Τα
κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν με την άφιξη της καινούργιας ενοίκου στο
ρετιρέ που μετακόμισε ένα ζεστό σαββατοκύριακο του καλοκαιριού, την ώρα που
όλοι σχεδόν στη γειτονιά βρισκόταν σε διακοπές στα εξοχικά τους ή σε κοντινές
παραλίες.
Η
ψηλομύτα του ρετιρέ, έτσι την αποκαλούσαν στη γειτονιά κάποιοι που θεωρούσαν
χρέος τους να γνωρίζουν το τί συμβαίνει στα ξένα σπίτια, γιατί κανένας δε
γνώριζε το όνομά της, ούτε και τίποτε άλλο γι' αυτήν.
Όταν
ρώτησαν τον ταχυδρόμο της γειτονιάς, που ήξερε άπαντες στην περιοχή σαν παλιός
που ήταν, απογοητεύτηκαν. Ούτε εκείνος γνώριζε κάτι, αφού δεν της είχε φέρει
ποτέ ως τώρα αλληλογραφία.
Οι
πιο τολμηροί, που τους έτρωγε παραπάνω η αγωνία, την καλημέριζαν και την
καλησπέριζαν προσπαθώντας να της πιάσουν κουβέντα όποτε την έβλεπαν, αλλά
εκείνη πάντα έδειχνε απόμακρη ή αφηρημένη μέσα στις σκέψεις της και ποτέ δεν
ανταπέδωσε λέξη σε κανέναν.
Ούτε
σε κάποιο κατάστημα της γειτονιάς είχε μπει να ψωνίσει, οπότε όσο δε μάθαιναν
κανένα στοιχείο, τόσο το μυστήριο γύρω απ' το πρόσωπό της αυξανόταν.
Το
ρετιρέ που νοίκιασε ή αγόρασε η άγνωστη γυναίκα, ήταν από χρόνια ακατοίκητο και
φήμες έλεγαν πως οι ιδιοκτήτες του είχαν μεταναστεύσει αιφνιδιαστικά πριν πολλά
χρόνια στο εξωτερικό και είχαν αναθέσει έκτοτε σ' ένα δικηγορικό γραφείο να
πληρώνει για λογαριασμό τους ό,τι έξοδα προέκυπταν και αφορούσαν το κενό
διαμέρισμα.
Κάποιοι
που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σ' αυτή τη γειτονιά, έκαναν λόγο για μια
παράξενη κατάρα που βάραινε το ρετιρέ εξαιτίας κάποιου εγκλήματος που έγινε
μέσα σ' αυτό.
Επειδή
κανείς όμως δε θυμόταν αυτή την υπόθεση, το συγκεκριμένο κουτσομπολιό γρήγορα
ξεχάστηκε. Του έλειπαν οι πικάντικες λεπτομέρειες για να πιαστούν πάνω τους και
να κατασκευάσουν στην ανάγκη μια δική τους ιστορία.
Η
καινούργια ένοικος του ρετιρέ, που τη συζητούσε καθημερινά η γειτονιά, ήταν μια
γυναίκα ακόμα νέα, ακόμα όμορφη, με καλοδιατηρημένο κορμί και με κορμοστασιά
περήφανη και ψηλή. Από το ντύσιμό της, που ήταν προσεγμένο, απλό και κομψό, δε
μπορούσαν να υποθέσουν και πολλά.
Υπήρχε
όμως κάτι που τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και μάλιστα δεν το παρατήρησαν από
την πρώτη στιγμή. Όποιος συναντούσε αυτή τη γυναίκα , είχε και μια διαφορετική
εκδοχή για το τί χρώμα είχαν τα παπούτσια της.
Κάποιοι
έλεγαν πως πάντα φόραγε χρωματιστά, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν πως πάντα φόραγε
μαύρα.
Στην
αρχή δεν τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η διχογνωμία, γιατί οι άνθρωποι
δεν είναι πάντα παρατηρητικοί στις λεπτομέρειες και πολλές αποχρώσεις των
χρωμάτων τις μπερδεύουν μεταξύ τους.
Όμως
ένα τυχαίο γεγονός, στάθηκε αφορμή να δοθεί τεράστια έκταση στο θέμα.
Ένα
πρωινό μιας Κυριακής, τέσσερις γειτόνισσες που γύριζαν όλες μαζί από την πρωινή
λειτουργία, τη συνάντησαν την ώρα που έβγαινε από την είσοδο της πολυκατοικίας
της.
Μόλις
η ψηλομύτα απομακρύνθηκε, λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια, διαφωνώντας για το
χρώμα των παπουτσιών που φορούσε.
Ο
καυγάς ξεκίνησε όταν η νεότερη της παρέας, που ήταν γύρω στα τριάντα πέντε,
θαύμασε φωναχτά τα κατακόκκινα λουστρίνια της. Οι άλλες διαφώνησαν πως φορούσε
κόκκινα και η κάθε μία επέμενε πως φορούσε διαφορετικό χρώμα.
Παραλίγο
να πιαστούν στα χέρια, αφού όλες επέμεναν πως είχαν δει καλά και καμία δεν
έκανε πίσω.
Θύμωσαν
η μία με την άλλη και παραλίγο να χαλάσουν τις μακροχρόνιες φιλίες τους, αλλά
ευτυχώς μεσολάβησαν κάποιοι καλοί γείτονες και το μάλωμα δεν πήρε δυσάρεστες
διαστάσεις.
Δεν
ήταν όμως το μοναδικό περίεργο που αφορούσε την εμφάνιση της ψηλομύτας.
Μετά
το χρώμα των παπουτσιών, άρχισαν να διαφωνούν και για το χρώμα των μαλλιών της.
Και
στη συνέχεια για το χρώμα των ρούχων της.
Ο
καιρός περνούσε στη μέχρι τώρα ήσυχη γειτονιά και το μυστήριο της ψηλομύτας του
ρετιρέ αυξανόταν καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο.
Μια
μέρα, οι ίδιες γυναίκες που παρατήρησαν για πρώτη φορά αυτό το παράξενο που
συνέβαινε με τα χρώματα της ψηλομύτας, όταν τη συνάντησαν έξω απ' το σπίτι της,
είχαν την ίδια φαεινή ιδέα και μόλις εκείνη τις προσπέρασε, με τα κινητά τους
τηλέφωνα τη φωτογράφισαν.
Από
την αγωνία τους μήπως δεν προλάβουν έγκαιρα να την απαθανατίσουν, δεν περίμεναν
ν' απομακρυνθεί αρκετά και η μυστηριώδης γυναίκα τις αντιλήφθηκε την ώρα που τη
φωτογράφιζαν στα κρυφά.
Αμέσως
σταμάτησε να περπατά. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη με την πλάτη
στραμμένη προς αυτές και μετά γύρισε απότομα.
Τις
κοίταξε όλες μία - μία βαθιά μέσα στα μάτια με το παράξενο βλέμμα της και τις
κατακεραύνωσε χωρίς ν' ανοίξει το στόμα της.
Οι
γειτόνισσες τα ‘χασαν. Αιφνιδιάστηκαν, ντράπηκαν, φοβήθηκαν και σαν βρεγμένες
γάτες σκόρπισαν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις του δρόμου.
Την
επόμενη μέρα καμία από τις τέσσερις γειτόνισσες δεν ξύπνησε. Όλες βρέθηκαν
νεκρές στα κρεβάτια τους.
Ο
ιατροδικαστής που εξέτασε ενδελεχώς τα πτώματα, διέγνωσε δηλητηρίαση από τα
κόλλυβα που κατανάλωσαν στο μνημόσυνο που πήγαν όλες μαζί την προηγούμενη μέρα.
Για
την αστυνομία που κλήθηκε αυτεπάγγελτα, η εγκληματική ενέργεια αποκλείστηκε και
η υπόθεση έκλεισε αμέσως μετά την καταδίκη του υπεύθυνου της τροφοδοσίας του
μνημόσυνου.
Υπήρχε
όμως κάτι που συζητιόταν έντονα στη γειτονιά και που ούτε η αστυνομία, ούτε ο
ιατροδικαστής, δε μπόρεσε να δώσει κάποια λογική ή επιστημονική εξήγηση.
Στο
μνημόσυνο, εκτός από τις τέσσερις γειτόνισσες, απ' τα ίδια κόλλυβα, έφαγαν
παραπάνω από πενήντα άνθρωπο.
Κανένας
όμως απ' αυτούς ούτε πέθανε, ούτε καν αρρώστησε.
Μαρία
Φουσταλιεράκη 22-7-2017