Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ

                                 Beggar Standing By Door ~ Anders Zorn 

Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος αντιμετώπιζε τους ζητιάνους με κατανόηση και ανθρωπιά. Μοναχικοί άνθρωποι, συνήθως μεγάλης ηλικίας, τριγύριζαν στα χωριά με τα ταγάρια τους περασμένα χιαστί στους ώμους.
Κανείς δεν ήξερε από πού έρχονταν και κανένας δεν τους ρώταγε. Οι άνθρωποι ήταν πιο διακριτικοί στον πόνο παλιά.
Κανείς δεν ήξερε επίσης πού κοιμόντουσαν και πού ξαπόσταιναν, μα και κανένας δεν βρήκε τους άδειους στάβλους του κατειλημμένους.
Συνέχεια περπατούσανε και συνέχεια κάπου πηγαίνανε οι ζητιάνοι. Σέρνανε τα κουρασμένα βήματά τους μέσα στο λιοπύρι και όταν έβρισκαν καφενείο με πλάτανο, στέκονταν στη ρίζα και περίμεναν κάποιον ελεήμονα να τους κεράσει μια παγωμένη πορτοκαλάδα ή μια ζωογόνα ρακή.
Πίνανε το κέρασμα αμίλητοι και μ' ένα νεύμα ευχαριστούσαν κι έφευγαν όπως ερχόταν: σκυφτοί.
Όταν η πείνα θέριζε τα σωθικά τους και δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν απ' το γουργουρητό, χτυπούσαν την πόρτα των νοικοκυραίων για μια μπουκιά ψωμί.
Τα χωριά ήταν φτωχά εκείνα τα χρόνια, ο κόσμος μοχθούσε στα χωράφια και δεν περίσσευαν εύκολα οι μπουκιές, μα ήταν γρουσουζιά και μεγάλη αμαρτία να μην δώσεις ένα πιάτο φαΐ σε όποιον το 'χε πραγματικά ανάγκη.
Όταν δε, έφτανε ζητιάνος σε εποχή συγκομιδής, γέμιζε τσέπες και ταγάρια με φρούτα και καρπούς. Οι καλοί άνθρωποι γίνονται πιο γενναιόδωροι όταν έχουν τα κατώγια τους γεμάτα.
Μια φορά, έφτασε στην πόρτα μας ένας ηλικιωμένος και βρόμικος ζητιάνος, με μακριά γένια και μαλλιά. Η μάνα κατάλαβε πως πεινάει πριν της το πει. Και όταν είδε την άδεια μπουκάλα του κατάλαβε ακόμα περισσότερα: εκείνα τα χρόνια το ελαιόλαδο ήταν πλούσιο ανταλλακτικό αγαθό.
Ήταν μεσημέρι και μόλις είχε βράσει βλίτα με κολοκυθάκια, πατάτες και ντομάτες. Στην πρώτη βράση είχε ρίξει και μια δεκαριά αυγά μέσα να νοστιμέψουν.
Ο ζητιάνος περίμενε κάτω στην αυλή. Η μάνα του κατέβασε μια γενναία μερίδα φαγητό και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί απ' του παππού, που ήταν νέκταρ και αμβροσία μαζί.
Μέχρι εκείνος ν' αποφάει, η μάνα πήρε την άδεια μπουκάλα και τη γέμισε μέχρι τη μέση με ελαιόλαδο, απ' αυτό που έβγαζαν οι καλές μας ελιές.
Ο ζητιάνος έτρωγε αμίλητος. Έγλυψε το πιάτο με τα βλίτα και τις πατάτες, έφαγε και τρία βραστά αυγά (τα άλλα δύο τα φύλαξε στην τσέπη του γι' αργότερα) και αφού πήρε τη μισογεμάτη μπουκάλα απ' τα χέρια της μάνας μου, σηκώθηκε να φύγει.
Μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε βγάλει μιλιά - δεν χρειάζονται πάντοτε κουβέντες για να συνεννοηθούν οι άνθρωποι -.
Έκανε να φύγει αμίλητος, έτσι ακριβώς όπως είχε ήρθε, αλλά μόλις έφτασε στην εξώπορτα σαν κάτι να ξέχασε και γύρισε πίσω.
Εκείνα τα χρόνια οι ζητιάνοι ανταποδίδανε την καλοσύνη με απίστευτη γενναιοδωρία. Έδιναν ολόψυχα το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο: την ευχή τους.

Μαρία Φουσταλιεράκη 16-6-2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας τη γνώμη σας...