθος μου, το παραδέχομαι. Δεν έπρεπε να σ' αφήσω να πιστεύεις πως
στέρεψαν τα ποτάμια του κόσμου και πως λουλούδια υπάρχουν μόνο εικονικά.
Συγχώρεσέ
με που σου στέρησα την αλήθεια παιδί μου.
Έλα,
δώσε μου το χέρι και πάμε να φύγουμε, μακριά από δω. Μακριά απ' τα καυσαέρια,
την τεχνολογία και τον πανικό τους
Εγώ
θα σου δείξω τη ζωή αλλιώς. Δεν είναι ζωή παιδί μου αυτή που σε προορίζουν να
ζήσεις. Μια παρωδία είναι. Μια κακόγουστη φάρσα για να γελάνε με την ψυχή τους
όσοι γεννήθηκαν χωρίς ψυχή.
Δε
σου έμαθαν όλες τις αλήθειες στο σχολείο παιδί μου. Δεν είναι όλοι άνθρωποι
αυτοί που περπατάνε δίπλα σου με δύο πόδια.
Πάμε
να φύγουμε παιδί μου τώρα. Σήκω. Θα φύγουμε νύχτα, δε θα μας καταλάβει κανείς.
Θα περπατήσουμε όμως πολύ, να είσαι προετοιμασμένο, φόρεσε γερά παπούτσια.
Θα
περπατήσουμε και ως την άκρη του κόσμου αν χρειαστεί, αρκεί να βρούμε το μέρος
που ψάχνω.
Δε
μπορεί, θα υπάρχει ένα κομμάτι παράδεισου από χώμα ακόμα στη γη.
Αν
υπάρχει, σου ορκίζομαι πως θα το βρω για χάρη σου, για να στο δείξω, κι ας
πεθάνω εκεί μπροστά σου την ίδια στιγμή.
Σήκω
παιδί μου σε εκλιπαρώ. Αποσυνδέσου από τη μητρική πλακέτα του υπολογιστή σου
και πάμε να φύγουμε τρέχοντας.
Σε
όλη τη διαδρομή θα σου ζητάω γονατιστή συγγνώμη που σε γέννησα και θα κλαίω για
τη χαμένη σου αθωότητα, αυτή που σου 'κλεψε ο τάχα πολιτισμός τους σαν
ανταμοιβή που γεννήθηκες με ασφάλεια σε αποστειρωμένο εργαστήριο.
Μαζί
θα τη βρούμε την παιδική ηλικία που σου κλέψανε.
Στο
υπόσχομαι παιδί μου και μόνο όταν δω τα μάτια σου να λάμπουν, θα εξιλεωθώ.
Μαρία
φουσταλιεράκη 27-8-2017
Σ’ ΕΝΑ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Περπατούσα
και συναντούσα ανθρώπους που αγαπούσα παλιά, μα τώρα τρόμαζα να τους
αναγνωρίσω.
Τα
πρόσωπά τους ήταν αλλιώτικα, είχαν γίνει σκυθρωπά και σαν κάτι να είχε σκιάσει
το χαμόγελό τους.
Εγώ
όταν τους έβλεπα, σταματούσα με χαρά να τους μιλήσω, αλλά αυτοί με
προσπερνούσαν, σαν να είχαν κάτι μαζί μου ή σαν να μη με αναγνώριζαν.
Ως
το βράδυ δεν κατάφερα να μου απαντήσει κανείς όταν του μιλούσα. Με
προσπερνούσαν αδιάφορα ακόμα και κάποιοι καρδιακοί φίλοι όπου είχαμε αποκοιμηθεί
κλαμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σε κάποιες παλιές μας δυσκολίες.
Συνέχισα
να τριγυρίζω στους δρόμους, κοιτάζοντας με απορία γύρω μου.
Δε
μπορούσα να καταλάβω πώς είχε αλλάξει έτσι ξαφνικά ο κόσμος που ήξερα μέχρι
χθες.
Βαρέθηκα
να περπατάω και σταμάτησα, αν και δεν ένιωθα καθόλου κούραση.
Διάλεξα
ένα παγκάκι για να καθίσω, μπροστά από τη θάλασσα. Λαχτάρησα να δω τον ήλιο να
ξημερώνει μέσα της.
Τίποτα
δεν είχα φάει και δεν είχα πιεί όλη μέρα, αλλά δεν ένιωθα ούτε πείνα, ούτε
δίψα. Θαρρείς και έπαψε να έχει ανάγκες ο οργανισμός μου.
Καθόμουν
και κοιτούσα στο βάθος τον ορίζοντα, ήταν ακόμα νύχτα, αλλά δε θ' αργούσε να
ξημερώσει. Ήδη είχε αρχίσει να χαράζει δειλά - δειλά.
Απ'
τη θάλασσα ξεπρόβαλε ένας ηλικιωμένος άνδρας. Ήταν ψηλός, είχε εμβληματική
κορμοστασιά και παρατήρησα πως τα ρούχα του δεν έσταζαν νερά, αλλά δε μου
φάνηκε καθόλου παράξενο εκείνη τη στιγμή.
Ήρθε
προς το μέρος μου και κάθισε δίπλα μου στο παγκάκι. Τον κοίταξα. Ήταν απ'
αυτούς τους υπερήλικες που έχουν απροσδιόριστη ηλικία και μυρίζουν σοφία.
Ήταν
βέβαια ακόμα αρκετά σκοτεινά, ήταν και οι λάμπες του δρόμου σβηστές και δε
μπόρεσα να διακρίνω με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του, όμως έμοιαζε πολύ με
το δικό μου παππού, τον πεθαμένο.
Πήρα
το βλέμμα μου από πάνω του και συνεχίσαμε για ώρα να κοιτάζουμε αμίλητοι τη
θάλασσα.
Όταν
φάνηκε ο ήλιος, εκείνος σηκώθηκε και δείχνοντας τη θάλασσα μου είπε μ' ένα
νεύμα, πάμε.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 26-8-2017
ΤΟΥ ΕΙΠΕ ΕΝΑΣ ΣΟΦΟΣ
Στις ερωτικές
απογοητεύσεις, ένας σοφός του είχε πει,
να καταπίνει αμάσητη την
ψυχή του την ώρα που πονάει πιο πολύ.
Μόνο έτσι, του 'χε πει,
γεμίζει κάπως το αβάσταχτο κενό
του ματαιωμένου έρωτα.
Την ώρα που την έβαζε στο
στόμα, έκλεισε σφιχτά τα μάτια
και προσευχήθηκε για πρώτη
φορά στη ζωή του'
δήλωνε άθεος ως τότε.
Έτρεμε μην τη δει
σκαλωμένη, εκεί στο κενό, ανάμεσα στα δόντια.
Μαρία Φουσταλιεράκη
24-8-2017
ΜΙΑ ΕΥΑ
Ξημέρωσε,
λιάστηκε η φύση γύρω απ' τον οικισμό.
Το
αεράκι φτιάχνει ρυτίδες στην επιφάνεια της θάλασσας.
Έρημη
η παραλία τούτη την ώρα.
Οι
λουόμενοι ακόμα ονειρεύονται.
Τ'
αδέσποτα γατιά νιαουρίζουν έξω απ 'τις πόρτες.
Μια
σημαία πειρατική εμφανίζεται. Δυο κομμάτια ύφασμα.
Ένα
μαύρο κι ένα άσπρο, δίχως νεκροκεφαλές.
Πιο
κει, όχι μακριά απ' τη σημαία, ένα αγουροξυπνημένο κορμί
ανατριχιάζει από την
επαφή με το δροσερό νερό
και δυο κατάλευκα πισινά, παρέα με δυο γυμνά στήθη,
ερωτοτροπούν με την αλμύρα του καλοκαιριού.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 21-8-2017
Σάββατο 26 Αυγούστου 2017
ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
Όταν
έχω κουραστεί να είμαι για μέρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι και μ’ έχουν
εξαντλήσει πνευματικά οι ήρωές μου, δε συμβαίνει συχνά ομολογουμένως, κλείνω
αποφασιστικά τα τετράδιά μου, κουμπώνω τα καπάκια στα στυλό και ετοιμάζομαι
να βγω έξω.
Ντύνομαι
ιδιαιτέρως κομψά, χτενίζω επιμελώς τη χωρίστρα μου και ποτέ δεν ξεχνώ να φορέσω
άρωμα στο αρρενωπό μου στέρνο.
Από
χρόνια, έχω διαλέξει ένα άρωμα, που άκουσα πως ταιριάζει σε δεινούς άνδρες-κυνηγούς,
σ’ αυτούς δηλαδή που καμιά γυναίκα δεν τους έχεις ποτέ αντισταθεί.
Έπειτα
γυαλίζω τα παπούτσια μου, βεβαιώνομαι πως έχω αρκετά χρήματα στο πορτοφόλι,
κλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μου και νιώθω έτοιμος να γνωρίσω καινούργιες γυναίκες
για να εμπνευστώ νέες περιπέτειες.
Αναζητώ
απεγνωσμένα ηρωίδες. Όπως απεγνωσμένα αναζητώ λέξεις πρόθυμες για αποπλάνηση την
ώρα που γράφω τα μυθιστορήματά μου.
Όταν
εντοπίζω τις κατάλληλες παρέες με γυναίκες, ειδικά σε καταγώγια͘
εκεί κρύβονται πάντα οι θησαυροί, με περισσό θάρρος στέκομαι όρθιος δίπλα τους,
πίνω το ποτό μου και καπνίζω την πίπα μου.
Σχεδόν
τις ακουμπάω με θράσος, τους μιλάω
αόριστα με στόμφο, κολακεύω αδιάφορα την ευστροφία τους και ενίοτε θαυμάζω
προκλητικά τα καλλίγραμμα πόδια ή τα μπούστα τους, αν έχουν.
Μόλις
τους κεντρίσω ομαδικά το ενδιαφέρον και δω τα χείλη τους να βάφονται από
ερωτικό πόθο, τους κάνω νόημα να φύγουμε, και εκείνες πειθήνια μ’ ακολουθούν, σε
άλλα βάθη, σκοτεινότερα.
Πάντα
επιλέγω το πιο παράξενο και σκοτεινό θηλυκό, κι ας μην έχει τα πιο καλλίγραμμα πόδια, και
την ονομάζω, της μιας βραδιάς αγαπημένη.
Εκεί,
μόλις βγαίνουμε έξω απ’ το καταγώγιο, της δένω τα μάτια, για να καταλάβει απ’
την αρχή τί σημαίνει η λέξη υποταγή στον άνδρα-κυνηγό και ερεθίζομαι όταν ακούω
την καρδιά της να χτυπά δυνατά.
Οι
υπόλοιπες, κοιτούν η μια την άλλη απορημένες
και μέσα τους σίγουρα δυσανασχετούν, μα δεν τολμούν να το εκφράσουν. Δεν
υπάρχει ταπεινωτικότερο για μια γυναίκα απ’ το να μην τη διαλέγουν για
αγαπημένη.
Απομακρύνομαι
απ’ το καταγώγιο και όλες συνεχίζουν να μ’ ακολουθούν.
Μετά από μερικά βήματα σταματώ και σ’ αυτές που έχουν τα μάτια ανοιχτά και που δεν τις διάλεξα γι’
αγαπημένες μου, την
ώρα που δεν το περιμένουν, τις θωπεύω πρόστυχα στα μπούστα και στα πισινά τους.
Είναι κατά κάποιο τρόπο μια εξιλέωση που τις κακοκάρδισα.
Την
αγαπημένη μου όμως, ποτέ δεν τη στεναχωρώ και ποτέ δεν την αγγίζω χυδαία,
τουναντίον, όταν δεν κοιτούν οι φίλες της, για να μη ζηλέψουν, της δίνω ένα εμπνευσμένο φιλί στα χείλη.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 26-8-2017
Τρίτη 22 Αυγούστου 2017
Μ’ ΕΝΑ ΣΑΚΟ ΕΦΥΓΕΣ
Πήρες
το σάκο που φύλαγες κάτω από το κρεβάτι. Έριξες μέσα βιαστικά τις κουρασμένες προσδοκίες,
τα ξεφτισμένα σου όνειρα και τις πρόωρα γερασμένες αναμονές και έφυγες. Ήθελες
να προλάβεις να γυρίσεις όλο τον κόσμο πριν μαραθείς.
Τράβηξες
τις άγκυρες απ’ το βυθό σου και παραμάσχαλα τις πήρες͘ τώρα
που είχες ακόμα αντοχές να τις κουβαλήσεις.
Πρώτη
στάση το νησί. Να δεις τους τάφους των
προγόνων σου͘ ν’ αφήσεις φρέσκα λουλούδια πλάι στ’ αγριόχορτα.
Βρήκες
ένα άδειο τάφο παραδίπλα. Έσκαψες με τα χέρια το χώμα. Έθαψες την άγκυρα βαθιά͘ να
σε περιμένει.
Τα
πανιά σου φούσκωσες και συνέχισες να ταξιδεύεις. Πέρασαν είκοσι χρόνια.
Γύρισες
όλο τον κόσμο. Παντού, βρήκες ίδιους τους ανθρώπους. Παντού είχαν τις ίδιες
αγωνίες, τις ίδιες προσδοκίες, τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπο. Μονάχα διαφορετικές
αποχρώσεις είχαν.
Τα
πανιά σου κουρελιάστηκαν απ’ τους αέρηδες. Τα παπούτσια σου φαγώθηκαν απ’ τους
δρόμους. Έκατσες κάτω στο χώμα όταν απόκαμες.
Εκεί,
σ’ ένα χωριουδάκι, στην άκρη του κόσμου, βρήκες μια ελιά να ξαποστάσεις.
Ακούμπησες το κουρασμένο κορμί με συγκίνηση στον κορμό της. Οι ρίζες δάκρυσαν.
Κάτω
απ’ την άγκυρα που έθαψες πίσω στην πατρίδα, είχε φυτρώσει μια ελιά.
Χρόνια
τώρα σε περιμένει, να ξεκουράσεις το κουρασμένο κορμί σου κάτω απ’ τον ίσκιο της.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-8-2017
Κυριακή 20 Αυγούστου 2017
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
Όταν
φτάσουμε σε μια ηλικία, και δεν έχει να κάνει με το αριθμητικό της πρόσημο,
αλλά με το βαθμό αυτογνωσίας, λογικά έχουμε κατασταλάξει σ’ αυτά που
χρειαζόμαστε, σ’ αυτά που θέλουμε και σ’ αυτά που μας κάνουν χαρούμενους. Με
απλά λόγια, έχουμε καταφέρει να ζούμε τη ζωή που θέλουμε.
Για
να γίνει αυτό, χρειάστηκε να διαλέξουμε για να περπατήσουμε σε ένα δρόμο που
δεν ήταν καθόλου εύκολος. Η προσωπική διαδρομή μας, πέρασε μέσα από δύσβατα και
σκοτεινά μονοπάτια και μέσα από ατέλειωτες νύχτες μοναξιάς.
Χρειάστηκε
να ειπωθούν πολλά «όχι» σε ανθρώπους που είχαν συνηθίσει, και θεωρούσαν πλέον
δεδομένο το «ναι» μας, σε κάθε τους απαίτηση.
Πιστεύω
πως τη στιγμή που ξεκινάμε να αρνούμαστε χάρες, βοήθεια και εκδουλεύσεις στους
γύρω μας, αρχίζει η πραγματική ενηλικίωσή μας. Επίσης, τότε φανερώνονται οι
πραγματικές προθέσεις και τα αληθινά αισθήματα που έχουν οι άλλοι για μας.
Αν
έχουμε μια πληθώρα συγγενών, συναδέλφων και φίλων που μας περιστοιχίζουν,
κυρίως επειδή είμαστε βολικοί και ποτέ δε συγκρουόμαστε μαζί τους ακόμα κι όταν
νιώθουμε πως μας εκμεταλλεύονται, τότε φοβάμαι πως πρέπει ν’ αναθεωρήσουμε, να
σταθούμε απέναντι από τον εαυτό μας και να τον ρωτήσουμε για ποιό λόγο
επιτρέπει και κυρίως για ποιό λόγο ανέχεται μια κατάσταση που τον πιέζει, τον
δυσαρεστεί και τον στεναχωρεί.
Δεν
είναι καθόλου κακό να είμαστε αρεστοί, ούτε είναι κακό να λέμε ναι στις
απαιτήσεις ανθρώπων που αγαπάμε, εκτιμάμε ή σεβόμαστε. Το αντίθετο μάλιστα.
Είναι υπέροχα ανθρώπινο και γεμάτο καλοσύνη να έχουμε ενσυναίσθηση.
Το
πρόβλημα ξεκινά από την ώρα που αυτό το «ναι» χαροποιεί τους άλλους, αλλά
φέρνει άγχος, δυστυχία και στεναχώρια σε μας.
Οι
άνθρωποι, εύκολα συνηθίζουν και γρήγορα βολεύονται σε καταστάσεις που τους
εξυπηρετούν. Με τις πρώτες αρνήσεις που θα τολμήσουμε να εκφράσουμε πιθανών ν’
αντιμετωπίσουμε τη δυσαρέσκειά τους, που αν είναι έντονη, μπορεί να ειπωθεί με
τη γνωστή φράση “εσύ δεν ήσουν έτσι, άλλαξες πολύ, δε σε αναγνωρίζω πλέον” ή με
κάποια παρόμοια.
Αν
μια τέτοια αντίδρασή τους μας κάνει να αισθανθούμε άσχημα ή ακόμα και ντροπή,
τότε έχουμε αρκετή δουλειά να κάνουμε ακόμα με τον εαυτό μας.
Αν
όμως νιώσουμε όμορφα ή περήφανοι με μια τέτοια αντίδραση, πάει να πει πως οι
κόποι μας έπιασαν τόπο. Θα πει πως βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Στο δρόμο, που
μπορεί σε κάθε διασταύρωση να χάσαμε κι από ένα άνθρωπο που θεωρούσαμε μέχρι
σήμερα δικό μας, αλλά τον φτιάξαμε εμείς έτσι ώστε να καλύπτει τα δικά μας
όνειρα, τις δικές μας προσδοκίες, τις δικές μας ανάγκες και κυρίως τα δικά μας,
ολόδικά μας λάθη.
Η
ζωή είναι λίγη για να τη σπαταλάμε συνεχώς σε συμβιβασμούς και σε σκύψιμο του
κεφαλιού για να είναι οι άλλοι, και όχι εμείς, ευτυχισμένοι. Μια φορά ζει
κανείς.
Το
λέει και η νεολαία, που έχει συνήθως δίκιο γιατί βλέπει με φρέσκια ματιά τον
κόσμο γύρω της, you only live once, yolo!
Μαρία Φουσταλιεράκη 18-8-2017
ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Εξημερωμένους έρωτες
ψάχνει όταν νυχτώνει
κόκκινα σημάδια στην πλάτη
το πρωί αναζητά.
Όλη τη μαγεία που αρνήθηκα
να ζήσω
όλα τα ερωτόλογα που
ντράπηκα να πω
θα στοιχειώνουν το κορμί
όσο γερνάει.
Δεν είμαι σε θέση να
εξηγήσω το γιατί,
μα έντονα ρίγη ερωτικά μου
προκαλεί
η σκέψη των χεριών μες στα
μαλλιά μου.
Είναι όμορφο να σκέφτεσαι
κάποιον που σου θυμίζει καλοκαίρι.
Μαρία Φουσταλιεράκη
12-8-2017
ΚΟΡΗ ΜΙΑΣ ΞΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, ΓΥΡΕΥΕ ΤΩΡΑ ΠΟΙΑΝΗΣ
Ευτυχώς
σήμερα δεν πονάει αβάσταχτα το κεφάλι μου. Χθες ή το πρωί, μπερδεύομαι και
δύσκολα ξεχωρίζω το χρόνο, νομίζω πως πονούσε τόσο πολύ που ζήτησα παυσίπονο.
Απ’
το παράθυρο βλέπω ένα κήπο. Τα λουλούδια είναι ανθισμένα και τα λιγοστά δέντρα
έχουν καρπούς. Για τα βλέπω, μάλλον δεν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, άρα
κάθομαι στην καρέκλα.
Φοβάμαι
πως πάλι με πήρε ο ύπνος καθισμένη.
Το
βιβλίο που διάβαζα, αλλά δεν θυμάμαι καθόλου τί έλεγε και αν το διάβαζα
πράγματι εγώ, κάθεται κλειστό πάνω στα πόδια μου.
Το
μυαλό μου δε θυμάται τα παλιά, ούτε συγκρατεί καινούργια, αυτό μου φέρνει μεγάλη
στεναχώρια τις φορές που το καταλαβαίνω.
Άλλες
φορές ούτε ποια είμαι δε θυμάται το μυαλό μου. Αυτό εκτός από στεναχώρια, μου
φέρνει και μεγάλη ντροπή.
Εκείνη
η κοπέλα ξανάρθε πάλι. Μάλλον με επισκέπτεται συχνά.
Κάθε
φορά μου λέει γελώντας: «Γεια, ήρθα να σου δώσω ένα φιλί!».
Δεν
ξέρω ποια είναι. Καθόλου δεν την αναγνωρίζω, αλλά την αφήνω να με φιλάει στο
μάγουλο και καμιά φορά στα χέρια.
Μετά
μου λέει: «Μαμά, μια χαρά σε βρίσκω σήμερα, είσαι πολύ όμορφη, έλα να σου
χτενίσω τα μαλλιά».
Μάλλον
έχει μπερδέψει τα δωμάτια η καημένη. Εγώ δεν έχω κόρη. Ούτε γιους έχω, μα δεν
της το λέω, μη ντραπεί που φιλάει μια άγνωστη γυναίκα που νομίζει για μητέρα
της.
Όμως
είναι πολύ συμπαθητική. Μου αρέσει πολύ το χαμόγελό της την ώρα που με χτενίζει.
Μερικές
φορές κάτι μου θυμίζει αυτό το χαμόγελο, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ αν τη γνώρισα
σήμερα ή την ξέρω από παλιά.
Καμιά
φορά όταν ξυπνάω, τη βλέπω να κάθεται κοντά μου. Είναι προσηλωμένη στο βιβλίο
που διαβάζει.
Μ’
αρέσουν οι άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία. Και γω νομίζω πως τα αγαπώ. Αυτός
είναι ένας ακόμα λόγος που δεν της λέω πως μπαίνει σε λάθος δωμάτιο και φιλάει
λάθος μητέρα κάθε φορά που έρχεται.
Και
η φωνή της κάτι μου θυμίζει. Αναρωτιέμαι μήπως είναι στ’ αλήθεια κόρη μου όπως
λέει, και εγώ είμαι αυτή που λέω ψέματα ότι δεν έχω παιδιά. Δεν ξέρω. Το κεφάλι
μου πονάει πολύ όταν προσπαθώ να θυμηθώ και ζητάω να μου δώσουν παυσίπονο για
να φύγει ο πόνος.
Πρέπει
να είμαι πολύ γριά. Ακούγεται παράξενο, αλλά δε θυμάμαι πότε γέρασα, ούτε θυμάμαι
πως ήμουν πριν γεράσω. Όταν παρατηρώ το χέρι μου, μου θυμίζει το χέρι της μαμάς
μου, παρόλο που δεν τη θυμάμαι ούτε εκείνη.
Γιατί
δεν έρχεται ποτέ να με επισκεφθεί η μαμά μου; Μπορεί να μη ζει πια η καημένη.
Μετά
κοιτάζω και το άλλο χέρι και καταλαβαίνω πως είναι δικό μου και αυτό.
Σίγουρα
η μαμά μου θα έχει πεθάνει, αφού εγώ είμαι πολύ γριά, εκείνη δε μπορεί να ζει
ακόμα.
Μου
‘ρχεται να κλάψω όταν σκέφτομαι πεθαμένη τη μαμά μου.
Είμαι
μόνη μου στο δωμάτιο και διψάω. Βλέπω ένα ποτήρι στο κομοδίνο, σκεπασμένο με χαρτί,
αλλά μου είναι αδύνατον να σηκωθώ από την πολυθρόνα. Όσο και να προσπαθώ.
Τα
πόδια μου δεν ακούνε που τους λέω τόση ώρα να σηκωθούν γιατί διψάω.
Πιάνω
σφιχτά το ένα μου πόδι και προσπαθώ να το κάνω να κουνηθεί. Με το ζόρι. Καθόλου
δε μ’ ακούει. Ούτε το άλλο μου πόδι μ’ ακούει που του λέω να κουνηθεί.
Μάλλον
το μυαλό μου χάλασε και δε μπορεί να δώσει διαταγές στα πόδια μου.
Τα
χέρια μου τα κουνάω κανονικά, αλλά κάθε μεγάλη κίνηση που κάνω, με κουράζει.
Όταν
κουράζομαι πολύ, κλείνω τα μάτια. Δεν ξέρω για πόση ώρα. Όταν τα ξανανοίγω,
βρίσκω ανθρώπους καμιά φορά στο δωμάτιο.
Τώρα
είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Παράξενο. Εγώ θυμόμουν πως πριν κλείσω τα μάτια
μου, καθόμουν στην καρέκλα , σ’ εκείνη που βλέπει στην πόρτα.
Ακόμα
διψάω. Λέω δυνατά, νερό, και η κοπέλα με το χαμογελαστό πρόσωπο σηκώνεται και
μου λέει: «Τι καλά! Ξύπνησες μητέρα, νιώθεις καλύτερα»;
«Να
σηκωθώ, όλο ξαπλωμένη είμαι», της λέω.
Πάλι
μπέρδεψε τα δωμάτια η καημενούλα, αλλά δε θα της πω ότι κάνει λάθος. Εγώ δεν
έχω παιδιά. Δε θα τα θυμόμουν αν είχα;
Με
βοήθησε πολύ τρυφερά να σηκωθώ. Με βοήθησε να φορέσω τη ρόμπα μου. Δική μου
πρέπει να είναι αυτή η ρόμπα. Μ’ αρέσει το χρώμα της. Είναι απαλή και μυρίζει
όμορφα. Μυρίζει καθαριότητα και αγάπη.
Μετά
με βοήθησε να σηκωθώ και να καθίσω στην πολυθρόνα, σ’ αυτή που έχει ρόδες και βλέπει
έξω στον κήπο.
«Θέλω
να βγω έξω», λέω σ’ αυτήν που μ’ αποκαλεί συνέχεια μαμά και μου απαντά: «Ναι
φυσικά, ο καιρός είναι θαυμάσιος, πάμε μια βόλτα στον κήπο μητέρα».
Είναι
πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με τις ρόδες.
Μόλις
βγαίνουμε απ’ το δωμάτιο κοντοστέκεται και με ρωτάει: «Θέλεις να συνεχίσουμε την
ιστορία που σου άρεσε τόσο πολύ χθες;».
Ντράπηκα
να της πω ότι δε θυμόμουν το χθες, ούτε την ιστορία που μου διάβασε.
Με
το ηλικιωμένο μου χέρι, της έγνεψα όχι. Είναι τόσο ευγενική και χαμογελαστή,
δεν αξίζει να τη στεναχωρήσω.
Πήγαμε
έξω, ο κήπος ήταν χάρμα οφθαλμών. Εκείνη βολεύτηκε σε ένα παγκάκι κι εγώ έμεινα
καθισμένη στην πολυθρόνα μου που είχε ρόδες. Πολύ βολική αυτή η πολυθρόνα με
τις ρόδες.
Μετά
από λίγο ρώτησε αν κρυώνω. Δεν ξέρω, της απάντησα αφού δεν ήξερα, αλλά το
μετάνιωσα που άνοιξα το στόμα μου.
Τη
στενοχώρησα άθελά μου. Το κατάλαβα γιατί το βλέμμα της σταμάτησε να χαμογελά,
για λίγο, μα εγώ πρόλαβα και το είδα.
Άρχισα
πάλι να σκέφτομαι αν είναι πράγματι κόρη
μου, όπως λέει. Αν όμως είναι κόρη μου, τότε εγώ, πρέπει να είμαι μια πολύ κακή
μάνα που δε θυμάται το παιδί της.
Δεν
το κάνω όμως επίτηδες. Τ’ ορκίζομαι. Δε θυμάμαι αν γέννησα παιδιά. Δε θυμάμαι ούτε
πόσο χρονών είμαι, δε θυμάμαι ούτε ποια είμαι τις περισσότερες μέρες. Όμως ποτέ
δε ρωτάω να μάθω.
Είναι
ντροπή να μη θυμάσαι ποιος είσαι και να ρωτάς ξένους για να σου πουν.
Όταν
ντρέπομαι, τα χέρια μου τρέμουν λιγάκι. Για να μην τα δει η χαμογελαστή γυναίκα,
κόρη μιας ξένης γυναίκας, γύρευε τώρα ποιανής, τα έκρυψα μέσα στις φαρδιές τσέπες
της ρόμπας μου.
Στη
μία τσέπη είχε μέσα είχε ένα φάκελο. Τον έβγαλα έξω και γύρισα να ρωτήσω την κοπέλα
αν ήταν δικός μου, μα δεν καθόταν στο παγκάκι δίπλα μου.
Ήταν
παραδίπλα, όρθια, και μιλούσε πολύ σοβαρά με ένα κύριο που φορούσε άσπρη ρόμπα.
Θα
ήταν αγένεια να τους διακόψω, γι’ αυτό άνοιξα το φάκελο και έβγαλα από μέσα κάτι
χαρτιά και μερικές φωτογραφίες.
Σε
όλες, ήταν μια γυναίκα, άγνωστη σε μένα. Σε μερικές ήταν αγκαλιά με ένα άνδρα
και σε άλλες είχε στην αγκαλιά της ένα παιδί. Τις κοίταξα καλά όλες, μία - μία.
Μια
φωτογραφία μου έκανε τη μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και την κοίταξα περισσότερη ώρα.
Ήταν εκείνη η άγνωστη γυναίκα και κρατούσε ένα μικρό παιδί απ’ το χέρι. Ένα
κοριτσάκι, που έτρωγε παγωτό και είχε λερώσει το προσωπάκι και τα ρούχα του. Η
μαμά του πρέπει να ήταν. Το κοιτούσε και χαμογελούσε. Κι εκείνο της χαμογελούσε
και έμοιαζε ευτυχισμένο τρώγοντας το παγωτό του. Πρέπει να ήταν καλή μαμά και
να το αγαπούσε πολύ το παιδάκι της, γι’ αυτό δε θύμωσε μαζί του που λερώθηκε με
το παγωτό.
Όσο
κοιτούσα το κοριτσάκι της φωτογραφίας, ένιωθα ένα κόμπο να με πνίγει στο λαιμό.
Αυτό το χαμόγελο, νομίζω πως κάτι μου θυμίζει, μα όσο και να προσπαθώ να
θυμηθώ, δεν τα καταφέρνω.
Το
μυαλό μου πρέπει να έχει χαλάσει για τα καλά. Πονάει αβάσταχτα πάλι το κεφάλι
μου. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά. Για να
φύγει ο πόνος, αποκοιμήθηκα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)